Ετυμολογία
ανομβρία< ἀ- στερητικό + ὄμβρος (=νερό της βροχής)
Ουσιαστικό
ανομβρία, η θηλυκό
1. Η έλλειψη νερού της βροχής για παρατεταμένο διάστημα.
Η ανομβρία που οδηγεί σε ξηρασία είναι πολλές φορές αποτέλεσμα της αμαρτωλής ζωής των κατοίκων μιας περιοχής και γι’ αυτό πολλές φορές πρέπει οι άνθρωποι να μετανοήσουν, να προσευχηθούν ώστε να λυθεί η ανομβρία. Χαρακτηριστική και πολύ γνωστή περίπτωση ανομβρίας εξαιτίας αμαρτίας είναι αυτή που προκάλεσε ο προφήτης Ηλίας με την προσευχή του, αλλά επίσης και στην Αίγινα υπήρξε μια περίπτωση ανομβρίας που ο Άγιος Νεκτάριος έλυσε κατόπιν προσευχής των κατοίκων και έπειτα, επειδή έβρεχε συνεχώς για δύο μήνες, πάλι προσευχήθηκαν οι κάτοικοι ώστε να σταματήσει η βροχή. Σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδος και αλλού έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου η ανομβρία ελύθη θαυματουργικώς.