Search
Close this search box.

Ετυμολογία

αλαφρώνω < ἐλαφρόω+ ώνω

Ρήμα

1. (κυριολεκτικά) αφαιρώ άχθος/βάρος
2. (μεταφορικά) ανακουφίζομαι από ψυχικό βάρος