αλαφιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αλαφιάζω
αλαφιασμένος, -η, -ο: που έχει τρομάξει, ταραχτεί από κάτι δυσάρεστο, που αντιμετωπίζει μια κρίση και πελαγώνει, τα χάνει, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, ο αναστατωμένος.
αλαφιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αλαφιάζω
αλαφιασμένος, -η, -ο: που έχει τρομάξει, ταραχτεί από κάτι δυσάρεστο, που αντιμετωπίζει μια κρίση και πελαγώνει, τα χάνει, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, ο αναστατωμένος.