Search
Close this search box.

Ετυμολογία

άσκησηαρχαία ελληνική ἄσκησις

Ουσιαστικό

άσκηση θηλυκό

1. Στον μοναχισμό- άσκηση του ανθρώπου στις αρετές, αλλά και μέσα από τις εργασίες, ώστε να καταπολεμείται η τεμπελιά.
2. η ενέργεια του ρήματος ασκώ (άσκηση βίας, άσκηση πιέσεων, άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική)
3. η γύμναση του σώματος.
4. (στο σχολείο) εργασία που αποσκοπεί στην εμπέδωση του μαθήματος
5. (στο στρατό) σχεδιασμένη εκπαιδευτική ενέργεια που εμπλέκει μια ή περισσότερες μονάδες και προσομοιώνει συνθήκες πραγματικού πολέμο