Ετυμολογία
άμοιρος < α- (στερητικό) + μοῖρα
Επίθετο
άμοιρος, -ης, -ο
1. που δεν έχει καλή μοίρα≈ συνώνυμα: άτυχος, δυστυχής
2. που δεν συμμετέχει σε κάτι≈ συνώνυμα: αμέτοχος
άμοιρος < α- (στερητικό) + μοῖρα
άμοιρος, -ης, -ο
1. που δεν έχει καλή μοίρα≈ συνώνυμα: άτυχος, δυστυχής
2. που δεν συμμετέχει σε κάτι≈ συνώνυμα: αμέτοχος