Η αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα διήρκεσε εβδομήντα έτη, και τόσο είχε προειπεί ο Θεός ότι θα κρατούσε. Μετά από αυτό το διάστημα, ο Κύρος, ο βασιλιάς των Περσών, έχοντας νικήσει τον βασιλέα των Βαβυλωνίων, τον Βαλτάσαρ, έδωσε άδεια στους Ιουδαίοας να επιστρέψουν πίσω στην πατρίδα τους, να μετοικήσουν δηλαδή, και να ανοικοδομήσουν τον ναό που είχε καταστραφεί. Πρόσταξε επίσης να τους δοθούν και τα ιερά σκεύη του ναού, τα οποία είχε αρπάξει ο Ναβουνοδονόσωρ. Έτσι, λοιπόν, οι Ιουδαίοι με αρχηγό τον Ζοροβάβελ επανήλθαν στην Ιερουσαλήμ, και τα πρώτα θεμέλια του ναού έβαλαν. Όμως, η ανοικοδόμηση διεκόπηκε από τα γειτονικά έθνη που τους έκαναν πόλεμο.
Το δεύτερο έτος της βασιλείας του Δαρείου, κατά προσταγή βασιλική, επαναλαμβάνεται η οικοδομή του ναού και ολοκληρώνεται. Αφότου οι Ιουδαίοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους, και ορίστηκε πώς θα διοικείται η πόλη τους, η ηγεμονία δεν εδόθη σε βασιλέα, αλλά σε αρχιερέα. Συνέχισαν όμως να πληρώνουν φόρο στον βασιλέα των Περσών Δαρείο, και όταν νικήθηκε αυτός από τον βασιλέα των Ελλήνων Αλέξανδρο, πλήρωναν φόρο σ’ εκείνον. Σ’ όλο αυτό το διάστημα όμως δεν παρέβησαν καθόλου τις εντολές του Θεού και τον λάτρευαν όπως έπρεπε, αλλά γι’ αυτόν τον λόγο έπαθαν και πολλά κακά από τους γειτονικούς βασιλείς και μάλιστα από τον βασιλέα της Συρίας Αντίοχον.