Ο Σολομώντας ζούσε με χλιδή σε μεγαλοπρεπή ανάκτορα και οι πολλοί γάμοι του και οι γυναίκες στις οποίες προσκολλήθηκε, τελικά τον οδήγησαν στην αποστασία από το Θεό διότι ήταν κόρες ειδωλολατρών (Μωαβιτών, Αμμωνιτών, Σύριων, Ιδουμαίων, Χετταίων, Αμορραίων κλπ). Όλες αυτές οι γυναίκες κατάγονταν από ειδωλατρικά έθνη, πράγμα το οποίο είχε απαγορεύσει ο Κύριος στους Ισραηλίτες. Ο Σολομών προσκολλήθηκε σ’ αυτές και αγάπησε και τα έθνη τους.
Όταν ο Σολομών ήταν αρκετά μεγάλος σε ηλικία, δεν είχε την ίδια αγνή και καθαρή καρδιά απέναντι του Θεού, όπως ήταν του πατέρα του Δαβίδ. Ο Σολομών παρασύρθηκε από τις αλλόφυλες γυναίκες του και έχτισε ειδωλολατρικούς ναούς και θυσιαστήρια σε υψώματα και στην κορυφή του όρους των Ελαιών, που είχε ονομασθεί και όρος του Σκανδάλου, επειδή και ο ίδιος ο Σολομών τέλεσε εκεί θυσίες σε θεούς ειδωλολατρών. Έτσι ο Σολομών έχτισε ναούς για τον Χαμώς, τον θεό των Μωαβιτών, και για τον θεό των Αμμωνιτών. Έχτισε επίσης ναό για την Αστάρτη, τη θεότητα των Σιδωνίων. Σ’ αυτούς τους ναούς και σ’ αυτά τα θυσιαστήρια οι γυναίκες του Σολομώντα προσέφεραν θυμίαμα και θυσίες στους θεούς τους.
Αποτέλεσμα της αποστασίας του Σολομώντα από το Θεό ήταν ο Κύριος να οργιστεί εναντίον του, ο οποίος μάλιστα δύο φορές του παρουσιάστηκε και τον προειδοποίησε να τηρεί τις εντολές του και να μη λατρέψει άλλους θεούς! Έτσι κάποια μέρα ο Κύριος παρουσιάστηκε στον Σολομώντα και του είπε, ότι επειδή του χάρισε μεγάλες δωρεές και εκείνος δεν τήρησε τις εντολές του και τα προστάγματά του, γι’ αυτό και θα πάρει τη βασιλεία απ’ αυτόν και θα τη δώσει στον δούλο Του. Αλλά αυτό δεν θα το κάνει στις μέρες του, για χάρη του πατέρα του Δαβίδ. Αυτό θα πραγματοποιηθεί στα χρόνια της βασιλείας του γιου του. Τότε θ’ αφήσει στον γιο του Σολομώντα δύο μόνο φυλές, κι αυτό για χάρη του Δαβίδ και της Ιερουσαλήμ, την οποία ο ίδιος ο Κύριος έχει επιλέξει για κατοικία του.
Τότε ο Κύριος ξεσήκωσε εναντίον του Σολομώντα τον Άδερ τον Ιδουμαίο και τον Ραζών (Εσρώμ), γιο του Ελιαδαέ, από τη Ραμμάθ. Ο Άδερ είχε γλιτώσει από τη σφαγή των Ιδουμαίων από τους Ισραηλίτες την εποχή του Δαβίδ και κατέφυγε στην Αίγυπτο, όπου πήρε ως γυναίκα την αδερφή της συζύγου του Φαραώ. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Άδερ πληροφορήθηκε το θάνατο του Δαβίδ και του Ιωάβ, επέστρεψε στην πατρίδα του. Εκεί ανακηρύχτηκε βασιλιάς και παρενοχλούσε συνεχώς τους Ισραηλίτες.
Ο Ραζών (Εσρώμ) ο Βαραμεθίτης, γιος του Ελιαδαέ, ήταν δούλος του Αδρααζάρ (Αδαδεζέρ), βασιλιά του Σουβά. Μετά τη νίκη του Δαβίδ κατά του Αδρααζάρ, γύρω από τον Ραζών συγκεντρώθηκαν αρκετοί και αποτέλεσαν ληστρική συμμορία. Αργότερα ο Ραζών με τους άνδρες του κατέλαβαν τη Δαμασκό και ανακηρύχτηκε βασιλιάς. Με ορμητήριο τη Δαμασκό ο Ραζών κατέστη μάστιγα για τους Ισραηλίτες στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Σολομώντα. Αλλά και ο Άδερ ο Ιδουμαίος αποτέλεσε μάστιγα των Ισραηλιτών.
Εχθρός του Σολομώντα υπήρξε και ο Ιεροβοάμ, γιος του Ναβάτ, ο οποίος καταγόταν από την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ. Όταν ο Σολομών οχύρωσε την Πόλη Δαβίδ και την απομόνωσε από την υπόλοιπη πόλη, ο Ιεροβοάμ ήταν ένας από τους εργάτες και ήταν πολύ δυνατός. Ο Σολομών είδε, ότι ήταν άνθρωπος των έργων και τον διόρισε επόπτη στα έργα της φυλής Εφραίμ. Ο Ιεροβοάμ ανοικοδόμησε το φρούριο της Ιερουσαλήμ με άνδρες από τη φυλή Εφραίμ, καθώς επίσης επέβλεψε και αποπεράτωσε την οχύρωση της Πόλης Δαβίδ. Ακόμη ο Ιεροβοάμ είχε υπό τη δικαιοδοσία του 300 πολεμικά άρματα και φιλοδοξούσε να γίνει βασιλιάς όλου του Ισραήλ.
Όταν ο Ιεροβοάμ είχε βγει από την Ιερουσαλήμ, τον συνάντησε στο δρόμο ο προφήτης Αχιά ο Σηλωνίτης, ο οποίος τον έβγαλε από το δρόμο του και πήραν το δρόμο προς την πεδιάδα. Τότε ο Αχιά πήρε το καινούριο ρούχο που φορούσε, το έσχισε σε 12 κομμάτια και είπε στον Ιεροβοάμ να πάρει τα δέκα κομμάτια, γιατί ο Κύριος αποφάσισε να διασπάσει τη βασιλεία του Σολομώντα και θα δώσει στον Ιεροβοάμ την αρχηγία των 10 φυλών. Μόνο δύο φυλές θα μείνουν στον Σολομώντα κι αυτό για χάρη του Δαβίδ και της Ιερουσαλήμ, της ιερής πόλης του Θεού. Ο Κύριος αποφάσισε, επειδή ο Σολομώντας λάτρεψε άλλες θεότητες, να μην πάρει τη βασιλεία από τα χέρια του για όσο διάστημα θα είναι στη ζωή, για χάρη του πατέρα του Δαβίδ. Μετά τον θάνατό του όμως, θα πάρει τη βασιλεία από τα χέρια του γιου του και θα αναδείξει τον Ιεροβοάμ ηγέτη και βασιλιά των 10 βόρειων φυλών. Είπε ακόμη στον Ιεροβοάμ, ότι εάν βαδίσει στο δρόμο του Κυρίου και τηρήσει τις εντολές του, ο Κύριος θα είναι μαζί του και θα στερεώσει τη βασιλεία του.
Όταν ο Σολομών έμαθε τα γεγονότα αυτά και τις φιλοδοξίες του Ιεροβοάμ, φοβήθηκε θέλησε να τον θανατώσει. Αυτός, όμως, κατέφυγε στον Σισάκ (Σουσακίμ), βασιλιά της Αιγύπτου, κι έμεινε εκεί μέχρι που πέθανε ο Σολομών.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του Σολομώντα, το 931 π.Χ., ο Ροβοάμ πήγε στη Συχέμ, γιατί εκεί είχαν συγκεντρωθεί οι βόρειες φυλές του Ισραήλ, προκειμένου να τον ανακηρύξουν βασιλιά. Στη συγκέντρωση βρισκόταν και ο Ιεροβοάμ, ο οποίος είχε επιστρέψει από την Αίγυπτο. Οι εκπρόσωποι των δέκα βόρειων φυλών είπαν στο Ροβοάμ, ότι εάν τους ελαφρύνει από τον ζυγό της σκληρής δουλείας που τους επιφόρτισε ο πατέρας του, τότε θα τον αναγνωρίσουν ως βασιλιά και θα τον υπηρετήσουν.
Ο Ροβοάμ ζήτησε τρεις μέρες για να σκεφτεί την πρότασή τους. Στη συνέχεια συμβουλεύτηκε τους πρεσβυτέρους, που ήταν και σύμβουλοι του πατέρα του όταν ζούσε. Εκείνοι του απάντησαν ν’ αποδεχτεί την πρότασή τους και να τους μιλήσει με καλοσύνη, κι εκείνοι θα τον υπηρετήσουν για πάντα. Αυτός όμως απέρριψε τη συμβουλή των πρεσβυτέρων και πήγε και ζήτησε τη συμβουλή των νεαρών, που τον περιστοίχιζαν και είχαν μεγαλώσει μαζί. Οι νεαροί τον συμβούλεψαν να πει στους εκπροσώπους των βόρειων φυλών, «το μικρό μου δάκτυλο είναι παχύτερο από τη μέση του πατέρα μου. Ο πατέρας μου σας φόρτωσε βαρύ ζυγό, αλλά εγώ θα σας τον κάνω ασήκωτο. Ο πατέρας μου σας τιμωρούσε με απλά μαστίγια, αλλά εγώ θα σας τιμωρώ με μαστίγια που τρυπάνε, όπως οι σκορπιοί».
Την τρίτη μέρα πήγαν οι εκπρόσωποι των δέκα βόρειων φυλών στο βασιλιά Ροβοάμ, όπως τους είχε πει. Τότε ο βασιλιάς μίλησε στον λαό σκληρά και δεν ακολούθησε τη συμβουλή που του έδωσαν οι πρεσβύτεροι. Τους μίλησε κατά πώς τον συμβούλεψαν οι νεαροί και δεν έκανε δεκτά τα αιτήματα του λαού, γιατί αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Έπρεπε ο Κύριος να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον Ιεροβοάμ με τον προφήτη Αχιά.
Όταν οι Ισραηλίτες του βορρά είδαν ότι ο βασιλιάς δεν τους άκουσε, αποφάσισαν να διακόψουν τις σχέσεις τους με τους απογόνους του Δαβίδ και να μην αναγνωρίσουν τη διαδοχή τους στο βασιλικό θρόνο. Έπειτα ο Ροβοάμ έστειλε για συμβιβασμό προς τις βόρειες φυλές τον Αδωνιράμ, που ήταν ο επόπτης των φόρων, τον οποίο οι Ισραηλίτες του βορρά τον λιθοβόλησαν και τον σκότωσαν. Μετά απ’ αυτό, ο Ροβοάμ ανέβηκε στην άμαξά του κι έφυγε εσπευσμένα για την Ιερουσαλήμ. Έτσι οι φυλές του βορείου Ισραήλ αποσχίστηκαν από το βασιλικό οίκο του Δαβίδ κι όταν ο Ιεροβοάμ επέστρεψε από την Αίγυπτο, τον κάλεσαν στη συγκέντρωσή τους και τον ανακήρυξαν βασιλιά του Ισραήλ, δηλαδή των δέκα βόρειων φυλών. Κανένας δεν ακολούθησε τους απογόνους του Δαβίδ, παρά μόνο οι φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν.
Όταν ο Ροβοάμ έφτασε στην Ιερουσαλήμ, συγκέντρωσε από τις φυλές Ιούδα και Βενιαμίν 180.000 άνδρες, για να πολεμήσει με τις βόρειες φυλές και να τους υποτάξει στη βασιλεία του. Τότε ο Κύριος φανερώθηκε στο Σαμαΐα, που ήταν άνθρωπος του Θεού, και του είπε, να πάει στο Ροβοάμ και στις φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν και να τους πει να μην πολεμήσουν εναντίον των βόρειων φυλών, γιατί με εντολή του Κυρίου έγινε η απόσχιση των φυλών αυτών. Οι φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν υπάκουσαν στην εντολή του Θεού και ο εμφύλιος ματαιώθηκε.
Ο Ροβοάμ διαδέχτηκε τον πατέρα του σε ηλικία 41 ετών και βασίλευσε για 17 έτη στην Ιερουσαλήμ ή σε ηλικία 16 ετών και βασίλευσε για 12 έτη. Πιθανόν όμως σωστό να είναι το δεύτερο γιατί ο Αβιά στο λόγο του προς τον Ιεροβοάμ πριν τη μεταξύ τους μάχη, αναφέρει ότι ο Ροβοάμ όταν ανέλαβε τη βασιλεία ήταν νέος σε ηλικία και άπειρος.
Ο Ροβοάμ εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ. Στα χρόνια της βασιλείας του ανοικοδόμησε και οχύρωσε πολλές πόλεις στο βασίλειο του Ιούδα, όπως οι πόλεις Βηθλεέμ, Αιτάν, Θεκωέ, Βαιθσούρ, Σοκχώθ, Οδολλάμ, Γεθ, Μαρισάν, Ζιφ, Αδωραΐμ, Λαχίς, Αζηκά, Σωρεά, Αϊλώμ και Χεβρών. Σε όλες αυτές τις πόλεις, αφού τις οχύρωσε με τείχη, εγκατέστησε σ’ αυτές φρούραρχους και γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, όπως λάδι και κρασί. Ακόμη τις πόλεις αυτές τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα, και τις κατέστησε έτσι πολύ ισχυρές.
Οι ιερείς και οι λευίτες, που κατοικούσαν σ’ όλη την περιοχή του Ισραήλ, δηλαδή στο βόρειο βασίλειο, εγκατέλειψαν τις πόλεις και τα βοσκοτόπια τους και ήρθαν στην περιοχή του Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ, γιατί ο Ιεροβοάμ και οι διάδοχοί του τους απαγόρευσαν να υπηρετούν ως ιερείς τον Κύριο. Ο Ιεροβοάμ δεν επέτρεψε τη λατρεία του Κυρίου και διόρισε δικούς του ιερείς στους ειδωλολατρικούς ιερούς τόπους που είχε κατασκευάσει. Έτσι οι ιερείς και οι λευίτες ενίσχυσαν με την παρουσία τους το βασίλειο του Ιούδα και ισχυροποίησαν το Ροβοάμ για τρία χρόνια, δηλαδή για όσο καιρό αυτός ακολούθησε το παράδειγμα του Δαβίδ και του Σολομώντα.
Τα επόμενα χρόνια ο Ροβοάμ δεν ακολούθησε το παράδειγμα του Δαβίδ, του παππού του, και δεν πορεύτηκε σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου. Έτσι έπραξε ότι δυσαρεστεί τον Κύριο και τον εξόργισε με τις αμαρτίες του, περισσότερο από τους προγόνους του. Κατασκεύασε κι αυτός ναούς σε ψηλούς τόπους και έστησε ειδωλολατρικά αγάλματα στις κορυφές των λόφων. Έτσι ολόκληρη η χώρα παρασύρθηκε στην ειδωλολατρεία και ο λαός τηρούσε όλα τα βδελυρά έθιμα των εθνών εκείνων, που ο Κύριος τα είχε διώξει από τη χώρα για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες.
Το πέμπτο έτος της βασιλείας του Ροβοάμ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου Σισάκ (Σουσακίμ) επιτέθηκε στην Ιερουσαλήμ με 1.200 πολεμικά άρματα και 60.000 ιππείς. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής ενός αναρίθμητου στρατού που τον αποτελούσαν Λίβυοι, Αιθίοπες και Τρωγλοδύτες. Αφού κυρίεψε τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα, έφτασε και στην Ιερουσαλήμ.
Τότε ο προφήτης Σαμαΐας πήγε στο Ροβοάμ και στους άρχοντες του Ιούδα, που είχαν συγκεντρωθεί στην Ιερουσαλήμ εξαιτίας του Σισάκ (Σουσακίμ), και τους είπε: «Ο Κύριος λέει: Εσείς μ’ εγκαταλείψατε, γι’ αυτό κι εγώ θα σας εγκαταλείψω στα χέρια του Σουσακίμ». Οι άρχοντες του Ιούδα κι ο βασιλιάς ταπεινώθηκαν και είπαν: «Δίκαιος είναι ο Κύριος!». Όταν το είδε αυτό ο Κύριος, είπε στο Σαμαΐα: «Επειδή αυτοί ταπεινώθηκαν, δεν θα τους καταστρέψω, ούτε η οργή μου θα ξεσπάσει εναντίον της Ιερουσαλήμ. Θα υποταχθούν όμως και θα γίνουν υποτελείς του, για να δουν τη διαφορά ανάμεσα στη δική μου δουλεία και στη δουλεία των βασιλιάδων της γης».
Έτσι ο Σισάκ (Σουσακίμ) μπήκε νικητής στην Ιερουσαλήμ και άρπαξε τους θησαυρούς του Ναού του Κυρίου και του βασιλικού ανακτόρου. Πήρε ακόμα όλα τα χρυσά δόρατα και τα χρυσά αντικείμενα που φορούσαν οι στρατιώτες του Αδρααζάρ, βασιλιά της Σουβά, τα οποία ο Δαβίδ είχε πάρει όταν νίκησε το στρατό του Αδρααζάρ και τα είχε φέρει στην Ιερουσαλήμ, καθώς και όλα τα χρυσά όπλα, ασπίδες και δόρατα, που είχε κατασκευάσει ο Σολομώντας, και τα πήγε στην Αίγυπτο.
Ο Ροβοάμ αντί των χρυσών που άρπαξε ο Σισάκ (Σουσακίμ), τα αντικατέστησε με χάλκινα και τα εμπιστεύθηκε στους αρχηγούς του βασιλικού ανακτόρου. Ο Σουσακίμ εγκατέστησε κοντά στο Ροβοάμ φρουρά, η οποία πρόσεχε το βασιλικό παλάτι. Κάθε φορά που πήγαινε με επίσημη πομπή ο βασιλιάς στο Ναό του Κυρίου, τον συνόδευαν οι σωματοφύλακές του, καθώς και η φρουροί του Σουσακίμ. Έτσι χάρη στην ταπείνωση του Ροβοάμ απετράπη η οργή του Κυρίου και δεν τιμωρήθηκε με τέλεια καταστροφή. Αυτό έγινε ακόμη, διότι στο βασίλειο του Ιούδα έγιναν και κάποια αγαθά γεγονότα.
Η ιστορία του Ροβοάμ μάς δείχνει ότι το να μην ακούμε τους μεγαλύτερους από εμάς οδηγεί τις περισσότερες φορές σε καταστροφικά αποτελέσματα, γι’ αυτό και έχουμε τον πνευματικό μας, στον οποίο κάνουμε υπακοή, που είναι μεγαλύτερος στην ηλικία από εμάς και μας καθοδηγεί και μας βοηθά. Ο Ροβοάμ δεν άκουσε τις συμβουλές των μεγαλυτέρων του και τελικά κατέληξε από βασιλιάς δούλος άλλου βασιλιά.
Όταν ο Ιεροβοάμ έμαθε για τον θάνατο του Σολομώντα, ζήτησε την άδεια από τον Σισάκ (Σουσακίμ) να του επιτρέψει να γυρίσει στην πατρίδα του. Όμως ο Ιεροβοάμ παρακάλεσε επιμόνως τον Σουσακίμ να του δώσει την άδεια για να επιστρέψει στην πατρίδα του. Ο Σισάκ (Σουσακίμ) του έδωσε την άδεια κι έτσι ο Ιεροβοάμ πήγε πρώτα στη Σαριρά, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ, όπου του έγινε θερμή υποδοχή από τους κατοίκους της φυλής Εφραίμ.
Στο νέο βασίλειο του Ισραήλ ανήλθε στο θρόνο ο Ιεροβοάμ Α’. Ο Ιεροβοάμ οχύρωσε τη Συχέμ και κατοικούσε σ’ αυτή, κάνοντάς τη πρωτεύουσα του νέου βασιλείου. Στη συνέχεια ο Ιεροβοάμ επανέφερε την ειδωλολατρία στο λαό του Ισραήλ με ανέγερση βωμού προκειμένου ν’ ανταγωνιστεί την Ιερουσαλήμ. Ο Ιεροβοάμ σκέφτηκε ότι η βασιλεία του θα μπορούσε να περάσει στους απογόνους του Δαβίδ, εάν ο λαός του θα μετέβαινε στην Ιερουσαλήμ για να προσφέρει θυσίες στο ναό του Κυρίου. Υπήρχε ο κίνδυνος η καρδιά του λαού να στραφεί προς τον Κύριο και προς τον προηγούμενο βασιλιά τους, το Ροβοάμ, και εκείνον να τον θανατώσουν. Έτσι ο Ιεροβοάμ για να προλάβει αυτό το ενδεχόμενο, κατασκεύασε δύο χρυσά μοσχάρια και έδωσε εντολή στο λαό να τα λατρεύουν ως θεούς, οι οποίοι τους έβγαλαν από την Αίγυπτο. Και τοποθέτησε το ένα ομοίωμα στη Βαιθήλ και το άλλο το παραχώρησε στη φυλή Δαν στο βορρά.
Η πράξη όμως αυτή του Ιεροβοάμ έγινε η αφορμή να παρασυρθεί ο λαός στην ειδωλολατρία και να εγκαταλείψει το ναό του Κυρίου. Ακόμη ο Ιεροβοάμ κατασκεύασε και ναούς στα ψηλότερα σημεία και τοποθέτησε ιερείς από το λαό, οι οποίοι δεν κατάγονταν από τη φυλή Λευΐ. Επίσης όρισε ως επίσημη γιορτή τη δέκατη πέμπτη μέρα του όγδοου μήνα, ως αντίστοιχη της γιορτής της Σκηνοπηγίας, που εορτάζονταν στο βασίλειο του Ιούδα στην Ιερουσαλήμ. Μάλιστα κατά τη γιορτή αυτή ο Ιεροβοάμ πρόσφερε ο ίδιος τις θυσίες στο θυσιαστήριο που είχε κάνει στη Βαιθήλ, όπου και θυσίασε στα ομοιώματα που είχε κατασκευάσει. Κι εκεί εγκατέστησε τους ιερείς των ιερών τόπων, τους οποίους ο ίδιος είχε τοποθετήσει. Οι ιερείς και οι λευίτες, που κατοικούσαν στο βόρειο βασίλειο, εγκατέλειψαν τις πόλεις και τα βοσκοτόπια τους και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ, γιατί ο Ιεροβοάμ και οι διάδοχοί του τους απαγόρευσαν να υπηρετούν ως ιερείς τον Κύριο. Ο Ιεροβοάμ δεν επέτρεψε τη λατρεία του Κυρίου και διόρισε δικούς του ιερείς στους ειδωλολατρικούς ιερούς τόπους που είχε κατασκευάσει.
Τη δέκατη πέμπτη μέρα, λοιπόν, του όγδοου μήνα, ημερομηνία που ο ίδιος ο Ιεροβοάμ επινόησε, πήγε στον ιερό τόπο που είχε καθιερώσει στη Βαιθήλ κι ανέβηκε στο θυσιαστήριο για να προσφέρει θυσία στα ομοιώματα που είχε κατασκευάσει.
Την ώρα εκείνη, με εντολή του Κυρίου, είχε πάει στη Βαιθήλ κι ένας προφήτης από τη χώρα του Ιούδα. Και τη στιγμή που ο Ιεροβοάμ στεκόταν μπροστά στο θυσιαστήριο για να κάνει τη θυσία, ο προφήτης απηύθυνε στο θυσιαστήριο το λόγο του Κυρίου: «θυσιαστήριο, θυσιαστήριο, να τι λέει ο Κύριος: Ένας γιος θα γεννηθεί από τους απογόνους του Δαβίδ, που τ’ όνομά του θα είναι Ιωσίας. Αυτός θα θυσιάσει πάνω σου τους ιερείς των ιερών τόπων, εκεί όπου αυτοί τώρα προσφέρουν τη θυσία, και τα οστά τους θα τα κάψει πάνω σου». Κι αμέσως μετά είπε: «Να ποιο θα είναι το σημείο ότι μίλησε ο Κύριος: το θυσιαστήριο αυτό θα σπάσει και θα χυθεί η στάχτη που είναι πάνω του».
Όταν ο Ιεροβοάμ άκουσε τα λόγια που είπε ο προφήτης εναντίον του θυσιαστηρίου της Βαιθήλ, άπλωσε το χέρι του πάνω από το θυσιαστήριο εναντίον του προφήτη και πρόσταξε να τον συλλάβουν. Αλλά το χέρι του ξεράθηκε και δεν μπορούσε να το ξαναφέρει στη θέση του. Τότε έσπασε το θυσιαστήριο και χύθηκε η στάχτη του, σύμφωνα με το σημείο που έδωσε ο προφήτης με εντολή του Κυρίου.
Ο Ιεροβοάμ τότε αποκρίθηκε στον προφήτη, να προσευχηθεί και να παρακαλέσει τον Κύριο για να επανέλθει το χέρι στη θέση του. Ο προφήτης παρακάλεσε τον Κύριο να γυρίσει το χέρι του βασιλιά στη θέση του, και το χέρι έγινε όπως πρώτα.
Αλλά και μετά απ’ αυτό το γεγονός, ο Ιεροβοάμ δεν άλλαξε τακτική. Εξακολουθούσε να παίρνει ανθρώπους αδιάκριτα από το λαό και να τους κάνει ιερείς των ιερών τόπων. Όποιος ήθελε, τον καθιέρωνε και γινόταν τέτοιος ιερέας. Αυτή, όμως, η αμαρτία του Ιεροβοάμ οδήγησε στη διάλυση της οικογένειάς του και στην ολοσχερή εξαφάνιση της δυναστείας του.
Τον καιρό εκείνο, ο Αβιά, το μικρό παιδί του Ιεροβοάμ αρρώστησε βαριά. Ο Ιεροβοάμ αποφάσισε να ρωτήσει τον Κύριο για την υγεία του παιδιού του κι έστειλε τη γυναίκα του την Ανώ να πάει στη Σηλώ, όπου ζούσε ο προφήτης Αχιά, ο οποίος ήταν τότε 60 ετών και δεν έβλεπε καλά. Ο Ιεροβοάμ της είπε ν’ αλλάξει ρούχα και να μεταμφιεστεί για να μην την αναγνωρίσουν ότι είναι γυναίκα του. Της έδωσε να πάρει μαζί της άρτους και κουλούρες για τον Αχιά, καθώς επίσης σταφίδες και μέλι για τα παιδιά του.
Έτσι η Ανώ αναχώρησε από τη Σαριρά και καθώς έμπαινε στη Σηλώ, ο Αχιά έστειλε τον υπηρέτη του να την υποδεχτεί. Ο Κύριος είχε προειδοποιήσει τον Αχιά για τον ερχομό της γυναίκας του Ιεροβοάμ και πως θα της μιλήσει.
Όταν άκουσε ο Αχιά τα βήματά της, τη στιγμή που έμπαινε στην πόρτα, της είπε: «Έλα, γυναίκα του Ιεροβοάμ! Γιατί έχεις μεταμφιεσθεί; Έχω εντολή να σου δώσω σκληρό μήνυμα. Άδικα πήρες μαζί σου δώρα, γιατί αυτά δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν την απόφαση του Κυρίου. Πήγαινε να διαβιβάσεις στον Ιεροβοάμ αυτό που λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: “εγώ σε ανέδειξα μέσα απ’ όλους τους άλλους και σ’ έκανα ηγεμόνα των δέκα φυλών του Ισραήλ. Πήρα τη βασιλεία από τους απογόνους του Δαβίδ και την έδωσα σ’ εσένα. Εσύ όμως δεν έπραξες όπως ο δούλος μου ο Δαβίδ, που τηρούσε τις εντολές μου και με ακολουθούσε μ’ όλη του την καρδιά. Τώρα εσύ φέρθηκες χειρότερα απ’ όλους τους προκατόχους σου. Με εξόργισες φτιάχνοντας ξένους θεούς από μέταλλο κι εμένα με αγνόησες. Γι’ αυτό κι εγώ θα προκαλέσω δυστυχία στη δυναστεία σου. Θα εξαφανίσω απ’ αυτήν όλα τ’ αρσενικά, δούλους ή ελεύθερους, και θα σαρώσω την οικογένεια σου όπως σαρώνει κάποιος την κοπριά, ώσπου να εξαφανιστεί εντελώς. Όποιος από την οικογένειά σου πεθάνει στην πόλη, το πτώμα του θα το φάνε τα σκυλιά κι όποιος πεθάνει έξω στα χωράφια θα τον φάνε τα όρνεα”, γιατί ο Κύριος το είπε. Σήκω, λοιπόν, και πήγαινε στο σπίτι σου. Όταν θα μπαίνεις στην πόλη, οι δούλες σου θα σου πουν, πως το παιδί σου πέθανε. Όλοι οι Ισραηλίτες θα συμμετάσχουν στον επικήδειο θρήνο και θα το ενταφιάσουν. Μόνο αυτό, από την οικογένεια του Ιεροβοάμ θα μπει σε τάφο, γιατί μόνο σ’ αυτό απ’ όλη την οικογένεια βρήκε κάποιο καλό ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ. Και θ’ αναδείξει ο Κύριος άλλο βασιλιά στον Ισραήλ και θα πλήξει τη δυναστεία του Ιεροβοάμ. Ο Κύριος θα χτυπήσει τον Ισραήλ και θα τον ξεριζώσει από την ωραία τούτη γη, που την έδωσε στους προγόνους τους, και θα τους διασκορπίσει πέρα από τον Ευφράτη ποταμό. Κι όλα αυτά εξαιτίας των αμαρτιών του Ιεροβοάμ, γιατί εξόργισε τον Κύριο φτιάχνοντας ειδωλολατρικούς ναούς και είδωλα. Ο Ιεροβοάμ αμάρτησε κι έγινε αιτία ν’ αμαρτήσει και ο Ισραήλ».
Ο εμφύλιος πόλεμος που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στο Ροβοάμ και στον Ιεροβοάμ, συνεχίστηκε και σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Αβιά. Κάποτε ο Αβιά παρατάχθηκε στη μάχη εναντίον του Ιεροβοάμ με 400.000 άντρες, εμπειροπόλεμους πολεμιστές. Αλλά και ο Ιεροβοάμ αντιπαρατάχθηκε με 800.000 άντρες, επίσης εμπειροπόλεμους πολεμιστές. Ο Αβιά ανέβηκε στο όρος Σομόρων (Σεμαραΐμ), που βρίσκεται στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ, και φώναξε στους Ισραηλίτες να μην πολεμήσουν εναντίον του Κυρίου, του Θεού των προγόνων τους, γιατί δε θα πετύχουν τίποτα.
Ο Ιεροβοάμ δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του Αβιά και του έστησε ενέδρα πίσω από το στρατό του, ενώ ο υπόλοιπος στρατός του Ισραήλ θα τους αντιμετώπιζε από μπροστά. Όταν οι άνδρες του Ιούδα γύρισαν και είδαν ότι τους χτυπούσαν από μπροστά κι από πίσω, φώναξαν δυνατά στον Κύριο για βοήθεια και οι ιερείς σάλπισαν με τις σάλπιγγες. Τότε οι στρατιώτες του Ιούδα φώναξαν δυνατά με πολεμικές κραυγές και ο Κύριος χτύπησε τον Ιεροβοάμ και τους Ισραηλίτες μπροστά από τον Αβιά και το στρατό του Ιούδα.
Οι Ισραηλίτες τράπηκαν σε φυγή κι έτσι ο Θεός τους παρέδωσε στα χέρια των Ιουδαίων. Οι Ιουδαίοι τους χτύπησαν και τους επέφεραν μεγάλη καταστροφή, ώστε έπεσαν στο πεδίο της μάχης 500.000 Ισραηλίτες. Έτσι ο Ιεροβοάμ με το στρατό του ταπεινώθηκε εκείνη την ημέρα, επειδή οι Ιουδαίοι στηρίχτηκαν στον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους.
Ο Αβιά καταδίωξε τον Ιεροβοάμ και πήρε απ’ αυτόν τις πόλεις Βαιθήλ, Ισανά και Εφρών, κι όλες τις γύρω κωμοπόλεις. Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Αβιά, ο Ιεροβοάμ δεν απόκτησε ποτέ πια την αρχική του δύναμη. Τελικά ο Κύριος τον χτύπησε και πέθανε.Αντίθετα, ο Αβιά γινόταν ολοένα και πιο ισχυρός.