Η αλήθεια είναι πως διαθέτουμε ελάχιστες πληροφορίες για τον τρόπο που γιόρταζαν οι Έλληνες τα Χριστούγεννα κατά τη διάρκεια του πολυετούς εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα που ξέσπασε αρχές του 1821, καθώς οι αναφορές είναι ελάχιστες. Γνωρίζουμε. για παράδειγμα. ότι το Πάσχα σούβλιζαν αρνιά και χόρευαν γύρω από τη φωτιά πίνοντας κρασί, ωστόσο για τη δεύτερη μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης, τα Χριστούγεννα, οι πηγές δεν είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικές.
Ξέρουμε, όμως, ότι:
1) Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι Οθωμανοί δεν επέτρεπαν, αλλά κάποιες φορές ανέχονταν τους Χριστιανούς να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, να πηγαίνουν στις εκκλησίες και να παρακολουθούν τη Λειτουργία. Αυτό που απαγορευόταν ήταν να χτυπάει ο ιερέας την καμπάνα. Στα χωριά, όμως, καθώς και στα περισσότερα νησιά, οι Έλληνες ήταν ακόμη πιο ελεύθεροι ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς δεν υπήρχε κανείς να τους κάνει παρατήρηση.
2) οι Έλληνες μετέβαιναν ακόμα και εκείνους τους δύσκολους καιρούς στους ιερούς ναούς, προκειμένου να παρακολουθήσουν τη χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία, φορώντας την καλύτερη φορεσιά που είχαν, και μόλις τελείωνε το τελετουργικό, αντάλλασσαν ευχές για ταχεία απελευθέρωση του τόπου. Δεν γνωρίζουμε ωστόσο σε πόσο μεγάλη έκταση λάμβαναν χώρα τα έθιμα κάθε περιοχής, τηρουμένης της κατάστασης που επικρατούσε.
3) σε μεγάλες πόλεις «ήταν συνήθιο, οι άρχοντες προεστοί, εις την παραμονήν των Χριστουγέννων» να διορίζουν «δύο νυκοκυραίους κι έναν κληρικό, και τους έδιναν την άδεια να περιέλθουν τα εσινάφια (σ.σ. τις συντεχνίες) και όλη την πόλη, να συνάξουν ό,τι προαιρείται ο καθένας. Ομοίως και από τους επιτρόπους των εκκλησιών, να δίνουν κάτι από τα συναγμένα της εκκλησίας. Και μ’ αυτά τα συναγμένα αγόραζαν παπούτσια, μανδήλια δια τες γυναίκες, φέσια και λοιπά, και εις ολίγα χρήματα. Και τα εμοίραζαν εις αυτούς τους κατοικούντας δυστυχείς εις τες ενορίες». Άρα γίνονταν και τότε έρανοι για βοήθεια αυτών που είχαν ανάγκη.
4) Τα σπίτια μια βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα καθαρίζονταν καλά και αερίζονταν, έτσι ώστε να «λάμπουν» στις 25 Δεκεμβρίου.
5) Όσες νοικοκυρές είχαν τη δυνατότητα, έπλαθαν γλυκές πίτες (τις πατροπαράδοτες «πλακούντες») που έμοιαζαν με τις σημερινές τάρτες, αλλά και παστέλια. Παράλληλα τα χρόνια του ΄21 ζυμώνονταν τέτοιες μέρες και χριστόψωμα με καθάριο ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι που έχει διάφορες παραλλαγές από τόπο σε τόπο.
Λέγονται Ραγκούτσια στη Χαλάστρα της Θεσσαλονίκης, Ρουγκάτσια στην Ημαθία, Ραγκουτσάρια στην Καστοριά, Μπουμπουσάρια στη Σιάτιστα Κοζάνης, Μωμόγεροι στο Κιλκίς και την Κοζάνη, Κουδουνοφόροι στο Σοχό Θεσσαλονίκης, Αράπηδες και Μπομπόγερα στη Δράμα.
Η παράδοση της Μακεδονίας για τα Ραγκούτσια αναφέρει ότι επί Τουρκοκρατίας οι τουρκικές αρχές αδυνατούσαν να αστυνομεύσουν τις περιοχές από τις επιθέσεις ληστών και για το λόγο αυτό ανέθεταν σε ομάδες Ελλήνων να προφυλάξουν τους κατοίκους. Έτσι, νέοι από χωριά της περιοχής γύριζαν τις μέρες του 12ήμερου τα χωριά, ντυμένοι με φουστανέλες, φέροντας σπαθιά και παίζοντας ζουρνάδες και νταούλια. Ο ρόλος τους ήταν να προστατεύουν τα χωριά και για το έργο αυτό εισέπρατταν ως αντίτιμο δώρα ή οτιδήποτε είχαν οι χωρικοί: κρασί, κρέας, καλαμπόκι και σιτάρι.
Έτσι προέκυψε το έθιμο αυτό που κρατάει μέχρι τις μέρες μας!