Ο Γερμανός Καραβαγγέλης γεννήθηκε στην Στύψη της Λέσβου στις 16 Ιουνίου του 1866 και μεγάλωσε στη Μικρά Ασία. Σπουδάζει στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, απ’ όπου αποφοιτά το 1888, χειροτονείται διάκονος και φεύγει στη Γερμανία, όπου σπουδάζει Φιλοσοφία και Θεολογία.
Το 1891, επιστρέφει στην Πόλη και διορίζεται καθηγητής στην Σχολή της Χάλκης κι έπειτα επίσκοπος του Πέραν (περιοχή της Πόλης). Η επισκοπή του τότε ήταν μία περιοχή έντονης προπαγάνδας των Γάλλων παπικών, μέσω των σχολείων που διατηρούσαν εκεί με σκοπό τον προσηλυτισμό των ελληνοπαίδων. Ο Καραβαγγέλης ενισχύει την ελληνική εκπαίδευση, ιδρύει ελληνικό σχολείο και βάζει τέρμα σ’ αυτή την θλιβερή κατάσταση.
Το 1900 ο Γερμανός εκλέγεται Μητροπολίτης Καστοριάς σε ηλικία μόλις 34 ετών. Ήταν μια πολύ δύσκολη αποστολή αυτή που είχε να αναλάβει, γιατί στη Μακεδονία όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα του Βούλγαρου κομιτατζή και τα πλάκωνε η σκλαβιά του Τούρκου κατακτητή.
Αυτή την απελπιστικά επικίνδυνη κατάσταση βρήκε ο Γερμανός, πηγαίνοντας στην έδρα του. Δεν καθυστερεί, λοιπόν, ούτε στιγμή. Δίνει την ψυχή του και γίνεται η ψυχή του Μακεδονικού Αγώνα. Ήταν ο εμπνευστής και ο οργανωτής του. Χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Κώστας Γεωργίου» και αναπτύσσει μία πρωτοφανή δραστηριότητα υπέρ του αγώνα. Ο Πολεμιστής-Ιεράρχης καβάλα στ’ άλογό του, με το όπλο στο χέρι, οργώνει τα χωριά, εμψυχώνει τους Έλληνες. Ντυμένος αστυνομικός διασχίζει τα βουλγαρικά χωριά, αποφεύγει τις δολοφονικές ενέδρες των εχθρών του, αλλάζοντας δρομολόγια και ξεγελώντας τους. Ανοίγει εκκλησιές που είχαν κλείσει οι κομιτατζήδες, σπάζοντας τις πόρτες.
Φυσικά η δράση του δεν άρεσε στους Τούρκους και τους Βούλγαρους. Έτσι, έπεισαν τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να τον ανακαλέσει. «Η απομάκρυνσή μου από την Καστοριά», γράφει ο ίδιος, «θεωρήθηκε σαν ένα τραύμα στον Μακεδονικό Αγώνα, μα ο αγώνας βρισκόταν πια σχεδόν στο τέλος του».
Ο Καραβαγγέλης αρχίζει να γράφει ένα νέο κεφάλαιο της πολυτάραχης ζωής του, καθώς τώρα, το 1908, το Πατριαρχείο τον τοποθετεί Μητροπολίτη Αμασείας του Πόντου.
Παραμένει μητροπολίτης Αμασείας μέχρι το 1922, εφαρμόζοντας ένα λεπτομερές πρόγραμμα ανάπτυξης της επαρχίας του. Ιδρύει σχολές, σχολεία και άλλα ευαγή ιδρύματα, ανεγείρει ναούς, νέο μητροπολιτικό μέγαρο και επισκέπτεται όλα τα χωριά της επαρχίας του, δίνοντας παντού όπου περνούσε μία εθνική πνοή.
Ζει από κοντά όλο το δράμα, πρώτα της Γενοκτονίας 1.500.000 Αρμενίων και έπειτα 350.000 Ποντίων από τους Νεότουρκους, οι οποίοι διακηρύττουν: «Η Τουρκία στους Τούρκους». Όλη αυτή η θηριώδης τουρκική τακτική της εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών προκαλεί την αυτοάμυνα των Ποντίων, τη οποία ο Κεμάλ χαρακτηρίζει «έργο και όργανο» του Καραβαγγέλη, ο οποίος τώρα αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για την αυτοάμυνα και την σωτηρία του Πόντου. Γι’ αυτή την πατριωτική του δράση συλλαμβάνεται και φυλακίζεται το 1917.
Μετά την αποφυλάκισή του, συνεχίζει την εθνική και χριστιανική του δράση, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί από τον Κεμάλ ως ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός της εξουσίας του και να καταδικασθεί το 1922 σε θάνατο, όπως και οι συνεργάτες του. Ο Γερμανός, όμως, διασώζεται, καθώς το Πατριαρχείο τον εκλέγει Μητροπολίτη Ιωαννίνων και τον φυγαδεύει στην Αθήνα. Ως Μητροπολίτης Ιωαννίνων πηγαίνει στην Ήπειρο, αποφασισμένος να ἀναχαιτιστεῖ το ρεύμα εκπατρισμού των Βορειοηπειρωτών (Αλβανών).
Αλλά το 1924, δηλαδή ένα μόλις χρόνο μετά την άφιξή του στα Γιάννενα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο του κοινοποιεί τη μετάθεσή του στη Μητρόπολη Ουγγαρίας με έδρα τη Βιέννη, τον «τόπο της εξορίας» του, όπως έλεγε ο ίδιος. Κάποιοι θεωρούν πως έτσι υποτιμούν και παροπλίζουν τον ηρωικό, αλλά μάλλον ενοχλητικό γι’ αυτούς ιεράρχη. Του περικόπτουν, επίσης, στο μισό τον μισθό και τον αφήνουν απλήρωτο επί μήνες. Αυτή ήταν η αμοιβή των θυσιών και των εθνικών αγώνων ενός κληρικού που υπηρέτησε με αυταπάρνηση την Ελλάδα για 40 ολόκληρα χρόνια.
Εξόριστος από την πατρίδα του τελειώνει ειρηνικά την επίγεια ζωή του στις 11 Φεβρουαρίου 1935. Πρόφτασε όμως και είδε να πραγματοποιείται το όνειρό του για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, για το οποίο τόσο σκληρά εργάστηκε.
Το Ελληνικό Κράτος αρνήθηκε ακόμη και τα έξοδα της κηδείας του να πληρώσει. Η δε μετακομιδή των λειψάνων του, από την Βιέννη στην Καστοριά, μόλις το 1959 κατέστη δυνατή.
Στην διαθήκη του, ο ξεχασμένος Ήρωας-Επίσκοπος γράφει: «Δὲν χρεωστῶ εἰς οὐδένα οὔτε ὀβολόν. Εἰς τὸ ἔθνος προσέφερα ὅ,τι ἦτο δυνατόν, ὡς Ἱεράρχης τοῦ ’21».
Πραγματικά, δεν οφείλεις σε κανέναν τίποτε, Γερμανέ, μα εμείς σου χρωστάμε την ελευθερία της Μακεδονίας μας! Υπήρξες ένας θρυλικός και ηρωικός Ιεράρχης, μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες του Μακεδονικού Αγώνα και του Ποντιακού Δράματος, που διακρινόσουν για την αλύγιστη ψυχή και την οργανωτικότητα, την ρητορική δεινότητα και την πειθώ, την εκκλησιαστική συνείδηση και την αφιέρωση μέχρι θανάτου στο Γένος και την Εκκλησία.
Βλέπω το παρακάτω αφιερωματικό βίντεο για τον Επίσκοπο Γερμανό!