Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κομμάτι του Όρθρου είναι οι Κανόνες που καταλαμβάνουν και το μεγαλύτερο μέρος του. Οι κανόνες αποτελούνται από 9 ωδές και η κάθε Ωδή είναι αφιερωμένη σε κάποιο γεγονός της Παλαιάς Διαθήκης εκτός από την τελευταία, την Ενάτη, που είναι της Παναγίας και ανήκει στην Καινή Διαθήκη.
Την πρώτη Ωδή την έψαλλε ο Μωυσής μαζί με τους Ισραηλίτες όταν ο Κύριος τούς ελευθέρωσε από τη γη της δουλείας, την Αίγυπτο, και τους γλυτωσε και από τους στρατιώτες του Φαραώ που τους καταδίωκαν πνίγοντάς τους στην Ερυθρά Θάλασσα. Σ’ αυτήν την ωδή τα τροπάρια πάντοτε μας θυμίζουν την Παντοδυναμία του Κυρίου και συχνά, αν προσέξουμε, θα ακούμε τη λέξη Φαραώ.
Ο Μωυσής απ’ όταν αποδέχθηκε την εντολή του Κυρίου να πάει να σώσει τον λαό του Θεού από την Αίγυπτο έκανε τέλεια υπακοή στον Θεό, σε ό,τι κι αν του έλεγε μέχρι εκείνη την αποφράδα στιγμή που ολιγοπίστησε και παρήκουσε τον Θεό.
Η στιγμή εκείνη ήταν όταν για δεύτερη φορά τού είπε ο Κύριος να βγάλει από την πέτρα νερό αλλά αυτή τη φορά έπρεπε να πει στην πέτρα να βγάλει νερό και όχι να την χτυπήσει όπως την πρώτη φορά. Ο Μωυσής φοβήθηκε ότι θα γελοιοποιείτο μπροστά στους ανθρώπους αν το έκανε αυτό και δεν πίστεψε στον λόγο του Κυρίου. Επίσης, είχε κουραστεί από την γκρίνια των Ισραηλιτών, που συνεχώς ζητούσαν από τον Κύριο θαύματα και εξυπηρετήσεις αλλά δεν είχαν υπομονή, ούτε τηρούσαν τις εντολές του. Ωστόσο, για αυτήν του την παρακοή έλαβε την τιμωρία να μην μπορέσει ο ίδιος να πατήσει το πόδι του στη Γη της Επαγγελίας αλλά μόνο να τη δει από μακρυά.
Από τη στεναχώρια του, λοιπόν, για το πάθημά του, έγραψε αυτήν την θρηνητική και θλιβερή ωδή.
Αυτή η ωδή αφορά την ευχαριστήριο προσευχή της μητρόης του προφήτου Σαμούλη, Άννης, η οποία ήταν στείρα και την οποίαν την κορόιδευαν γι’ αυτό οι άλλες γυναίκες. Όμως, ο Κύριος εισήκουσε την προσευχή της και της χάρισε το καλύτερο παιδί από όλα, τον Σαμουήλ. Χαρακτηριστικό είναι ότι η Άννα όταν πήγε να προσευχηθεί μια μέρα στη Σκηνή του Μαρτυρίου, είχε τόσο πόνο μέσα τους που δεν έβγαιναν λόγια από το στόμα της αλλά προσευχόταν νοερά. Ο αρχιερέας που την είδε τότε, την πέρασε για τρελή, που εκείνη προσευχόταν χωρίς λόγια, αλλά είχε τόση ταπείνωση η μητέρα του Σαμουήλ που δεν τον κακοκάρδισε αλλά του ζήτησε να τη δικαιολογήσει.
Αυτή η ωδή αφορά μια προσευχή δοξολογική του προφήτου Αββακούμ, κατόπιν μιας αποκαλύψεως που είχε ο προφήτης δια ακοής και η οποία είχε να κάνει με την έλευση του Μεσσίου Χριστού στον κόσμο. Τη βρίσκουμε στο 3ο κεφάλαιο του βιβλίου του προφήτου στην Παλαιά Διαθήκη. Γι’ αυτόν τον λόγο απεικονίζεται αν δείχνει το αυτί του.
Ο Προφήτης Αββακούμ, ένας απο τους δώδεκα μικρούς Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, έζησε στην Παλαιστίνη τον 7ο π.Χ. αιώνα, την εποχή πριν το νότιο βασίλειο καταληφθεί απο τους Βαβυλώνιους (587 π.Χ.) και απωλέσει το θρησκευτικό του κέντρο, τον Ναό του Σολομώντα.
Για τον προφήτη αυτόν επίσης λέγεται στο βιβλίο του Δανιήλ ότι μια μέρα ο Προφήτης Αββακούμ παρασκεύασε ένα φαγητό και ήταν έτοιμος να το φέρει εκεί στα χωράφια για να φάγουν οι θεριστές. Την ώρα εκείνη, άγγελος Κυρίου εμφανίσθηκε και είπε στον Αββακούμ «Να φέρεις το φαγητό στον Προφήτη Δανιήλ, στο λάκκο των λεόντων». «Κύριε μου» είπε τότε ο Προφήτης Αββακούμ στον άγγελο, «εγώ δεν είδα ποτέ την Βαβυλώνα και δεν γνωρίζω τον λάκκο. Πώς να μεταφέρω εκεί το φαγητό;». Τότε ο άγγελος άρπαξε, λέγει, από την κόμη τον Προφήτη και αστραπιαίως τον μετέφερε στην Βαβυλώνα, πάνω από τον λάκκο των λεόντων και έδωκε το φαγητό στον Δανιήλ και συγκινήθηκε ο Προφήτης Δανιήλ και είπε «Σε δοξάζω Κύριε, διότι ενθυμήσαι αυτούς που Σε αγαπούν!». Και πάλι αστραπιαίως ο άγγελος αποκατέστησε τον Προφήτη Αββακούμ στον τόπο του, στην Ιουδαία.
Η ωδή αυτή, που την βρίσκουμε στο 26ο κεφάλαιο του βιβλίου του προφήτου Ησαΐου, είναι μία ωδή που ζητά από τη μία το έλεος του Θεού για τους πιστούς ανθρώπους ενώ από την άλλη την τιμωρία για τους αδίκους και αμαρτωλούς. Ταυτόχρονα προαναγγέλει την ανάσταση των νεκρών αλλά και τις συμφορές που περιμένουν όσους δεν μετανοήσουν και παραμείνουν ασεβείς.
Ο προφήτης αυτός λέγεται και ο πέμπτος ευαγγελιστής επειδή τα όσα τού απεκάλυψε ο Θεός για την ενσάρκωσή Του αλλά και για τη συντελεία των αιώνων και τη Β΄ Παρουσία Του, αποτελούν σχεδόν μία διήγηση της ζωής του Χριστού όπως και αυτή των ευαγγελίων, μονάχα που είναι συνεσκιαμένη και όχι ξεκάθαρη.
Ο προφήτης αυτός έζησε σε πολύ δύσκολους καιρούς για το Ισραήλ και προσπάθησε να φέρει τον λαό σε μετάνοια αλλά ο λαός δεν ήθελε και τελικά ήρθαν οι Βαβυλώνιοι και τους αιχμαλώτισαν. Τον δε προφήτη τον πριόνισαν οι ομόφυλοί του, που δεν ήθελαν άλλο πια να ακούν τις θλιβερές αναγγελίες τους για το μέλλον τους στη βασιλεία του Μαννασσή, ο οποίος επανέφερε την ειδωλολατρία και βεβήλωσε τον ναό του Θεού ποιο άσχημα από οποιονδήποτε άλλον.
Η ιστορία του Ιωνά μάς είναι γνωστή. Είναι ο προφήτης που παρότι Εβραίος, τον έστειλε ο Κύριος να κηρύξει σε αλλοεθνείς, στους Νινευΐτες, να μετανοήσουν για να γλυτώσουν την οργή του Θεού. Είναι μία από τις πολλές αποδείξεις ότι ο Κύριος δεν ενδιαφέρεται μόνο για τους Εβραίους αλλά για όλα τα έθνη και μεριμνά για τη σωτηρία τους.
Ο Ιωνάς, όπως γνωρίζουμε, στην αρχή δεν ήθελε να πάει να κηρύξει στη Νινευή, γιατί δεν τους θεωρούσε άξιους για σωτηρία ή ότι θα ήθελαν να σωθούν, και έφυγε προς εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, έφυγε δηλαδή προς την Ισπανία, όπως εικάζουν ορισμένοι, όπου βρισκόταν η ελληνική αποικία Θαρσίς και καθ’ οδόν, ο Θεός προκάλεσε θαλασσοταραχή. Οι ναύτες έριξαν κλήρο να δουν ποιος φταίει που κινδυνεύουν να χαθούν ξαφνικά και ο κλήρος έπεσε στον Ιωνά, οπότε τον πέταξαν από το καράβι για να σωθούν διότι είχαν καταλάβει, όπως πίστευαν, ότι οι θεοί είναι οργισμένοι μαζί τους. Όντως, ο Ιωνάς ρίχτηκε στην θάλασσα όπου όμως δεν τον έφαγαν τα ψάρια… άλλα ένα κήτος τον κράτησε στην κοιλιά του 3 ημέρες. Εκεί μέσα, λοιπόν, στην κοιλιά του κήτους, ο Ιωνάς συνέθεσε και έψαλλε την ωδή που υπάρχει καταγεγραμμένη στο βιβλίο του, και η οποία είναι ωδή μετανοίας προς τον Κύριο για την αμαρτία που διέπραξε και την ανυπακοή του.
Γι’ αυτό στις καταβασίες των κανόνων στη συγκεκριμένη ωδή ακούγεται σχεδόν πάντα το όνομα του Ιωνά και το πάθημά του.
Στις Ωδές ζ΄ και η΄ μεταφερόμαστε στη Βαβυλώνα, όπου βασιλεύει ο Ναβουχοδονόσορ και έχει φέρει αιχμαλώτους τους Εβραίους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Δανιήλ, λόγω της ερμηνείας των ονείρων του βασιλιά αλλά και τρεις άνδρες, φίλοι του Δανιήλ, που τους είχε εκλέξει ο βασιλιάς για διοικητικές θέσεις και οι οποίοι νηστεύοντας και τηρώντας τις εντολές του Θεού αποδείχθηκαν πιο σοφοί και πιο υγιείς από όλους τους άλλους νέους.
Όταν μέσα στην αλαζονεία του ο Ναβουχοδονόσορ έβγαλε διάταγμα να δοξάζεται ως θεός πάνω απ’ όλους τους θεούς και πως όλοι θα έπρεπε να προσκυνούν το άγαλμα που είχε στήσει, όποτε εκείνος το πρόσταζε και το επιθυμούσε. Ειδάλλως, τους περίμενε θάνατος. Οι τρεις παίδες, όντας υπάκουοι στον νόμο του Θεού, αρνήθηκαν να προσκυνήσουν και έπρεπε να τιμωρηθούν όπως είχε ορίσει ο βασιλιάς. Παρότι προσπάθησε να τους μεταπείσει και να τους φέρει να αρνηθούν τον αληθινό Θεό, δεν τα κατάφερε και αποφάσισε να τους ρίξει στο καμίνι, στο οποίο έριξαν τόσα ξύλα ώστε να είναι 7 φορές πιο καυτό απ’ όσο συνήθως.
Οι Τρεις Παίδες λοιπόν μπαίνοντας στο καμίνι γονάτισαν και προσευχήθηκαν στον Κύριο ομολογώντας τις αμαρτίες που είχε διαπράξει ο λαός των Εβραίων και τις τόσες φορές που είχε αλλαξοπιστήσει, οπότε δίκαια ο Θεός τούς τιμωρούσε και αυτούς ως μέλη του λαού, αντί να παραπονεθούν ή να φωνάζουν ότι είναι αθώοι και δικαιούνται την επέμβαση του Θεού. Ο Θεός βλέποντας την ταπείνωσή τους, τους γλύτωσε θαυματουργικά μετατρέποντας την ζέστη σε δροσιά και κρατώντας τους αβλαβείς, τόσο ώστε ούτε καπνιά δεν μύριζαν τα ρούχα τους παρότι ήταν μέσα σε καμίνι.
Μετά την θαυματουργική σωτηρία τους, οι Τρεις Παίδες άρχισαν να υμνούν και να δοξολογούν τον Κύριο και να αποδίδουν όλη την δόξα σ’ Εκείνον και όχι σε οτιδήποτε γήινο, είτε αυτό είναι ζώο, στοιχείο της φύσης, ηλιακό σώμα κτλ όπως έκαναν οι ειδωλολάτρες και αυτός ο ίδιος ο Ναβουχοδονόσορ.
Για να δούμε, πόσους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης γνωρίζεις.