Πρόκειται για σύνθετη λέξη (μέσον + νύχτα), που σημαίνει η ακολουθία που γίνεται κατά το μέσον της νυκτός δηλαδή, μεταξύ δύσης και ανατολής του ηλίου. Δεν έχει ακριβή ώρα που γίνεται, παρότι εμείς γνωρίζουμε ότι το μέσο της νύχτας είναι η 12η βραδινύ ώρα. Μπορεί όμως κάποιος να το κάνει και πιο νωρίς ή πιο μετά. Ο σκοπός της είναι ότι ο Χριστιανός να διακόψει τον ύπνο του και την ανάπαυσή του προς χάριν του να ζητήσει το έλεος του Τρισαγίου Θεού, διότι δεν γνωρίζει αν θα ξημερώσει.
Προέρχεται από το ρήμα “ὄρνυμι” που σημαίνει εγείρομαι, σηκώνομαι ή κινώ. Πρόκειται για την ακολουθία που τελείται αφού ο Χριστιανός σηκωθεί πλέον από τον ύπνο και ο στόχος της είναι να δοξολογήσει τον Θεό για την καινούργια ημέρα που του παρέχει. Η ακολουθία αυτή προηγείται της Θείας Λειτουργίας όταν αυτή τελείται πρωΐ (αλλά και σε αγρυπνίες ομοίως) και η οποία περιλαμβάνει πάρα πολλά κείμενα και τροπάρια που αφορούν την εορτή ή τον εορτάζομενο άγιο. Είναι πολύ βοηθητική ώστε ο άνθρωπος να γνωρίσει όλα όσα δεν ξέρει, ειδικά σε εποχές όπου δεν υπήρχε πρόσβαση στα βιβλία και στην πληροφορία.
Κατά τη διάρκεια αυτής της ακολουθίας ο ιερέας δεν λέει και δεν ενεργεί πολλά, αλλά αν προηγείται της Θείας Λειτουργίας προσκομίζει και μνημονεύει ονόματα στην πρόθεση. Περισσότερο ψέλνουν οι ψάλτες. Αν δεν υπάρχει ιερέας κατά την τέλεση του όρθρου, οι πιστοί λένε απλώς “Δι’ ευχών” στα σημεία του ιερέως και συνεχίζουν παρακάτω.
Οι ακολουθίες αυτές έχουν λάβει το όνομά τους από τις αντίστοιχες ρωμαϊκές ώρες της ημέρας, όπου 1η ώρα ήταν περίπου η 6η πρωϊνή με τον δικό μας τρόπο μέτρησης των ωρών και η επόμενη ήταν 3 ώρες αργότερα. Άρα Ώρα Πρώτη -> 6 το πρωί, Ώρα Τρίτη -> 9 το πρωί, Ώρα Έκτη -> 12 το πρωί, Ώρα Ενάτη -> 3 το μεσημέρι. Αυτά βέβαια σε γενικές γραμμές, διότι η διάρκεια της ημέρας δεν είναι σταθερή όλον τον χρόνο. Συνεπώς, στο διάστημα 12 ωρών ο Χριστιανός προσεύχεται συντόμως, διότι πρόκειται για σχετικά σύντομες ακολουθίες 4 φορές στον Τριαδικό Θεό για έλεος και βοήθεια. Βέβαια, αυτό το εφαρμόζουν περισσότεροι οι μοναχοί και όχι οι λαϊκοί, που δεν μπορούν να διακόψουν την εργασία τους. Όμως, στις μεγάλες εορτές, όπως Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, ακόμη και ο Βασιλιάς σταματούσε τις εργασίες του Παλατιού και πήγαινε στην Εκκλησία να ακούσει την ακολουθία των Ωρών και γι’ αυτό έχει επικρατήσει να λέγονται και “Βασιλικές Ώρες” εκείνες τις μέρες.
Και σ’ αυτές τις ακολουθίες η συμμετοχή του ιερέως είναι πολύ περιορισμένη σε κάποιες αιτήσεις και ευαγγελικά αναγνώσματα. Αν δεν υπάρχει ιερέας, ο μοναχός λέει την ώρα των λόγων του ιερέως “Δι’ ευχών…” και συνεχίζει.
Μετά την Ενάτη (Θ΄) Ώρα τελείται κατά περίπου τη δύση του Ηλίου, η ακολουθία του Εσπερινού. Το όνομά της το λαμβάνει από τον Έσπερο, που είναι αστέρι που φαίνεται δυτικά κατά τη δύση του Ηλίου και συμβολίζει την αρχή της νύκτας, εξ ου και φως εσπερινό, που ακούμε στο αρχαιότατο τροπάριο της ακολουθίας που χαρακτηρίζει την ακολουθία αυτή, Φῶς ἱλαρόν…
Παρότι αυτή η ακολουθία είναι στην αρχή της νύκτας, για την Εκκλησία προετοιμάζει τις ακολουθίες της επόμενης ημέρας, άρα όλο της το υμνολογικό περιεχόμενο δεν αφορά την εορτή ή τον άγιο της ημέρας που πέρασε, αλλά της ημέρας που έρχεται. Όπως και όλες οι ακολουθίες που ακολουθούν.
Μια ακολουθία που τελείται είτε κατά μόνας, είτε και στον ναό. Είναι η ακολουθία που συνήθως διαβάζουν οι περισσότεροι Χριστιανοί στη λήξη της ημέρας και όταν έχει αρχίσει ήδη το βράδυ. Το όνομά της το παίρνει ότι αυτήν την προσευχή τη λέμε μετά το δείπνο (εγερθέντες από του δείπνου), το βραδυνό γεύμα, γι’ αυτό και έχει ευχές που αφορούν τη διάρκεια του ύπνου και της νύκτας.
Υπάρχουν δύο Απόδειπνα, το Μεγάλο και το Μικρό, όπου το μικρό είναι ουσιαστικά επιλογή κομματιών του Μεγάλου. Από τη διάρκειά τους παίρνουν τα ονόματά τους. Το δεύτερο, το Μικρό, διαβάζεται από τους Χριστιανους τις περισσότερες μέρες του χρόνου ενώ το Μεγάλο κυρίως κατά τις ημέρες της Μεγάλης Σαρακοστής. Στα Μοναστήρια βέβαια μπορούν να λένε το Μεγάλο καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, όσοι θέλουν.
Είθισται στην ακολουθία του Μικρού Αποδειπνού να διαβάζονται και οι Χαιρετισμοί της Παναγίας, γι’ αυτό και τις Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής όπου τελείται η ακολουθία του Ακαθίστου, τελείται μετά Μικρού Αποδείπνου.
Στο Β΄ μέρος του Ωρολογίου, παρατηρήσες ότι οι μήνες είναι βαλμένοι ξεκινώντας από τον Σεπτέμβριο και όχι από τον Ιανουάριο; Γιατί;
Η απάντηση είναι ότι το εκκλησιαστικό έτος δεν ξεκινάει τον Ιανουάριο όπως το πολιτικό έτος, αλλά τον Σεπτέμβριο. Η Ελλάδα υιοθέτησε την πρωτοχρονιά να είναι 1η Ιανουαρίου το 1923, ενώ ως τότε εορταζόταν την 1η Σεπτεμβρίου.
Επίσης, αν κοιτάξουμε και τον κύκλο των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών θα δούμε ότι τότε ξεκινάνε, με πρώτη την εορτή του Γενεθλίου της Θεοτόκου.
Γιατί οι περίοδοι του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου
έχουν ξεχωριστές ομάδες; Δεν περιέχονται στους άλλους μήνες;
Οι περίοδοι του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου κάθε χρόνο ορίζονται με βάση το Πάσχα, οπότε αυτές οι περίοδοι δεν είναι σε σταθερές ημερομηνίες όπως οι υπόλοιπες περισσότερες εορτές, και γι’ αυτό μπαίνουν ξεχωριστά.