Τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ὑπέφερε ὁ παράλυτος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ἔπασχε ἀπὸ μακροχρόνια καὶ ἀνίατη ἀσθένεια. Γι’ αὐτὸ καὶ κατέφυγε στὴν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ, στὴ μικρὴ ἐκείνη λίμνη, ὅπου πλῆθος ἀσθενῶν προσδοκοῦσαν τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία τους, κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἄγγελος τάραζε τὰ ὕδατά της.
Στὶς στοὲς γύρω ἀπὸ τὴ δεξαμενὴ βρίσκονταν ξαπλωμένοι πάρα πολλοὶ ἄρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, ἄνθρωποι μὲ κάποιο μέλος πιασμένο καὶ ἀναίσθητο ἢ ἀτροφικό· κι ὅλοι αὐτοὶ περίμεναν νὰ ἀναταραχθεῖ τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας. Πλῆθος ἀρρώστων καὶ πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς μὲ ἀσθένειες μακροχρόνιες καὶ ἀνίατες. Τέτοιοι ὑπάρχουν πολλοὶ καὶ σήμερα. Καὶ ὅμως ἀρκετοὶ ἀπὸ μᾶς παραπονούμαστε κάποτε γιὰ ἕναν πονοκέφαλο, μερικὲς ἀϋπνίες ἢ τὴν ἀδιαθεσία μιᾶς ἡμέρας…
Καὶ δὲν σκεπτόμαστε ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἐπὶ μῆνες ἢ καὶ ἔτη ἀκόμη βρίσκονται καθηλωμένοι στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου. Πολλὲς φορὲς μάλιστα οἱ ἀσθενεῖς αὐτοὶ δείχνουν μεγάλη ὑπομονή, μερικοὶ δὲ ποὺ ἔχουν δυνατὴ πίστη αἰσθάνονται περισσότερο εὐτυχεῖς ἀπὸ τοὺς ὑγιεῖς καὶ ἐφαρμόζουν ἔτσι τὸ ρητὸ τοῦ ἀποστόλου Ἰα κώβου: «Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε… ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις»· ὅταν πέσετε μέσα σὲ διάφορες δοκιμασίες καὶ θλίψεις, νὰ θεωρεῖτε, ἀδελφοί μου, τὸ γεγονὸς αὐτὸ αἰτία τέλειας χαρᾶς (Ἰακ. α΄ 2).
«Άνθρωπον οὐκ ἔχω»
Δὲν ἦταν ὅμως μόνο ἡ βαριὰ ἀσθένεια τοῦ παραλύτου ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ὑποφέρει 38 ὁλόκληρα χρόνια. Ἦταν καὶ κάτι ἀκόμα πιὸ ὀδυνηρό: ἡ μοναξιά.
Ἡ πλήρης ἐγκατάλειψή του ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του. Γι’ αὐτό, ὅταν τὸν πλησίασε ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας, μὲ πόνο ψυχῆς ἐξέθεσε τὸ δράμα του: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», τοῦ εἶπε. Δὲν ἔχω οὔτε ἕναν ἄνθρωπο νὰ μὲ βοηθήσει.
«Μηκέτι ἁμάρτανε»
Ὁ Κύριος, ἀφοῦ θεράπευσε τὸν παράλυτο, τοῦ ἔδωσε στὴ συνέχεια καὶ μία συμβουλή: «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται». Πρόσεξε ἀπὸ ‘δῶ καὶ πέρα νὰ μὴν ἁμαρτάνεις πιά, γιὰ νὰ μὴν πάθεις τίποτε χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀσθένεια ποὺ εἶχες καὶ ἡ ὁποία σοῦ συνέβη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σου. Πρόσεξε μὴν πάθεις χειρότερη συμφορὰ στὸ σῶμα σου καὶ χάσεις μαζὶ μὲ τὴν ὑγεία τοῦ σώματός σου καὶ τὴν ψυχή σου.
Ὁ δοῦλος πού χαστούκισε τόν Χριστό
(Ἰωαν. 18, 22-23)
Κατά παράδοση τῆς ἐκκλησίας ὁ δοῦλος αὐτός ἤταν ὁ ἐπί 38 χρόνια παράλυτος τόν ὀποῖο θεράπευσε ὁ Ἰησούς στήν κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Μετά τή θεραπεία του ἔγινε δοῦλος στήν αὐλή του ἀρχιερέα Ἄννα. Γιά νά ἀποδείξει πώς εἶναι πιστός στόν ἀρχιερέα καί δέν ἔχει καμία σχέση μέ τόν εὐεργέτη του τόν Ἰησοῦ, χαστουκίζει χωρίς αἰτία τόν Ἰησοῦ, χωρίς νά λάβει τέτοια διαταγή καί χωρίς νά ὑπάρχει λόγος.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ κι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μᾶς προσφέρουν τὰ μεγαλύτερα παραδείγματα ὑπομονῆς σὲ βάσανα πρωτάκουστα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα τέτοιο παράδειγμα μεγάλης καὶ μακρόχρονης ὑπομονῆς στὸν πόνο.
Κι ὄχι μόνο αὐτό. Κάνοντας τὴν περιγραφὴ τοῦ δύστυχου ἀνθρώπου ποὺ ἦταν παράλυτος γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια, μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα, τὸ εὐαγγέλιο μᾶς ἀποκαλύπτει ταυτόχρονα ἢ μᾶλλον μᾶς διαβεβαιώνει γιὰ δύο μεγάλα μυστήρια.
Τὸ πρῶτο εἶναι πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ ἦταν τόσα χρόνια ἄρρωστος, χρωστοῦσε τὴν αἰτία τῆς ἀρρώστιας του στὸν ἴδιο, στὴν ἁμαρτία του. Τὸ δεύτερο εἶναι πὼς ὁ παντοδύναμος Κύριος Ἰησοῦς θεράπευσε τὸν ἄρρωστο μὲ τὴ θεϊκή του δύναμη, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «ἔγειρε, ἄρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει» (Ἰωάν. ε’ 8). Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀποκαλύφθηκαν γιὰ μία ἀκόμα φορᾶ ἡ θεϊκὴ ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος κι ἡ θεϊκή Του δύναμη, ποὺ ἐπιφανειακὰ καλύπτονταν μὲ τὸ παραπέτασμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας.
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ «ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τὴ προβατικὴ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγόμενη Ἐβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοᾶς ἔχουσα» (Ἰωάν. ε’ 1,2). Ἡ Προβατικὴ Κολυμβήθρα ἢ Βηθεσδά, πῆρε τ’ ὄνομά της ἀπὸ τὴ γειτονικὴ Προβατικὴ Πύλη (βλ. Νεεμ. α’ 1, 32), ἀπ’ ὅπου περνοῦσαν τὰ πρόβατα ποὺ προορίζονταν γιὰ θυσία, γιὰ νὰ τὰ πλύνουν πρῶτα στὴν κολυμβήθρα. Γύρω ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα ὑπῆρχαν πέντε στεγασμένοι χῶροι, γιὰ νὰ φιλοξενοῦν τοὺς πολλοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους ποὺ κατέφευγαν ἐκεῖ γιὰ νὰ θεραπευτοῦν. «Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τὴ κολυμβήθρα, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὒν πρῶτος ἐμβᾶς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ὢ δήποτε κατείχετο νοσήματι» (Ἰωάν. ε’ 3-4).
Σ’ αὐτὸν τὸν περίεργο τόπο μαζεύονταν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη ἄνθρωποι ποὺ ὑπόφεραν ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες, γιὰ νὰ βροῦν τὴ θεραπεία ποὺ μάταια εἶχαν ἀναζητήσει ἀπὸ ἀνθρώπους σὲ ἄλλους τόπους. Τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν εἶχε ἀπὸ μόνο τοῦ θεραπευτικὲς ἰδιότητες. Ἦταν ἁπλὸ φυσικὸ νερὸ μὲ μίγματα μεταλλικά. Ἡ θεραπευτικὴ ἰδιότητά του ἦταν θεϊκή, προερχόταν ἀπὸ οὐράνιες δυνάμεις. Κι αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὶς θεραπευτικὲς αὐτὲς ἰδιότητες τὶς ἀποκτοῦσε ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, μόνο ὅταν μὲ τὴ θεία πρόνοια ἄγγελος τοῦ Θεοῦ κατέβαινε καὶ τάραζε τὸ νερό.
Τί περίεργη, τί δραματικὴ σκηνή!
Φανταστεῖτε τοὺς χώρους στὶς πέντε στοὲς νὰ κατακλύζονται ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀπελπισμένους καὶ πονεμένους ἀνθρώπους ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ παντοῦ! Φανταστεῖτε πέντε χώρους γεμάτους πόνο, θλίψη, δάκρυα καὶ διαγκωνισμούς. Γύρω τους ὑπῆρχε μία πόλη γεμάτη κόσμο ποὺ ἀναζητοῦσε τὴν ἄνεση, κυνηγοῦσε τὸν πλοῦτο κι ἀγωνιζόταν ν’ ἀποκτήσει δόξα, τιμὲς κι ἐξουσία, ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ τόσο μὲ τὸ σῶμα ὅσο καὶ μὲ τὴν ψυχὴ τοὺς ἦταν σὰ νὰ ’παιζαν κωμωδία.
Ἐδῶ ὅμως ὑπῆρχε ἡ ἀγωνία τοῦ θανάτου ποὺ ἦταν κοντὰ κι ὁ μοναδικὸς τόπος ὅπου ἦταν ὅλα τὰ μάτια γυρισμένα: τὸ νερό. Κι ὁ μοναδικὸς ποὺ περίμεναν: ὁ ἄγγελος. Μία καὶ μοναδικὴ ἡ ἐπιθυμία τους: νὰ θεραπευτοῦν. Πέντε στοὲς γεμάτες μὲ ἀνάπηρους· τί περίεργος χῶρος γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδας στὸ Θεό! Τί περίεργη, τί ζωντανὴ εἰκόνα! Τί παράδοξη καὶ ψηλαφητὴ ἀπεικόνιση τῆς κατάστασης ὅπου δαπανοῦν τὴν ζωὴ καὶ τὴν ὑγεία τοὺς ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης! Καὶ γιὰ ποιὸ σκοπό; Γιὰ ν’ ἀγοράσουν ἁμαρτία, νὰ μαζέψουν ἁμαρτία.
Οἱ πέντε στοὲς στὴν Προβατικὴ Κολυμβήθρα ἔχουν καταρρεύσει ἐδῶ καὶ πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια. Μὴ νομίζετε ὅμως πὼς ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης θλίψης καὶ τῆς φτώχειας ποὺ κείτεται θαμμένη στὰ ἐρείπιά της ἔχει τελειώσει. Μὴ νομίζετε πὼς αὐτὴ εἶναι μία μεμονωμένη ἱστορία, πὼς βρίσκεται μακριὰ ἀπό σας καὶ πὼς δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μὲ τὴ δική σας ζωή. Δὲν ἔχει ὑποπέσει στὶς αἰσθήσεις σᾶς συγκεντρωμένος πόνος καὶ θλίψη, δάκρυα καὶ στεναγμοί, ἁμαρτία κι ἀνομία, πονηρὲς καὶ κακὲς σκέψεις, τυφλὲς ἐπιθυμίες καὶ ἄνομα πάθη, ἀτελέσφορες προσπάθειες καὶ φροῦδες ἐλπίδες;
Ἂχ Βηθεσδά, Βηθεσδά, πόσο παγκόσμια εἶσαι! Σὲ σένα ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ λειτουργοῦσε σὰν τὸν ποιμένα ποὺ σώζει ἕνα ἕνα τὰ χαμένα πρόβατά του, ὡσότου ἐμφανιστεῖ ὁ Ποιμὴν τῶν πάντων, ἀγγέλων κι ἀνθρώπων. Ἕνας σιωπηλὸς ἄγγελος, ὑπηρέτης τοῦ Δημιουργοῦ του, τάραζε τὸ νερὸ γιὰ νὰ πλύνει τὸ ἄρρωστο πρόβατο ἀπὸ τὴ μόλυνση τῆς ἁμαρτίας. Κι ὅταν κατέβηκε σὲ σένα ὁ καλὸς Ποιμένας, ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ δημιουργικὸ λόγο Τοῦ ἀπομάκρυνε τὴν ἁμαρτωλὴ μόλυνση καὶ σὲ ἀδείασε. Αὐτὸς ἦταν ὁ Καλὸς Ποιμένας. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ κολυμβήθρα αὐτὴ προφητικὰ εἶχε ὀνομαστεῖ προβατική. «Τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά… καὶ τὰ πρόβατα αὐτῶ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ» (Ἰωάν. ι΄ 3, 4). Τὰ πρόβατα ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τοῦ Καλοῦ Ποιμένα.
«Ἢν δὲ τὶς ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τὴ ἀσθενεία αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῶ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθη αὐτῶ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἴνα ὅταν ταραχθῆ τὸ ὕδωρ, βάλη μὲ εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ὢ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει» (Ἰωάν. ε’ 5-7).
Ο παντογνώστης Κύριος εἶχε δεῖ ἀπὸ πρὶν κι ἀπὸ μακριὰ ποιὸς τὸν ζητοῦσε, ποιὸς τὸν εἶχε ἀνάγκη. Δὲν πέρασε τυχαία ἀπὸ τὴ λίμνη γιὰ νὰ πάει στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, γιὰ παράδειγμα, ὅπως ἴσως νόμιζαν οἱ σύντροφοί Του. Ἐκεῖνος γνώριζε πὼς ἐκεῖ βρίσκονταν δύο ἄνθρωποι δαιμονισμένοι ποὺ ἔπρεπε νὰ τοὺς θεραπεύσει. Οὔτε βρέθηκε τυχαία στὴν πόλη τῆς Ναΐν τὴν ὥρα ποὺ μετέφεραν τὸν νεκρὸ γιὸ τῆς χήρας. Ἐκεῖνος προγνώριζε πὼς ἐκεῖ τὸν περίμενε ἕνα μεγάλο ἔργο, σ’ ἐκεῖνον τὸν τόπο κι ἐκείνη τὴν ὥρα. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο δὲ βρέθηκε τυχαία στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ γιορτή, ὅποια κι ἂν ἦταν αὐτή, οὔτε καὶ βρέθηκε πάλι ἀπὸ τύχη ἢ ἀπὸ περιέργεια στὸ χῶρο τῶν πέντε στοῶν, στὸ χῶρο τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψης. Ὅλα ἔγιναν σύμφωνα μὲ τὴν ἀκριβῆ προόρασή Του γιὰ τὸν τόπο καὶ τὸ χρόνο. Εἶναι φανερὸ πὼς στὴν Ἱερουσαλὴμ δὲν ἦρθε γιὰ τὴ γιορτή, ὅπως νόμιζαν οἱ μαθητές Του, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ ποὺ ἔμελλε νὰ τοῦ προσφέρει.
Ὁ συγκεκριμένος παράλυτος ἄνθρωπος ἦταν πολὺ-πολὺ ἄρρωστος. Μία ἀρρώστια ποὺ κρατάει τριάντα ὀκτὼ μέρες, στοὺς ἀνθρώπους μοιάζει ἀτέλειωτη. Τί νὰ ποῦμε τώρα γιὰ μία ἀρρώστια ποῦ κρατάει τριάντα ὀκτὼ χρόνια; Τὸ πόσο γρήγορα ἢ ἀργὰ περνάει ἡ ἀρρώστια, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δική μας στάση, ἀπὸ τὴ δική μας διάθεση. Οἱ χαρούμενες ὧρες ἔχουν φτερά, περνᾶνε γρήγορα. Οἱ ὧρες τοῦ πόνου ὅμως εἶναι ἄπτερες, συχνὰ δὲν ἔχουν οὔτε πόδια καὶ περνᾶνε πολὺ ἀργά. Γιὰ ἕναν παράλυτο ἄνθρωπο, φαίνεται νὰ ‘χεῖ παραλύσει κι ὁ ἴδιος ὁ χρόνος. Ὁ χρόνος γιὰ ἐκεῖνον μοιάζει ἀκίνητος, ὅπως εἶναι κι ὁ ἴδιος. Ἂν τὸν χρόνο αὐτὸν τῶν τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν τὸν πολλαπλασιάσεις τουλάχιστον μὲ τὸ τρία, θὰ πλησιάσεις περίπου τὸν χρόνο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ὑγιής, κινητικός, δημιουργικὸς καὶ χαρούμενος.
Ὁ παραλυτικὸς εἶχε ζήσει τόσο ὅσο ζεῖ ὁ ὑγιὴς ἄνθρωπος, γιὰ ἕναν αἰώνα, καὶ μάλιστα κατάκοιτος, στὸ κρεβάτι του. Ἀντὶ νὰ τὸν κυνηγάει ὁ χρόνος, τὸν κυνηγοῦσε αὐτός, τὸν ἔσπρωχνε. Τί ἡρωικὴ ὑπομονὴ εἶχε ὁ ἄνθρωπος αὐτός! Τί ὑπεράνθρωπες προσπάθειες θὰ κατέβαλε γιὰ νὰ συρθεῖ ὡς τὴν κολυμβήθρα τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τάραζε τὸ νερό! Τί σταθερὴ ἐλπίδα εἶχε στὴ θεραπεία του ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο, ἀκόμα κι ἀπὸ δεκαετία σὲ δεκαετία! Μ’ ὅλο ποὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὑπέφερε τόσο πολὺ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ τὸν θαυμάζουμε. Ὅταν τὸν φέρνουμε στὸ νοῦ μας, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ σκεφτόμαστε τόσους ἀδύναμους χαρακτῆρες -ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νέους καὶ νέες- στὶς μέρες μας πού, ἂν καὶ ὑφίστανται πολὺ λιγότερη πίεση, σηκώνουν τὰ χέρια τους, παραιτοῦνται ἀπὸ τὴ ζωὴ κι ἀναχωροῦν γιὰ τὴν ἄλλη αὐτόχειρες.
«Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», τὸν ρώτησε ὁ μοναδικὸς φίλος ποὺ ἔσκυψε ποτὲ κοντά του, στὸ κρεβάτι του, τὰ τριάντα ὀκτὼ αὐτὰ χρόνια. «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», τοῦ ἀπάντησε ὁ ἄρρωστος. Ὁ τυφλὸς ἔχει κάποιον ὁδηγό, ὁ ἀνάπηρος ἔχει συγγενεῖς, ὁ ἀδύνατος ἔχει φίλους. Ἐγὼ δὲν ἔχω κανέναν στὸν κόσμο ὁλόκληρο νὰ μὲ λυπηθεῖ καὶ νὰ μὲ βάλει στὸ νερὸ τὴ στιγμὴ ποὺ παίρνει τὴ θεραπευτικὴ δύναμη. Τὴν ὥρα ποὺ προσπαθῶ νὰ συρθῶ στὸ νερὸ ἄλλος προλαβαίνει, μπαίνει πρῶτος καὶ θεραπεύεται κι ἐγὼ πρέπει νὰ ξανακάνω τὴν ἴδια ἐπώδυνη προσπάθεια γιὰ νὰ γυρίσω στὸ κρεβάτι μου. Κι αὐτὸ γίνεται γιὰ τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια τώρα. Δὲν ἔχω οὔτε χρήματα οὔτε ὑπηρέτη.
Ἀνάμεσα σὲ τόσους ἀνθρώπους στὴν Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τοὺς ἄνεργους ὡς τοὺς πλούσιους καὶ δυνατούς, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας καὶ μοναδικὸς γιὰ ν’ ἁπλώσει τὸ χέρι του καὶ νὰ σὲ βοηθήσει γιὰ χάρη τῆς ψυχῆς του; Δὲν μποροῦσε τουλάχιστον νὰ στείλει τὸν ὑπηρέτη του καὶ νὰ σὲ βοηθήσει; Ὄχι, οὔτε ἕνας. Ἔπρεπε νὰ ‘ρθεῖ κάποιος Ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, νὰ κάνει ἕνα τριήμερο καὶ κουραστικὸ ταξίδι, τὴν ὥρα ποὺ πολλοὶ ἄνεργοι καὶ χασομέρηδες γυρνοῦν ἀνέμελα στὴν πόλη μέρα-νύχτα, λίγα μόλις μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὸ κρεβάτι σου; Ὑπάρχουν, Κύριε, πολλοὶ περπατοῦν κοντά μου, μὰ ἐγὼ «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Κι ὑπάρχουν τόσο πολλοὶ ἱερεῖς!
Δὲς τὸν ναό, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν δρόμο. Ἀμέτρητοι ἱερεῖς διαβάζουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ δίνουν ἐλεημοσύνες. Καὶ δὲ βρέθηκε κανένας τους νὰ ἔρθει ἢ ἔστω νὰ στείλει κάποιον γιὰ νὰ σὲ βοηθήσει; Ἔτσι εἶναι, Κύριε. Ἐκεῖ στὸν ναὸ ὑπάρχουν πολλοὶ ἱερεῖς. Ἐγὼ ὅμως «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ὑπάρχουν πολλοὶ Ἰουδαῖοι, χιλιάδες χιλιάδων, ποὺ συνάχτηκαν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ γιορτή. Κανένας τοὺς ὅμως δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ ἕναν πονεμένο καὶ ἥσυχο ἄνθρωπο. Ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ Σάββατο. Χιλιάδες χιλιάδων ἀπ’ αὐτοὺς ἦρθαν μόνο γιὰ νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸ Σάββατο, ὅπως οἱ πατέρες τοῦ προσκύνησαν τὴ χρυσὴ ἀγελάδα στὴν ἔρημο. Χιλιάδες χιλιάδων Ἰουδαῖοι, μὰ ἐγὼ «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω».
Ἐδῶ βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος, ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος!
Ἐδῶ εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπὸ τὸ συγγενῆ καὶ τὸ φίλο, ποὺ ὑπηρετεῖ πιὸ πιστὰ ἀπὸ τὸν ὑπηρέτη. Δὲν ἔκανε τὸ μακρὺ καὶ κουραστικὸ ταξίδι ἀπὸ τὴ Γαλιλαία ὡς τὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὸ Σάββατο καὶ τὴ γιορτή, ἀλλὰ γιὰ χάρη ἑνὸς πονεμένου ἄνθρωπου. Ἦρθε ὥστε μὲ τὰ ἔργα του, κι ὄχι μὲ λόγια, νὰ καταγγείλει τὴ φοβερὴ ἔλλειψη ἀγάπης ἑνὸς λαοῦ ποὺ τὰ αἰσθητήρια τοῦ ἔχουν ἀμβλυνθεῖ. Ὁ Ἄνθρωπος ἦρθε γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου.
«Λέγει αὐτῶ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἄρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει, καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει» (Ἰωάν. ε’ 8-9). Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ προφανῶς γιὰ πάντα, ὁ ἄγγελος σταμάτησε νὰ ἔρχεται καὶ νὰ ταράζει τὸ νερὸ στὴν Προβατικὴ Κολυμβήθρα. Γιατί ἐμφανίστηκε ὁ Μεσσίας, ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων, ποὺ θεραπεύει χωρὶς μεσάζοντες. Ἐνόσω οἱ ἄνθρωποι βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὸν Νόμο, ὑπηρέτες τοῦ Νόμου, ὁ Κύριος χρησιμοποιοῦσε τοὺς δούλους του. Τώρα ποὺ ἦρθε ἡ χάρη κι ὁ Νόμος ἀτόνησε, ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κοντὰ στὸν ἄνθρωπο, ὅπως ὁ πατέρας στὰ παιδιά του. Ὁ ἴδιος, μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ χέρια, τοὺς προσφέρει τὶς δωρεές του. Ἴσως ρωτήσει κάποιος: Γιατί ὁ Κύριος δὲν ἔκανε στὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο τὴ συνηθισμένη ἐρώτηση: Πιστεύεις; Γιατί δὲν ἐρεύνησε νὰ δεῖ ἂν ὑπῆρχε πίστη μέσα του, ὅπως ἔκανε μὲ πολλοὺς ἄλλους; Μὰ ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ δὲν ἦταν ὁλοφάνερη; Τριάντα ὀκτὼ χρόνια κείτονταν ὑπομονετικὰ σ’ ἕνα συγκεκριμένο τόπο, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ λάβει βοήθεια ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Δὲν πιστεύει μόνο στὴ θαυματουργικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ. Κατὰ κάποιο τρόπο πιστεύει καὶ στὸν Κύριο Ἰησοῦ, μ’ ὅλο ποὺ δὲν τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο. Δὲν εἶπε, «Ναί, Κύριε, θέλω νὰ γίνω καλά, μὰ ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Θὰ πρέπει μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ νὰ θυμηθοῦμε πὼς ὁ Κύριος θεράπευσε πολλοὺς δαιμονισμένους καὶ κωφάλαλους, χωρὶς νὰ τοὺς ρωτήσει γιὰ τὴν πίστη τους. Τοὺς θεράπευσε ἁπλῶς ἀπὸ ἀγάπη. Ἔτσι καὶ στὴ Βηθεσδὰ τότε ὁ Κύριος ἐνήργησε ἀπὸ τὴ μία ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο ποὺ ὑπόφερε γιὰ τόσο μακρὺ διάστημα, σ’ ἕνα περιβάλλον ἐλεεινό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τώρα, ἔδρασε ἔτσι καὶ μ’ ἕνα σκοπό· γιὰ νὰ καταδείξει τὴν ἔλλειψη ἀγάπης ὄχι μόνο τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ποὺ ἔβλεπαν τὸν συνάνθρωπό τους νὰ ὑποφέρει καὶ δὲν κουνάγανε τὸ δαχτυλάκι τους γιὰ νὰ βοηθήσουν. Καὶ τέλος, ὁ Κύριος σκόπιμα θεράπευσε τὸν παραλυτικὸ ἡμέρα Σάββατο, ἂν καὶ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ καὶ Παρασκευή, ἂν ἤθελε. Τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ νὰ καταγγείλει τὴν εἰδωλολατρικὴ προσκύνηση τῶν Ἰουδαίων στὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Νὰ δείξει πὼς ὁ ἄνθρωπος ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὸ Σάββατο, πὼς ἡ ἀγάπη ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε εἶδος νομικῆς τυπολατρείας.
Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἔχει τὴ μοναδικὴ σφραγίδα τοῦ τρόπου ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Θεός: νὰ στοχεύσει σὲ πολλοὺς στόχους ταυτόχρονα. «Ἢν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνη τὴ ἡμέρα, ἔλεγον οὒν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένω· σάββατον ἐστιν οὐκ ἔξεστι σοὶ ἄραι τὸν κράβαττον» (Ἰωάν. ε΄ 9-10). Τί στρεψόδικες ψυχὲς ἔχουμε ἐδῶ! Πόσο κλεισμένες καρδιές! Ἀντὶ νὰ χαροῦν ποὺ ἕνα σερνάμενο σκουλήκι στάθηκε ὄρθιο καὶ ξανά ’γινε ἄνθρωπος, ἀντὶ νὰ τὸν συγχαροῦν ποὺ ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία του, ἀντὶ νὰ ξεσηκώσουν τὴν πόλη ὁλόκληρη, νὰ τοὺς καλέσουν ὅλους γιὰ νὰ δοξάσουν τὸν ζωντανὸ καὶ στοργικὸ Θεό, ἀντὶ γιὰ ὂλ’ αὐτὰ ἐξοργίστηκαν μὲ τὸν ἄνθρωπο ἐπειδὴ κουβαλοῦσε στοὺς ὤμους τοῦ τὸ κρεβάτι του καὶ ξαναγύριζε ὑγιὴς στὸ σπίτι του.
Ἂν μπροστὰ στὰ μάτια τοὺς εἶχε ἀναστηθεῖ κάποιος νεκρὸς ἄνθρωπος ἡμέρα Σάββατο, δὲ θὰ εἶχαν θαυμάσει γιὰ τὴν ἀνάστασή του ἀλλὰ θὰ τὸν ρωτοῦσαν: «Γιατί εἶσαι σκονισμένος καὶ λερωμένος σήμερα, πού εἶναι Σάββατο;»
«Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας μὲ ὑγιῆ, ἐκεῖνος μοὶ εἶπεν ἄρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ἠρώτησαν οὒν αὐτόν· τὶς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπῶν σοί, ἄρον τὸν κράβαττον σοὶ καὶ περιπάτει;» (Ἰωάν. ζ’ 11,12).
Εδώ ἔχουμε μία ἀκόμα ἀπόδειξη τῆς τυφλότητας τῶν Ἰουδαίων, τῆς τυπολατρικῆς καὶ μαγικῆς ἀντίληψης ποὺ εἶχαν γιὰ τὸ Σάββατο. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θεραπεύτηκε μιλάει πρώτη φορὰ γιὰ τὴ θεραπεία του, τὴν ὁμολογεῖ ὡς τὸ πιὸ σπουδαῖο πράγμα, καὶ δεύτερο γιὰ τὸ κρεβάτι ποὺ κουβαλάει στοὺς ὤμους του. Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐνδιαφέρονται καθόλου γιὰ τὴ θεραπεία του, γιὰ τὴν ἴδια τὴ ζωή του ποὺ ἄλλαξε. Ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν ἀπάντησή του, θὰ ἦταν φυσικὸ νὰ τὸν ρωτήσουν μετά: «Ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποῦ σὲ θεράπευσε;» Μὰ ὄχι. Ἐκεῖνο ποὺ ρωτοῦν εἶναι τὸ ἄλλο, τὸ δευτερεῦον καὶ συμπτωματικό: Τὶς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπῶν σοί, ἄρον τὸν κράβαττον σοὶ καὶ περιπάτει;
Πόσο διεφθαρμένος κατάντησε ὁ περιούσιος λαός! Δέστε τί καρποὶ βλάστησαν στὴν γῆ ποὺ ἐξέθρεψε τὸν Μωυσῆ, τὸν Ἠσαΐα, τὸν Δαβίδ! Ἡ ἄλλοτε γνωστὴ εὐλάβεια τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐξελίχτηκε σὲ μία σαββατολατρεία. Ἡ ἱερατικὴ ὑπηρεσία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ ἔγινε μία ἀστυνομικὴ ἐγρήγορση καὶ παρακολούθηση τῆς τάξεως τῆς θεᾶς ποὺ ὀνομάζεται «Σάββατο»! «Ὁ δὲ ἰαθεῖς οὐκ ἤδει τὶς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπω» (Ἰωάν. ε’ 13). Ο θεραπευμένος ἄνθρωπος εἶχε κοιτάξει ἀπὸ τὸ κρεβάτι τοῦ τὰ μάτια τοῦ Κυρίου. Εἶχε νιώσει τὴν ζωοποιὸ ἀνάσα Του, εἶχε γνωρίσει τὴν θαυματουργική Του δύναμη. Παρ’ ὂλ’ αὐτὰ ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς δώσει τὸ ὄνομα τοῦ θεραπευτῆ του ἢ νὰ τοὺς πεῖ ἀπὸ ποῦ ἐρχόταν. Ὁ Κύριος μὲ τὸ ποὺ πραγματοποίησε τὴ θεραπεία χάθηκε μέσα στὸ πλῆθος κι ἄφησε τὰ πράγματα νὰ ἐξελιχτοῦν μόνα τους.
Ἐκεῖνος εἶναι ὁ σπορέας. Σπέρνει τὸν καλὸ σπόρο καὶ τὸν ἀφήνει ν’ ἀναπτυχθεῖ καὶ μὲ τὸν καιρὸ νὰ καρποφορήσει, ἀνάλογα μὲ τὸν τόπο ὅπου ἔπεσε. Ὁ Κύριος ἔκανε τὸ καλὸ ἔργο, τὸ θεϊκό, τόσο σὲ δύναμη ὅσο καὶ σὲ ἀγάπη, κι ἀποσύρθηκε γιὰ νὰ γλιτώσει τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶπε λίγο ἀργότερα: «Δόξαν παρὰ ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω» (Ἰωάν. ε’ 41).
Φεύγει μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ μὴν τὸν φθονήσουν, ὅπως γίνεται συνήθως. Φεύγει ὅμως γιὰ νὰ δώσει παράδειγμα καὶ σ’ ὅλους ἐμᾶς ποὺ λεγόμαστε Χριστιανοί. Τὸ καλὸ ἔργο τελειοποιεῖται καὶ δικαιώνεται ὅταν γίνεται μόνο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ κάνουν καλὰ ἔργα, ἂς μὴ τὰ κάνουν ἀπὸ ματαιότητα, γιὰ νὰ προσελκύσουν τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ὅποιος ἐπιδείχνει τὰ καλά του ἔργα σὲ κοινὴ θέα, μοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ βάζει τὰ πρόβατα ἀνάμεσα στοὺς λύκους. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ προσέχουμε πολὺ τὰ καλά μας ἔργα, ν’ ἀποφεύγουμε νὰ προκαλοῦμε τὸν ἔπαινο ἢ τὸν φθόνο τῶν ἄλλων. Ὅποιος γυρεύει σκόπιμα τὸν ἔπαινο τῶν ἄλλων, ξέχωρα ἀπὸ τὸ καλό του ἔργο, θὰ κάνει καὶ δύο κακά: Τὸν ἔπαινο, ποὺ θὰ βλάψει τὸν ἴδιο προσωπικά, καὶ τὸν φθόνο, ποὺ θὰ βλάψει τοὺς ἄλλους.
«Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῶ καὶ εἶπεν αὐτῶ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἴνα μὴ χεῖρον σοὶ τί γένηται» (Ἰωάν. ε’ 14). Ὁ Κύριος θεράπευσε τὸ σῶμα καὶ τώρα ἀναβιβάζει τὸ γεγονὸς αὐτὸ σὲ ἀνώτερη σφαίρα, στὴν πνευματική του διάσταση. Κάνει τὸν θεραπευμένο νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ πηγὴ καί ἡ αἰτία τῆς φοβερῆς του ἀρρώστιας ἦταν ἡ ἁμαρτία. Καὶ τὸν προειδοποιεῖ νὰ πάψει ν’ ἁμαρτάνει. «Ἴνα μὴ χεῖρον σοὶ τί γένηται.»
Δὲν εἶναι γνωστὸ σὲ τί εἶδος ἁμαρτίας εἶχε πέσει ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μὰ οὔτε καὶ μᾶς βοηθάει ἡ γνώση αὐτή. Ξέρουμε πὼς ὁ Θεὸς ἀποστρέφεται κάθε ἁμαρτία, πὼς ἡ ἁμαρτία μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ κοντά Του. Γνωρίζουμε πὼς κάθε ἁμαρτία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουμε μετανοήσει, ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ προκαλέσει πόνο, θὰ φέρει βάσανα. Μηκέτι ἁμάρτανε, ἴνα μὴ χεῖρον σοὶ τί γένηται. Τώρα ὁ Θεός σοῦ ἔδειξε τὸ ἔλεός Του, ἡ ἁμαρτία σου συχωρέθηκε. Μὴν ἐξακολουθεῖς νὰ πειράζεις τὸν Θεὸ ὅμως, μὴ τὸν προκαλεῖς. Γιατί τότε, ἀντὶ γιὰ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ἴσως συναντήσεις τὴ δικαιοκρισία Του. Ἂν κατόρθωσες νὰ δικαιωθεῖς ἐνώπιόν του Θεοῦ γιὰ τὴν προηγούμενη ἁμαρτία σου, μὲ μία ἀνεπαρκῆ γνώση γιὰ τὴ δύναμή Του, μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἔγινε δὲν θὰ μπορέσεις νὰ βρεῖς δικαιολογία. Αὐτὴ εἶναι μία θαυμάσια ἀλλὰ καὶ φοβερὴ προειδοποίηση πρὸς ὅλους μας. Πὼς ἂν γιὰ μία φορὰ νιώσαμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ πάνω μας δὲν πρέπει νὰ ξαναμαρτήσουμε, μήπως μᾶς βρεῖ κάτι χειρότερο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ μᾶς λύτρωσε ὁ Θεός.
«Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ» (Ἰωάν. ε’ 15). Εἶδε ὅτι ὠφελήθηκε ὁ ἄνθρωπος κι εἶπε στοὺς Ἰουδαίους πὼς τὸν ἔκανε καλὰ ὁ Ἰησοῦς. Τὸ ἔκανε αὐτὸ μὲ καλὴ πίστη, μὲ καλὲς προθέσεις. Τὸν ρωτήσανε γιὰ τὸν Ἰησοῦ κι αὐτὸς νόμισε πὼς ἦταν καλὸ νὰ τὸ πεῖ. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἐνιωσε πὼς τὸ ὄφειλε αὐτὸ στὸν εὐεργέτη του, ἔπρεπε νὰ γνωρίσει τὸ ὄνομά του στοὺς ἄλλους, νὰ τὸ μάθουν ὅλοι, καὶ μάλιστα ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ρώτησαν. Βρισκόταν ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι τοῦ τριάντα ὀκτὼ χρόνια. Τὸ μόνο ποὺ σκεφτόταν ὂλ’ αὐτὰ τὰ χρόνια ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος, ἦταν οἱ πόνοι του. Οὔτε νὰ φανταστεῖ δὲν μποροῦσε πόσο πονηρὲς ἦταν οἱ καρδιὲς ἐκείνων ποὺ ρωτοῦσαν γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ὑποψιαστεῖ πὼς ἐκεῖνοι δὲ ρωτοῦσαν γιὰ νὰ δοξάσουν τὸν Ἰησοῦ σὰν θαυματουργό, μὰ γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν, ἐπειδὴ δὲν τήρησε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου;
Πρέπει νὰ προσέξουμε ἰδιαίτερα τὸ σημεῖο αὐτό. Πηγαίνει καὶ λέει στοὺς Ἰουδαίους πὼς ὁ Ἰησοῦς ἦταν ποὺ τὸν θεράπευσε. Κατέχεται ὁλόκληρος ἀπὸ τὴ σκέψη τῆς θεραπείας καὶ τοῦ θεραπευτῆ του. Οἱ Ἰουδαῖοι, ἀντίθετα, κατέχονταν ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ σαββατισμοῦ, τῆς μὴ τήρησης τοῦ Σαββάτου. Σ’ αὐτὲς τὶς περίεργες στιγμές, ἐκεῖνος ἴσως δὲν καταλάβαινε τὴ διαφορὰ τοῦ τρόπου ποὺ σκέφτονταν γιὰ τὸν Ἰησοῦ· ἀπὸ τὴ μία αὐτὸς κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ Ἰουδαῖοι. Συνεπαρμένος ἀπὸ τὸ θαῦμα τοὺς μεταδίδει τὴ δική του ἐκδοχή, τὶς μεγάλες καὶ εὐχαριστήριες σκέψεις γιὰ τὴν ἐπίσκεψη ποὺ δέχτηκε ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ τὸ καλὸ ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Θεός. Δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ παρατηρήσει τὴ στενομυαλιὰ καὶ τὶς πονηρὲς διαθέσεις τους, ποὺ κρύβονταν ὅπως τὰ φίδια κάτω ἀπὸ τὰ φυλλώματα. Ἡ σκέψη κι ἡ διάθεσή του ἦταν νὰ δοξολογήσει τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τὸν εὐεργέτη του. Ἡ σκέψη κι ἡ διάθεση τῶν Ἰουδαίων ἦταν νὰ τὸν θανατώσουν.
«Οἱ Ἰουδαῖοι ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς (Ἰωάν. ε’ 16). Γιατί ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν; Μήπως ἐπειδὴ ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος ποῦ πρόσεξε τὸν δυστυχῆ παράλυτο τὰ τριάντα ὀκτὼ αὐτὰ χρόνια; Μάλιστα, γι’ αὐτό. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος ποὺ ἔδωσε μεγαλύτερη σημασία στὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν τυπολατρία τοῦ σαββατισμοῦ τῶν Ἰουδαίων. Ὁ Κύριος πέρασε ἀπαρατήρητος ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς παγίδες καὶ τὶς ἐνέδρες τῆς κακίας τῶν Ἰουδαίων, σκορπίζοντας μὲ λόγο καὶ ἔργα τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποφάσισε πὼς ἦρθε ἡ ὥρα νὰ παραδοθεῖ στὰ χέρια τῶν Ἰουδαίων.
Γιὰ νὰ δείξει τὴ μεγαλοσύνη Του μὲ τὴν ταπείνωσή Του, νὰ νικήσει τὸν θάνατο μὲ τὸν θάνατό Του. Σ’ Αὐτὸν πρέπει ἡ τιμὴ κι ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμὴν
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΟΜΙΛΙΕΣ Γ’: ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΗΜΕΡΑ –
Ἀπὸ τὴν Κυριακή του Πάσχα ὡς τὴν Πεντηκοστὴ»
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,
Μετάφραση – Ἐπιμέλεια ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ – 2011)