Γύρω στόν 10ο μέ 11ο αἰῶνα, ὅταν τό Βυζαντινό κράτος μεσουρανοῦσε, οἱ Σαρακηνοί πειρατές βρίσκονταν κι αὐτοί στίς δόξες τους. Λυμαίνονταν τά νησιά τοῦ Αἰγαίου, λήστευαν, ἔκαιγαν κι αἰχμαλώτιζαν ἀνθρώπους, ποῦ τούς προόριζαν γιά τά σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς.
Ἡ Λέσβος, πλούσια κι ἑλκυστική, εἶχε γίνει διαλεχτῆ λεῖα τῶν κουρσάρων. Στήν τοποθεσία Λεσβάδος, κοντά στό Μανταμάδο, ὑπῆρχε μιά ἀρχαία πολιτεία, ὁ Στένακας, καί ὄχι πολύ μακριά της ἕνα μοναστήρι τῶν Ταξιαρχῶν, ποῦ ἡ ἵδρυσή του χάνεται στά βάθη τῶν αἰώνων. Ἦταν ὀχυρωμένο σάν κάστρο μέ τείχη καί πύργο, κι ἀπό νωρίς εἶχε προκαλέσει τό ἐνδιαφέρον τῶν πειρατῶν, ποῦ τό ‘χαν βάλει πεῖσμα νά τό πατήσουν. Ἔτσι κάποια ἄνοιξη, ὁ ἀρχιπειρατής Σιρχάν, ἕνας ἄγριος καί μελαψός γίγαντας, ζωσμένος τό μπαλτᾶ καί τή σπάθα, κάλεσε τό τσοῦρμο του καί τούς εἶπε:
– Αὐτή τή φορά, τό δίχως ἄλλο, θά μποῦμε στό μοναστήρι. Ἐγώ θέλω μόνο τό χρυσό ποτήρι, ποῦ λειτουργάνε οἱ καλόγεροι, γιά νά πίνω τό κρασί μου. Ὅλα τ’ ἀλλά δικά σας.
Ό ἴδιος δέν θά ‘παιρνε μέρος στήν ἐπιχείρηση. Δέν καταδεχόταν τέτοιες μικροδουλειές. Ἔβαλαν πλώρη γιά τή Λέσβο. Πλησίασαν τό μοναστήρι μεσάνυχτα καί κρύφτηκαν στά δέντρα.
Στό μεταξύ οἱ καλόγεροι, ἀνέμελοι ἀπό τήν ἡσυχία τοῦ χειμῶνα, δέν φύλαγαν τό μοναστήρι ὅπως ἔπρεπε. Κάποια στιγμή χτύπησε τό σήμαντρο, ποῦ καλοῦσε τούς μοναχούς στήν ὀρθρινή ἀκολουθία. Τά βήματά τους ἀκούστηκαν ρυθμικά στόν ξύλινο ἐξώστη, καθώς κατέβαιναν στήν ἐκκλησία. Σέ λίγο ὅλα ἡσύχασαν. Τότε o ἀρχηγός ἔδωσε τό σύνθημα. Ἕνας πειρατής ἔριξε τον γάντζο, σκαρφάλωσε στά τείχη, πήδηξε στήν αὐλή καί ἄνοιξε τή μεγάλη καστρόπορτα. Οἱ κουρσάροι ὅρμησαν μέ ἀλαλαγμούς στήν ἐκκλησία. Πρίν συνέλθουν οἱ μοναχοί ἀπό τόν αἰφνιδιασμό, περνοῦσαν ἀπό τήν ζωή στόν θάνατο…
Ἕνα δόκιμο καλογέρι, ὁ Γαβριήλ, βρισκόταν στό ἱερό. Γρήγορος κι εὐκίνητος, σκαρφάλωσε στή στέγη τοῦ ναοῦ. Οἱ πειρατές τόν ἀκολούθησαν. Τότε ὅμως ἀκούστηκε μιά δυνατή βουή, καί ἡ σκεπή μετατράπηκε θαυματουργικά σέ φουρτουνιασμένο πέλαγος. Πάνω στ’ ἀφρισμένα κύματα ἕνας πελώριος καί ἀγριωπός Στρατιώτης, μέ σπάθα ποῦ ἔβγαζε φωτιές, ὅρμησε ἐναντίον τους. Ἐκεῖνοι παράτησαν ἀμέσως ὅπλα καί κλοπιμαῖα κι ἔφυγαν πανικόβλητοι.
Ό Γαβριήλ, ὁ μόνος ποῦ ἀπέμεινε ζωντανός ἀπό τήν τραγωδία, συγκλονισμένος ἀπό τό θαῦμα τοῦ ἀρχαγγέλου πλησίασε καί πρόσπεσε στό εἰκονοστάσι του. Ὅταν συνῆλθε ἀπό τήν ταραχή, σήκωσε τά μάτια. Ἀλλά τί πρόσωπο ἦταν αὐτό; Ἄν καί ζωγραφισμένο, φαινόταν ζωντανό κι εἶχε μιά θεϊκή γλυκύτητα. Ό δόκιμος ἐπιθύμησε νά τό ζωγραφίσει.
– Ταξιάρχη μου, παρακάλεσε, μεσίτευσε στόν Κύριο ν’ ἀναπαύσει τούς ἀδελφούς μου. Κι ἔμενα ἀξίωσε μέ ν’ ἀπεικονίσω τήν ἐξαίσια μορφή σου.
Ἀμέσως, σάν νά φωτίστηκε ἀπό τόν ἀρχάγγελο, πῆρε ἕνα σφουγγάρι, μάζεψε μ’ αὐτό εὐλαβικά τό αἷμα τῶν μοναχῶν σέ μιά λεκάνη, τό ἀνακάτεψε μέ ἀσπρόχωμα καί ἄρχισε νά πλάθει τήν εἰκόνα του. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐργασίας ἔνιωσε αἰσθητή τή βοήθεια τοῦ Ταξιάρχη. Τά χέρια του, σάν νά τά ὁδηγοῦσε ἀόρατη δύναμη, σχημάτιζαν γρήγορα καί σταθερά μέ τόν πηλό τό πρόσωπο τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Τό πρόσωπο ἐκεῖνο ποῦ εἶδε στή σκεπή τοῦ ναοῦ, τό ἀγριωπό, ἀλλά μέ τή θεϊκή χάρη.
Ἐνῶ στό μοναστήρι τοῦ Ταξιάρχη παιζόταν αὐτό τό δρᾶμα, ἡ ζωή στούς γύρω συνοικισμούς συνεχιζόταν ἥσυχη. Μόνο ἕνα τσοπανόπουλο, καθώς ἀγνάντευε τή θάλασσα ἀπό μιά κορυφή, εἶδε κουρσάρικα καράβια λίγο πιό μέσα ἄπ’ τήν ἀκτή. Πήδηξε στ’ ἄλογο του καί κάλπασε πρός τή μονή γιά νά εἰδοποιήσει τούς μοναχούς νά φυλαχθοῦν. Τό θέαμα ὅμως ποῦ ἀντίκρισε, τόν ἔριξε κάτω λιπόθυμο. Ὅταν συνῆλθε, ἔτρεξε καί εἰδοποίησε τόν Ἀλέξη, τόν ἄρχοντα τοῦ Στένακα, γιά τά συμβάντα. Ἐκεῖνος ξεκίνησε ἀμέσως γιά τό μοναστήρι μ’ ἄλλους πενῆντα καβαλάρηδες.
Ὅταν μπῆκε στό ναό τά ’χασε. Εἶδε τούς μοναχούς σφαγμένους καί βαμμένους στό αἷμα καί τόν ἡγούμενο νεκρό μπροστά στήν ἁγία Τράπεζα! Ἔσφιξε τά δόντια καί βγῆκε ἔξω μέ διάθεση νά ἐκδικηθεῖ. Πήδηξαν ὅλοι στ’ ἄλογα τούς κι ἀκολουθῶντας τ’ ἄχνάρια τῶν πειρατῶν, πλησίασαν σ’ ἕνα πλάτωμα. Ἀπότομα σταμάτησαν. Τό θέαμα ποῦ ἀντίκρισαν τούς ἔκανε κι ἀνατρίχιασαν. Εἶδαν αὐτούς ποῦ καταδίωκαν, νεκρούς καί σκορπισμένους σ’ ὅλο τό πλάτωμα. Μιά σπαθιά, ποῦ ἄρχιζε ἄπ’ τό μέτωπο κι ἔφτανε ὡς τήν κοιλιά, ἦταν χαραγμένη στό σῶμα τοῦ καθενός καί τ’ ἄνοιγε στά δύο. Ἤ μαχαιριά σέ κάθε σῶμα ἦταν ἀκριβῶς ἤ ἴδια. Κανείς ἄπ’ τούς καβαλάρηδες δέν ρώτησε ποιός τό ‘κανε. Ὅλοι μάντευαν τόν τιμωρό. Δέν εἶχαν ἀμφιβολία.
– Μεγάλη ἡ χάρη κι ἡ δύναμη σοῦ, ἀρχάγγελε! ψέλλισαν καί σταυροκοπήθηκαν.
Στό μεταξύ, δυό πειρατές, ποῦ εἶχαν μείνει στήν παραλία περιμένοντας τούς συντρόφους τους, ἀνησύχησαν ἀπό τήν ἀργοπορία καί ἀνηφόρισαν γιά νά τούς συναντήσουν. Ὅταν ἀντίκρισαν στό πλάτωμα τό μακάβριο θέαμα, γύρισαν γρήγορα στά καράβια, ὁποῦ περίμενε μέ ἀγωνία ὁ ἀρχηγός τους, καί τοῦ διηγήθηκαν τήν τραγωδία. Μόλις τ’ ἀκοῦσε ἐκεῖνος, χτύπησε τή γροθιά του στό τραπέζι καί ὁρκίστηκε ἐκδίκηση.
Τόν ἄλλο χρόνο ἔβαλε σ’ ἐφαρμογή τό σχέδιο του γιά τήν κατάληψη τοῦ Στένακα. Μιά νύχτα οἱ πειρατές ἀποβιβάστηκαν ἀθόρυβα στήν παραλία καί ἑτοιμάζονταν νά ἐπιτεθοῦν τά χαράματα στή μικρή πολιτεία, ποῦ κοιμόταν ἀνυποψίαστη.
Αὐτή τήν κρίσιμη ὥρα ἐπεμβαίνει καί πάλι ὁ Ταξιάρχης. Ό Στέφανος, ὁ γιός τοῦ ἄρχοντα Ἀλέξη, ποῦ μόλις εἶχε πέσει νά κοιμηθεῖ, βλέπει μπροστά του τόν ἀρχάγγελο. Ἦταν πανώριος μές στήν ὁλόχρυση πανοπλία του. Τά ξανθά μαλλιά του χύνονταν στούς ὤμους κι ἔδιναν στά κάτασπρα φτερά του χρυσή ἀνταύγεια. Στό δεξί χέρι κρατοῦσε πύρινη ρομφαία, ἐνῶ τ’ ἀριστερό ἦταν σηκωμένο μέ τεντωμένο τό δείκτη. Χαμογέλασε στό νέο καί μέ γλυκεῖα φωνή του εἶπε:
– Σήκω πάνω, Στέφανε. Πήγαινε γρήγορα μέ τόν πατέρα σου νά ἑτοιμάσετε τήν ἄμυνα τῆς πόλης. Ἔρχονται οἱ Σαρακηνοί νά σᾶς ἀφανίσουν. Μή φοβηθεῖτε! Στό πλευρό σας θά εἴμαστε ἐγώ κι ὁ προστάτης σου Ἅγιος. Θά σᾶς προστατεύουμε καί θά σᾶς καθοδηγοῦμε. Οἱ πειρατές ἔχουν ἀράξει στόν ὅρμο, κάτω ἀπό τήν πόλη σας. Λίγοι ἄπ’ αὐτούς θ’ ἀναρριχηθοῦν στό κάστρο, γιά νά ἐξουδετερώσουν τον σκοπό τῆς πύλης καί ν’ ἀνοίξουν τήν καστρόπορτα. Θά σᾶς ἐπιτεθοῦν τήν ὥρα ποῦ ἤ νύχτα παλεύει μέ τή μέρα. Προσοχή στήν πύλη!
Τά γεγονότα ἐξελίχθηκαν ὅπως τά εἶπε ὁ Ταξιάρχης. Ὅταν οἱ κουρσάροι ἐπιτέθηκαν, βρῆκαν τούς ὑπερασπιστές στίς ἐπάλξεις. Τήν ἴδια ὥρα ἕνα ἀπόσπασμα μέ ἀρχηγό το Στέφανο, ποῦ εἶχε κατηφορίσει ἀθόρυβα στήν παραλία, ἔβαζε φωτιά στά πειρατικά καράβια. Οἱ πειρατές εἶδαν τή φωτεινή ἀνταύγεια τῆς φωτιᾶς καί τά ‘χασαν. Ό πανικός ποῦ ἀκολούθησε ἦταν ἀπερίγραπτος. Ἐνῶ ἔτρεχαν πρός τή θάλασσα, τούς καταδίωκαν ἔφιπποι οἱ Στενακιῶτες καί τούς ἀποδεκάτιζαν.
Μιά ὁμάδα μέ τόν ἀρχιληστή κατάφερε νά ξεφύγει, ἀκολουθῶντας πορεία μέσα ἀπό τό δάσος. Ἔπεσε ὅμως πάνω στό ἀπόσπασμα ποῦ εἶχε πρίν λίγο κάψει τά καράβια, καί βρέθηκε κυκλωμένη. Σέ λίγο κι αὐτοί οἱ πειρατές, μαζί μέ τόν ἀρχιληστή, εἶχαν ἐξολοθρευτεῖ.
Πέρασαν αἰῶνες. Σήμερα ἡ ἀνάγλυφη θαυματουργή εἰκόνα τοῦ ἀρχαγγέλου σώζεται ὅπως ἀκριβῶς τή φιλοτέχνησε ὁ δόκιμος Γαβριήλ. Κάθε τόσο τά μάτια τοῦ ἀρχαγγέλου βουρκώνουν, καί οἱ χριστιανοί σκουπίζουν μέ μπαμπάκι τά δάκρυα του. Τό ἴδιο κάνουν μέ τόν ἴδρωτα, ὅταν συμβαίνει τό πρόσωπο τοῦ νά Ἱδρώνει. Συγκλονιστικά θαύματα ἐπιτελεῖ ἡ χάρη του σ’ ὅσους προστρέχουν μέ πίστη κοντά του.