Μετά τον Μυστικό Δείπνο, ο Χριστός μαζί με τους 11 πλέον μαθητές, αφού ο Ιούδας είχε αναχωρήσει για να ενημερώσει τους Γραμματείες και τους Αρχιερείς και να κανονίσουν τα της συλλήψεως, όπως κάθε βράδυ πήγαν στο Όρος των Ελαιών και στον Κήπο της Γεθσημανή. Εκεί, ο Κύριος χώρισε τους μαθητές σε δύο ομάδες, όπως είχε κάνει και άλλες φορές. Η μία ομάδα ήταν ο Ιάκωβος, ο Πέτρος και ο Ιωάννης και η άλλη οι υπόλοιποι 8 μαθητές. Τους τρεις, που τους είχε ξεχωρίσει και άλλες φορές κατά τη διάρκεια του κηρύγματός του, τους πήρε κοντά του και τους παρακάλεσε να αγρυπνήσουν μαζί του. Έπειτα εκείνος πήγε ακόμη πιο πέρα, μόνος, και προσευχήθηκε στον Θεό και Πατέρα Του να μην πιει το ποτήριο των φρικτών βασανιστηρίων και της σταυρώσεως, αλλά χωρίς να γίνει το δικό Του θέλημα.
Σ’ αυτό το σημείο βλέπουμε την ανθρώπινη φύση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να προσεύχεται και να ικετεύει τον Πατέρα να μην υποστεί αυτά που είναι προφητευμένο ότι θα του κάνουν οι Αρχιερείς και οι Γραμματείς, και ο Κύριος μάς δείχνει ότι είναι ιδιαίτερο γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης να έχει φόβο, αγωνία και αυτό βγαίνει και σωματικά. Ο Κύριος τη στιγμή που προσευχόταν από την πολλή αγωνία του όχι μόνο ίδρωνε, αλλά έβγαινε και αίμα μαζί με τον ιδρώτα όπως μαρτυρεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς που ήταν και ιατρός.
Στο διάστημα της προσευχής του ο Κύριος τρεις φορές πήγε και ξύπνησε τους μαθητές του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που δεν είχαν συνειδητοποιήσει τι θα γινόταν εκείνο το βράδυ, και κάθε φορά από τις δύο πρώτες τούς έλεγε να σηκωθούν ενώ την τρίτη τούς ανακοίνωσε ότι έφτασε η ώρα της συλλήψεως. Στον δε Πέτρο ο Κύριος είχε ήδη προειπεί ότι θα τον αρνηθεί τρεις φορές προτού καν λαλήσει ο πετεινός, δηλαδή προτού ξημερώσει, αλλά ούτε σ’ αυτό ο Πέτρος έδωσε ιδιαίτερη σημασία, ή αντιθέτως το εξέλαβε διαφορετικά στο μυαλό του.
Ο Ιούδας, λοιπόν, όντως είχε πάει να παραδώσει τον Χριστό όπως είχε συμφωνηθεί αλλά πολύ νωρίτερα απ’ όσο περίμεναν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, που υπολόγιζαν αυτό να συμβεί μετά τον εορτασμό του Πάσχα που διηρκούσε 8 ημέρες. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι τού έδωσαν υπηρέτες και στρατιώτες, τους οποίους καθοδήγησε στο μέρος που ήταν ο Χριστός και τους έδωσε σημείο ότι αυτός που θα φιλήσει είναι αυτός που πρέπει να συλλάβουν, εξ ου και το φίλημα της προδοσίας.
Αν αναρωτηθεί κάποιος γιατί οι στρατιώτες από μόνοι τους δεν μπορούσαν να συλλάβουν τον Χριστό, αφού τον είχαν δει και κατά τη θριαμβευτική είσοδο στα ιεροσόλυμα, αλλά και τις ημέρες που δίδασκε στο ιερό, η απάντηση είναι απλή και έχει να κάνει με το γεγονός ότι μπορεί ο Χριστός να έλειπε ή να τον είχαν φυγαδεύσει οι μαθητές Του. Η παρουσία του Ιούδα και το φίλημα εξασφάλιζαν ότι ο Χριστός θα βρισκόταν στο μέρος όπου θα πήγαινε ο Ιούδς ως μαθητής του ακόμη. Διότι ακόμη και εκείνη τη στιγμή ο Ιούδας δεν έπαυε να είναι μαθητής του Κυρίου. Το γεγονός ότι ο Χριστός δεν “καθαίρεσε” τον Ιούδα από μαθητή Του μέχρι και που τον παρέδωσε στους σταυρωτές Του δείχνει και σ’ εμάς ότι ο Χριστός περιμένει μέχρι την ύστατη στιγμή τη μετάνοιά μας.
Τότε έγινε και το περιστατικό που φαίνεται στην από κάτω εικόνα, κάτω δεξιά, όπου ο Πέτρος απέκοψε το αυτί του δούλου του αρχιερέως με τ’ όνομα Μάλχος και τον οποίον ο Κύριος θεράπευσε διότι δεν επιθυμεί την ανταπόδοση στο κακό με κακό. Επίσης, ο Κύριος φρόντισε ώστε ουδείς εκ των μαθητών Του να μη συλληφθεί αλλά όλοι να διαφύγουν σώοι.
Μετά τη σύλληψη, οι υπηρέτες οδήγησαν τον Χριστό στο σπίτι του Άννα, ο οποίος ήταν πενθερός του αρχιερέως της χρονιάς εκείνη, του Καϊάφα. Τα σπίτια των δύο αυτών ανδρών ήταν δίπλα-δίπλα και είχαν την ίδια αυλή. Ο αρχιερέας ήταν υπεύθυνος στην ιουδαϊκή κοινωνία για να δικάσει και να καταδικάσει κάποιον σε θάνατο αν είχε παραβεί τις διαταγές του μωσαϊκού νόμου. Την εξουσία δηλαδή τη δικαστική ο Θεός την είχε αφήσει ήδη από την εποχή του Μωϋσή σ’ εκείνον και εκείνος την έδωσε μετά στους ιερείς. Όπως και σήμερα γίνεται με τους Επισκόπους, όπου μοιράζουν την χάρη που έχουν, λόγω της αρχιερωσύνης τους, και στους ιερείς που τους μνημονεύουν ώστε και αυτοί να τελούν τα μυστήρια όπως κι εκείνοι.
Ο δε Μωυσής είχε πάλι ορίσει στο Δευτερονόμιο ότι για να καταδικαστεί κάποιος άνθρωπος πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δύο ή τρεις μάρτυρες που να πιστοποιούν το έγκλημά του, το οποίο ισχύει ακόμη και σήμερα, όπου δεν μπορεί κάποιος χωρίς μάρτυρες και αποδείξεις, από μόνος του, να καταγγείλει και να καταδικάσει κάποιον.
ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων καὶ ἐπὶ στόματος τριῶν
μαρτύρων στήσεται πᾶν ῥῆμα.
Δευτερονόμιο, ιθ΄ 15
Άρα έπρεπε οι Φαρισαίοι να βρουν καταρχήν με ποια ψευδοκατηγορία θα καταδικάσουν τον Χριστό, αλλά και κατόπιν να βρουν και δύο τουλάχιστον ανθρώπους που να μαρτυρούν ότι αυτό όντως συνέβη. Στο διάστημα αυτό, ώστε να βρουν την ψευδοκατηγορία, πήγαιναν τον Ιησού από τον Άννα στον Καϊάφα και ο Κύριος έβγαινε από το ένα σπίτι και έμπαινε στο άλλο και τότε ήταν που έστρεψε το βλέμμα και κοίταξε τον Πέτρο, που εν τω μεταξύ, είχε επαληθεύσει ότι τον είχε αρνηθεί τρεις φορές προτού ο πετεινός λαλήσει δυο φορές. Και τον αρνήθηκε όχι επειδή τον μισούσε όπως θα νόμιζε κάποιος, αλλά επειδή ήθελε να παραμείνει κοντά στον Χριστό και να μην τον διώξουν από την αυλή του Αρχιερέως, πράγμα το οποίο μάς δείχνει ότι ο διάβολος πολλές φορές μάς βάζει να κάνουμε κάτι πολύ κακό αλλά σκεπτόμενοι ότι πετυχαίνουμε κάτι θεάρεστο.
Τελικά, βρήκαν δύο ψευδομάρτυρες που ισχυρίστηκαν ότι ο Χριστός απείλησε πως θα κατέστρεφε τον Ναό του Θεού στα Ιεροσόλυμα και θα τον έκτιζε ξανά σε τρεις ημέρες, πράγμα βλάσφημο για τους Ιουδαίους· η καταστροφή του ναού, δηλαδή. Τότε, ο αρχιερέας ζήτησε από τον Χριστό να ομολογήσει αν θεωρεί τον εαυτό του Υιό του αληθινού Θεού, και ο Κύριος αποκρίθηκε ότι αφού τον ρωτάει αυτό το πράγμα, αυτός το ομολογεί ότι αυτά που έχει κάνει είναι έργα αντάξια μόνο του Υιού του αληθινού Θεού και άρα όντως είναι Υιός του Θεού. Οι αρχιερείς τότε θύμωσαν πολύ και είπαν ότι εβλασφήμησε, που τόλμησε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο, αλλά περισσότερο αυτό το έκαναν για να φανούν θυμωμένοι ώστε να απαιτήσουν κατόπιν από όλους να καταδικάσουν τον Χριστό και να τον παραδώσουν εις θάνατον, όπως και έγινε.
Όμως, υπήρχε ένα πρόβλημα, το οποίο ήταν πως αν τον σκότωναν οι ίδιοι, δεν θα μπορούσαν να εορτάσουν το Πάσχα και να φάνε, διότι θα είχαν αιματοβαμμένα χέρια, έστω κι αν ήταν για δίκαιο λόγο. Η υπερηφάνεια τους και η υποκρισία τους συνεχίζουν να τους κυριεύουν και να τους τυφλώνουν Εξ ου και το γιατί αποφάσισαν να τον παραδώσουν στον Πιλάτο και στους Ρωμαίους να Τον σταυρώσουν και όχι να Τον λιθοβολήσουν όπως πρόσταζε ο Μωσαϊκός νόμος και όπως αργότερα έκαναν στον Πρωτομάρτυρα Στέφανο που ήταν Ιουδαίος ή θέλανε να κάνουν στην αμαρτωλή μοιχαλίδα γυναίκα, που φέρανε μπροστά στον Χριστό για να την καταδικάσει.
Ο Κύριος το προγνώριζε ότι θα συμβεί αυτό και είχε πει στους μαθητές τους καθώς πορεύονταν για το τελευταίο Πάσχα στα Ιεροσόλυμα, και το οποίο είδαμε στο ευαγγέλιο της Κυριακής Ε΄ Νηστειών, ότι θα Τον παραδώσουν στα έθνη, στους εθνικούς, δηλαδή όχι σε Ιουδαίους για να τον θανατώσουν. Προτού βέβαια παραδώσουν τον Κύριο στους Ρωμαίους, οι υπηρέτες των αρχιερέων τον έβρισαν, τον έφτυσαν και τον χτύπησαν, αλλά και του κάλυψαν το πρόσωπο και έλεγαν να πει ο Χριστός ποιος τον χτύπησε, λες και ήταν κάποιο νούμερο σε τσίρκο ή κάτι αντίστοιχο.
Η ώρα που ο Χριστός εμφανίστηκε ενώπιον του Πιλάτου ήταν χαράματα το πρωί. Όλο το βράδυ διήρκεσε η ανάκριση υπό των αρχιερέων και μόλις χάραξε η μέρα τον οδήγησαν στον Πιλάτο. Κάτι το οποίο πρέπει να επισημάνουμε είναι πως οι Αρχιερείς, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι σ’ αυτήν την φάση επείγονται να τελειώσουν την εξόντωση του Ιησού διότι το περιθώριό τους είναι μέχρι το βράδυ της Παρασκευής απ’ όταν άρχιζε η προετοιμασία για την επόμενη ημέρα, το Εβραϊκό Πάσχα. Άρα έπρεπε μέσα σε περίπου 12 ώρες να έχει πεθάνει ο Χριστός και να έχει ταφεί, ώστε αυτοί να είναι ήσυχοι και να εορτάσουν το Πάσχα τους, όπως νόμιζαν. Άρα, όλην αυτήν την ώρα οι Αρχιερείς και οι Φαρισαίοι σκέφτονται πώς να προχωρήσουν τα πράγματα και τι ψέματα να πουν για να επιταχύνουν τη διαδικασία της καταδίκης του Χριστού και από τον Πιλάτο και να Τον σταυρώσουν μια ώρα αρχύτερα.
Οι Φαρισαίοι, πάλι μέσα στην άπειρη υποκρισία τους, θεωρούσαν ότι το Πραιτώριο, δηλαδή ο χώρος όπου διέμενε ο Πιλάτος, επειδή ήταν ειδωλολάτρης και εκ των κατακτητών, ήταν χώρος μιασμένος και ακάθαρτος πνευματικά και γι’ αυτό δεν ήθελαν να μπουν και στέκονταν έξω. Δεν θεωρούσαν ότι η καταδίκη ενός αθώου και ο φόνος για τον οποίον θα ήταν υπεύθυνοι, θα τους έκαναν ακαθάρτους αλλά τους ενοχλούσε ότι ο Πιλάτος ήταν ειδωλολάτρης.
Ο Πιλάτος δεν ήθελε να ανακατευθεί στην υπόθεση της δίκης του Χριστού αλλά δεν μπορούσε και να το αποφύγει, ως ο υπεύθυνος να μην ξεσπάσουν αναταραχές στην περιοχή. Επίσης, ούτε οι Φαρισαίοι θα τον άφηναν ήσυχο και αυτό το έβλεπε από την επιμονή τους να καταδικαστεί ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ο Πιλάτος τρεις φορές προσπάθησε να αποποιηθεί των ευθυνών του. Η πρώτη ήταν όταν απήντησε στους υπηρέτες των Φαρισαίων ότι ας τον δικάσουν εκείνοι σύμφωνα με τον νόμο τους και ας τον τιμωρήσουν, αλλά οι Ιουδαίοι ήταν έτοιμοι να αντικρούσουν αυτά τα λόγια και να τον αναγκάσουν να τον καταδικάσει εκείνος εις θάνατον.
Μετά την πρώτη προσπάθεια να μην ανακατευτεί ο Πιλάτος, που απέτυχε, πήρε τον Χριστό μέσα στο πραιτώριο (το κτήριο όπου κατοικούσε, το διοικητήριο) και τον ανέκρινε. Στον διάλογο αυτόν ο Κύριος τού απεκάλυψε και του εξήγησε ότι η κατηγορία για την οποία τον έφεραν εις εκείνον, ότι προσπαθεί να εγκαθιδρύσει επίγεια βασιλεία που θα εναντιωθεί στων Ρωμαίων δεν ισχύει αφού δεν είναι επίγειος βασιλεύς αλλά επουράνιος. Ο Πιλάτος, λοιπόν, ακούγοντας τα λόγια αυτά, δεν πείστηκε ότι είχε διαπράξει κάποιο έγκλημα άξιο θανάτου ο Χριστός και έτσι παρουσιάστηκε ενώπιον των Ιουδαίων και τους το ανακοίνωσε.
Όπως είπαμε, όμως, και προηγουμένως, οι Ιουδαίοι ήδη περιεργάζονταν το πώς θα πείσουν τον Πιλάτο να τον θανατώσει και αμέσως του απάντησαν ψευδώς ότι ο Χριστός δίδασκε να μην δίνουν τους φόρους που έπρεπε στον Καίσαρα ή ότι προκαλούσε αναταραχές στην περιοχή με τη διδασκαλία του και ξεσήκωνε τον λαό προς επανάσταση. Του είπαν επίσης ότι ήταν όλο αυτό το διάστημα στη Γαλιλαία και κήρυττε.
Ο Πιλάτος ήταν ο Ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίας αλλά δεν ασχολιόταν με τις υποθέσεις των Ιουδαίων ή τη λατρεία τους, γι’ αυτό και υπήρχε και ο Ηρώδης, που ήταν Ιουδαίος διοικητής της περιοχής και ασχολιόταν αυτός με τα διάφορα θέματα της ιουδαϊκής κοινότητας, οπότε ακούγοντας περί Γαλιλαίας έστειλε τον Χριστό στο μέγαρο του Ηρώδη, ώστε να δικαστεί. Ο Ηρώδης επιθυμούσε να γνωρίσει τον Χριστό, αλλά ο Χριστός δεν του μίλησε καθόλου και έτσι τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο.
Μετά την επιστροφή από τον Ηρώδη, ο Πιλάτος ήθελε να ελευθερώσει τον Ιησού και να μην ανακατευθεί άλλο. Η γυναίκα του μάλιστα, η μετέπειτα Αγία Πρόκλα ή Κλαυδία, διότι πίστεψε στον αληθινό Θεό και εσώθη, προσπάθησε κι εκείνη να τον βοηθήσει με τις δικές της αποκαλύψεις περί των ονείρων που είχε, να μην φτάσει στο σημείο να τον καταδικάσει, αλλά μάταια.
Ο Πιλάτος, λοιπόν, σκέφτηκε να θέσει στους Ιουδαίους ένα δίλημμα, δια του οποίου θα άφηνε τον Χριστό ανενόχλητο να φύγει και εκείνος δεν θα ασχολείτο άλλο. Υπήρχε ένα έθιμο στην περιοχή, να αποδίδεται χάρη σε έναν κρατούμενο τις ημέρες της μεγάλης αυτής εορτής των Εβραίων. Τότε είχε συλληφθεί ένας πολύ ξακουστός κακοποιός, ο Βαραββάς, δηλαδή κάποιος που είχε προκαλέσει πολύ κακό στους ανθρώπους της περιοχής εκεί και είχε προφανώς συγκεντρώσει πολύ μίσος. Οπότε, θεώρησε ο Πιλάτος πως το μίσος τους για τον Βαραββάν θα μετρίαζε την αντίδρασή τους και θα προτιμούσαν τον Χριστό να κυκλοφορεί ανάμεσά τους από ένα ληστή και φονιά. Κι όμως, έκανε μεγάλο λάθος!
Οι άνθρωποι εν τω προσώπω των Ιουδαίων έδειξαν για ακόμη μία φορά ότι, όταν η αμαρτία εισέλθει στην ψυχή τους, τυφλώνονται και δεν επιλέγουν το συμφέρον, αλλά αντιθέτως προτιμούν την καταστροφή τους. Προτίμησαν τον Βαραββάν, τον κακοποιό, από τον Χριστό. Έπειτα, ρώτησε τους Ιουδαίους σε μια ύστατη προσπάθεια να τους μεταπείσει: «Μα, καλά τι κακό σάς έκανε;» Αλλά οι Ιουδαίοι είχαν αφηνιάσει και δεν άκουγαν τι έλεγε ο Πιλάτος.
Έπειτα, ο Πιλάτος, έκανε μια ακόμη προσπάθεια με το να μαστιγώσει τον Χριστό και να τον τιμωρήσει με άλλους τρόπους, όχι όμως με θάνατο, μήπως και κατευνάσει τη μανία των Ιουδαίων, αλλά και σ’ αυτό απέτυχε. Μάλιστα, για να γελοιοποιήσει τον Χριστό και να δείξει στους Ιουδαίους ότι το θέμα ήταν γελοίο για εκείνον, τον έντυσε δήθεν με βασιλικά ενδύματα, ακάνθινο στέφανι και του έδωσε κι ένα ξύλο για σκήπτρο. Έτσι τον παρουσίασε στους Ιουδαίους αλλά ούτε τότε πείσθηκαν να μην τον σταυρώσουν, οπότε και εκείνος, θέλοντας να έχει ήσυχο το κεφάλι του, αποφάσισε να τους τον δώσει να τον σταυρώσουν. Αυτή την εικόνα με τον πορφυρό χιτώνα, το ακάνθινο στεφάνι και το ξύλινο ραβδί παρουσιάζει η εκκλησία μας στην αρχή της εβδομάδας των Παθών.
Όμως, εκείνοι ήταν ύπουλοι και υποκριτές, όπως είπαμε, και δεν θέλανε οι ίδιοι να σταυρώσουν τον Χριστό. Ήθελα να βάλουν τους Ρωμαίους να το κάνουν, γι’ αυτό και του είπαν ότι οφείλει σύμφωνα με το νόμο τον Μωσαϊκό να πεθάνει διότι λέει πως είναι Υιός του Θεού, του αληθινού. Τότε ήταν που ο Πιλάτος τρόμαξε, ως ειδωλολάτρης που πίστευε πως οι θεοί έχουν όντως παιδιά και ημίθεους, όπως γνωρίζουμε και από τη δική μας αρχαιοελληνική ιστορία και ήθελε να βρει τρόπο να γλυτώσει τον Χριστό μην τυχόν και τον τιμωρήσει κάποιος θεός. Στον διάλογο που ακολούθησε μεταξύ Πιλάτου και Χριστού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αποκαλύπτει ότι όλα γίνονται κατά παραχώρηση του Θεού και σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του και όχι επειδή δεν μπορούσε να γλυτώσει ο ίδιος, αλλά και ταυτόχρονα του εξηγεί ότι οι Ιουδαίοι που τον παρέδωσαν στον Πιλάτο φέρουν περισσότερη ευθύνη από εκείνον γι’ αυτό που θα ακολουθούσε.
Προσπάθησε για μια τελευταία φορά ο Πιλάτος να συνετίσει τους Ιουδαίους ρωτώντας τους αν όντως συμφωνούν να θανατώσει τον βασιλέα τους, όπως τον έλεγαν εκείνοι, και τότε οι Ιουδαίοι έκαναν ένα ακόμη μεγάλο σφάλμα, να αρνηθούν ακόμη και το γεγονός ότι είναι ο λαός του Θεού, με αρχηγό τον αληθινό Θεό και να παραδεχθούν ως βασιλέα τους, τον Καίσαρα, έναν ειδωλολάτρη. Καταλαβαίνοντας τώρα, την διαστροφή τους ο Πιλάτος, ένιψε τα χέρια του, θεωρώντας ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα γλύτωνε την ευθύνη αλλά ενώπιον του Θεού, τα ανθρώπινα δεν ισχύουν, αφού όπως είπαμε πολλάκις ο Θεός τον προειδοποίησε να μην το κάνει.
Η ώρα πλησιάζε 12 το μεσημέρι, 6η ώρα όπως τις μετρούσαν εκείνο το διάστημα, όταν ο Χριστός ξεκίνησε από το Πραιτώριο την πορεία προς τον Γολγοθά, προς τη Σταύρωση. Χωρίς ξεκούραση και αφού πρώτα τον μαστίγωσαν ξανά οι Ρωμαίοι στρατιώτες. Από την εξάντληση, από τις ανακρίσεις όλη τη νύκτα, από την αγωνία και από τα μαστιγώματα και τα βασανιστήρια από τους υπηρέτες των Ιουδαίων αλλα και τους Ρωμαίους Στρατιώτες, ο Χριστός δεν άντεξε να μεταφέρει τον σταυρό Του και κατέρρευσε. Έτσι, οι Ρωμαίοι ηγγάρευσαν έναν αγρότη, τον Σίμωνα τον Κυρηναίο να μεταφέρει τον σταυρό του Χριστού. Όταν σταυρώθηκε ο Χριστός ήταν ώρα 12 το μεσημέρι και από τότε ως τις 3 το μεσημέρι, σκοτάδι επικρατούσε όλη την γη, όχι μόνο στην Ιουδαία αλλά και ούτε καν στη μία πλευρά της γης.
Όμως, ούτε η σταύρωση πραγματοποιήθηκε ως είθισται, διότι συνήθως τους κακούργους τούς έδεναν επάνω στον σταυρό και κρέμονταν εκεί επάνω για αρκετές ημέρες. Ήταν ένας αργός και βασανιστικός θάνατος και κυρίως ήταν εξευτελιστικός, ώστε όλοι να τους κοιτούν και να τους χλευάζουν, γι’ αυτό και τους σταύρωναν σε μέρη απ’ όπου διέρχονταν πολλοί, σταυροδρόμια δηλαδή, ή στην περίπτωση του Χριστού, επάνω σε λόφο. Όπως γνωρίζουμε από την εικονογραφία της εκκλησίας μας, τον Χριστό τον σταύρωσαν καρφώνοντάς του τα μέλη επάνω στον σταυρό, άρα τον τραυμάτισαν και άρα έτρεχε αίμα από τις πληγές. Ιδιαιτέρως οι πληγές στα πόδια ήταν οι πιο επώδυνες διότι το αίμα, λόγω και της βαρύτητας, συγκεντρώνεται στα κάτω άκρα, οπότε φεύγει με πιο μεγάλη πίεση.
Παρόλα αυτά, ο Κύριος επάνω στον σταυρό για τρεις ώρες τουλάχιστον είχε απόλυτη νηφαλιότητα, μπορούσε να συνομιλήσει αλλά και να διεκπεραιώσει τις τελευταίες του υποθέσεις επί γης, που ήταν να παραδώσει την Παναγία μητέρα Του στον Ιωάννη, να την προσέχει, αλλά και να δεχθεί την μετάνοια του ληστού. Επίσης, φώναξε ότι διψούσε ώστε να δώσει ακόμη μία ευκαιρία στους ανθρώπους να του δείξουν καλοσύνη στην έσχατη ώρα της ανάγκης του, αλλά ούτε αυτό συνέβη. Του φέρθηκαν έστω και τότε ως σε κακούργο, χωρίς στάλα αγάπης και του έδωσαν να πιει ένα υγρό που αναισθητοποιεί τις αισθήσεις και υποφέρει ο άνθρωπος λιγότερο. Αλλά ο Χριστός δεν ήθελε να υποφέρει λιγότερο, καθότι ήθελε να δείξει σε εμάς την άπειρή του αγάπη και να δεχθεί αγάπη.
Το τελευταίο θαυμαστό που εποίησε ο Κύριος έτι ζων ήταν ότι παρέδωσε το πνεύμα του την ώρα που εκείνος ήθελε, αφού πρώτα κραύγασε, δηλαδή έβγαλε μία κραυγή, κάτι που για έναν οργανισμό τόσο εξαθλιωμένο και εξαντλημένο όπως ο δικός του επάνω στον σταυρό, ήταν εντελώς παράδοξο. Όταν ένας άνθρωπος χάνει πολύ αίμα, πέρα από την όλη εξάντληση που αναφέραμε, τότε αρχίζουν και οι δυνάμεις του και τον εγκαταλείπουν και το τελευταίο που μπορεί να κάνει είναι να κραυγάσει δυνατά. Μετά την κραυγή αυτή, τη νικητήριο αυτή κραυγή επί του θανάτου και του διαβόλου, αφού πλέον το σχέδιό του επί γης είχε ολοκληρωθεί και θα κατέβαινε στον Άδη να ελευθερώσει όλους τους φυλακισμένους εκεί από Αδάμ.
Την ίδια στιγμή που ο Κύριος παρέδωσε το πνεύμα του, συνέβη σεισμός στην περιοχή και τα μνήματα διαφόρων νεκρών άνοιξαν, δηλαδή μετακινήθηκαν οι λίθοι και πολλοί άγιοι από την Παλαιά Διαθήκη αναστήθηκαν. Αυτό σήμαινε ότι ήδη με την κάθοδο του ο Κύριος στον Άδη είχε συντρίψει τις πύλες του Άδου και ότι είχε ελευθερώσει τις ψυχές πρώτα των Δικαίων και αγίων ανδρών, αυτών δηλαδή που ήδη από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης τον περίμεναν και κατόπιν ελευθέρωνε με το κήρυγμά του και τις ψυχές όλων όσων πίστευαν ότι αυτός είναι ο αληθινός Θεός.
Το σώμα, όμως, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κρέμεται επί του σταυρού νεκρό, άψυχο αφού η ψυχή του έχει κατέλθει στον Άδη, ήδη από τις 3 η ώρα το μεσημέρι της Παρασκευής. Ο δε εκατόνταρχος με τους στρατιώτες που τον φρουρούσαν, ώστε να μην κατεβάσει κανείς τον Χριστό από τον σταυρό έως ότου πεθάνει, είδε τα γενόμενα και μαρτύρησε ότι όντως απέθανε στον Πιλάτο αργότερα, όταν πλέον ο Ιωσήφ ο απ’ Αριμαθαίας, που είχε βουλευτικό αξίωμα στην κοινωνία των Ιουδαίων, ζήτησε από τον Πιλάτο να παραλάβει το σώμα του Χριστού και να το ενταφιάσει. Είχε προηγηθεί βέβαια, το αίτημα άλλων Ιουδαίων να κατεβάσουν τα σώματα από τους σταυρούς, μαζί και των ληστών, που ακόμη δεν είχαν πεθάνει, ώστε να μην τα βλέπουν οι προσκυνητές και τους χαλάνε την ατμόσφαιρα για τις ημέρες του εορτασμού του Πάσχα. Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι οι Ιουδαίοι την επόμενη ημέρα θα “τιμούσαν” την εντολή του Θεού να εορτάζουν το Πάσχα, όταν τους ελευθέρωσε από τον Φαραώ, τον κακό δηλαδή άρχοντα της αμαρτίας και της καταπίεσης, ενώ τώρα οι ίδιοι δέχονταν και προσκυνούσαν ως βασιλέα τους έναν άλλο “φαραώ”, τον ειδωλολάτρη Αυτοκράτορα της Ρώμης.
Άρα όταν ο Ιωσήφ ζήτησε το σώμα από τον Πίλατο ήδη γνώριζε ότι είχε πεθάνει και ήδη ήταν στη διαδικασία οι Ιουδαίοι να μαζέψουν τα σώματα από τον Σταυρό και να τα θάψουν. Η Παναγία παρέμενε κοντά στο σώμα του Υιού της και γι’ αυτό εικονίζεται να βοηθά στην αποκαθήλωση και στην ταφή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, που συνέδραμε τον Ιωσήφ μόλις εκείνος πήρε την συγκατάθεση του Πιλάτου. Το ίδιο και οι άλλες γυναίκες που συνόδευαν και διηκόνουν τον Χριστό στην περιοδεία του και στο κήρυγμά του. Εκείνες παρέμειναν κοντά στον τόπο της σταυρώσεως μέχρι που κατέβασαν το σώμα του Χριστού από τον σταυρό και τον ενεταφίασαν γι’ αυτό και αργότερα γνώριζαν πού τον έθαψαν.
Όσον αφορά τώρα τον τόπο της ταφής του, δεν μπορούσαν να τον πάνε πολύ μακρυά διότι ήταν ήδη αργά και ξεκινούσε ο εορτασμός της ημέρας του Σαββάτου από την προηγούμενη το βράδυ, που, οπότε απαγορευόταν να μετακινηθούν και σε μεγάλες αποστάσεις οι Ιουδαίοι. Όμως, ο Ιωσήφ είχε ετοιμάσει ένα μνήμα για τον εαυτό του εκεί κοντά στο Γολγοθά, στο οποίο και απέθεσαν και το σώμα του Χριστού. Το μνημείο ήταν καινούργιο, δηλαδή δεν είχε ταφεί άλλος μέσα, διότι την εποχή εκείνη (αλλά συμβαίνει ακόμη και σήμερα), τα μνήματα ήταν οικογενειακά και θάβονταν όλα τα μέλη μιας οικογένειας στον ίδιο χώρο. Άρα, θα μπορούσε να ήταν θαμμένος και κάποιος άλλος ήδη. Ωστόσο, επειδή είχε συμβεί στο παρελθόν το περιστατικό με τον προφήτη Ελισσαίο που έριψαν επάνω του ένα ληστή νεκρό και αυτός ανέστη, γι’ αυτό ο Θεός φροντίζει αν μην μπορούν να πουν ότι συνέβη το ίδιο και τώρα διότι ήταν θαμμένος κάποιος προφήτης στο μνήμα όπου έβαλαν τον Χριστό.
Ακόμη, αυτό που προείπε ο Χριστός ότι δεν θα προλάβουν να τον μυρίσουν οι γυναίκες για τον ενταφιασμό του ως ήταν το έθιμο εκείνη την εποχή πραγματοποιήθηκε λόγω του ξαφνικού του πράγματος και των πολύ λίγων ωρών που διήρκησε η σταύρωση, ο θάνατος και η ταφή. Όμως, ο Νικόδημος έφερε μίγμα “σμύρνας και αλόης” (να θυμίσουμε ότι σμύρνα ήταν ένα από τα δώρα που του είχαν προσφέρει οι μάγοι και συμβόλιζε ακριβώς ότι ο Χριστός θα ταφεί ως άνθρωπος, συμβόλιζε δηλαδή την ανθρώπινη φύση του) και τον ενεταφίασαν, αφού τον τύλιξαν και τον έδεσαν με τα οθόνια, τις λουρίδες δηλαδή από ύφασμα με τις οποίες έντυναν τους νεκρούς.
Οι τελευταίοι που θα περίμενε κανείς να πιστεύουν και να υπολογίζουν την ανάσταση του Χριστού ή το οτιδήποτε μετά τον θάνατό του, ήταν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Όμως, όπως είδαμε και προηγουμένως, οι αμαρτωλοί άνθρωποι δεν ησυχάζουν αν δεν πετύχουν αυτό που θέλουν, αν δεν πάνε όλα όπως τα θέλουν εκείνοι και οι Φαρισαίοι ενθυμούνται τώρα ότι ο Χριστός είχε προειδοποιήσει για ένα γεγονός μετά τον θάνατό του. Οι μαθητές του δεν πρόσεχαν τα λόγια του Χριστού τόσο όσο οι εχθροί του, ούτε τα έπαιρναν τόσο σοβαρά όσο εκείνοι. Γι’ αυτόν τον λόγο οι Φαρισαίοι προσέρχονται στον Πιλάτο, την ημέρα του Σαββάτου, αφού θεωρητικά είχαν “τιμήσει” το Πάσχα και πλέον μπορούσαν να του μιλήσουν, και του ζητούν να ασφαλίσει τον τάφο και να βάλει φρουρά ώστε να μην πάει κανείς να κλέψει το σώμα του και να πει ότι ανέστη ενώ δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι επειδή οι Φαρισαίοι καθοδηγούνται από τον διάβολο με λογισμούς πονηρούς, και όπως εκείνος στους πειρασμούς στην έρημο, όταν προσπαθούσε να καταλάβει αν ο Χριστός είναι όντως Υιός του Θεού, τον δοκίμασε με διαφόρους τρόπους και χρησιμοποιώντας λόγια του Θεού, που σημαίνει ότι ο διάβολος παίρνει το κάθε τι που λέει ο Θεός τοις μετρητοίς και το προσέχει, έτσι και τώρα ο διάβολος προσπαθεί να εξασφαλίσει ότι δεν θα συμβεί τίποτα που δεν ελέγχει, δηλαδή κάποια ανάσταση.