Σε ένα προάστιο της Αθήνας, στο Μαρούσι, υπάρχει μια μικρή εκκλησία χτισμένη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αφιερωμένη στην Παναγία την Οδηγήτρια. Η περιοχή αυτή είχε πολλές νεραντζιές και για αυτόν τον λόγο το εκκλησάκι ήταν γνωστό στους κατοίκους ως Παναγία η Νεραντζιώτισσα. Σε αυτό το φτωχικό και γεμάτο χάρη εκκλησάκι ο Θεός έστειλε τον π. Αθανάσιο (Χαμακιώτη) για να το λειτουργεί. Και ο πατήρ Αθανάσιος, με την αγάπη και την απλότητά του, έφερε πολύ κόσμο στην εκκλησία. Οι πιστοί έβλεπαν την αγία ζωή του και έμεναν κοντά του για να ακούνε τις σοφές συμβουλές του και να μαθαίνουν από το άγιο παράδειγμά του. Ο πατήρ Αθανάσιος μιλούσε συνεχώς για την πίστη στον Θεόν, για την προσευχή, για την ταπείνωση, την ελεημοσύνη. «Δίνετε» έλεγε, «και θα σας δώσει ο Θεός. Πάντα θα σας δίνει, όταν δίνετε».
Στην περιοχή εκείνη ζούσε και μια ηλικιωμένη γυναίκα. Για χρόνια δεν μπορούσε να περπατήσει. Ήταν παράλυτη. Ζούσε ολομόναχη. Δεν είχε άνθρωπο να την περιποιηθεί. Η ζωή της δεν ήταν εύκολη όμως ο Θεός, που αγαπάει όλους τους ανθρώπους, δεν γινόταν να αφήσει έτσι τη γυναίκα αυτή. Πολλοί, βέβαια, κρατώντας κάτι για να της προσφέρουν, πήγαιναν να την επισκεφτούν μα όλοι είχαν τις δουλειές τους, τις οικογένειές τους, τα έξοδά τους. Κάθονταν λίγο μαζί της, της μιλούσαν και έπειτα έφευγαν.
Μια μέρα πήγαν στο σπίτι της, όπως συνήθιζαν κάποιες πιστές γυναίκες για να της κρατήσουν συντροφιά. Η παράλυτη, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, μην μπορώντας να σηκωθεί, τις υποδέχθηκε με χαρά κάνοντας ένα νεύμα με το χέρι της να περάσουν και να καθίσουν κοντά της. Εκείνες, γελαστές, προχώρησαν και μπαίνοντας στο δωμάτιο θαύμασαν την καθαριότητα. Όλα έλαμπαν. Μα και τα ρούχα της παράλυτης ήταν καθαρά και περιποιημένα. Λίγο πιο πέρα, ακουμπισμένα άλλα ρούχα, απαραίτητα για εκείνη, φρεσκοπλυμένα και φρεσκοσιδερωμένα.
«Πήρες άνθρωπον να σου πλένει και να σου σιδερώνει;» την ρώτησαν με απορία οι γυναίκες μόλις κάθισαν.
«Όχι, βέβαια» απαντάει εκείνη. «Εμένα με φροντίζει ο Χριστός. Δόξα τω Θεώ!»
Και άλλα πολλά είπαν, ώσπου πέρασε η ώρα.
«Να πάμε τώρα και εμείς στα σπίτια μας, γιατί θα μας ψάχνουν οι άνδρες μας» είπαν εκείνες. « Να αφήσουμε και εσένα να κοιμηθείς και να ξεκουραστείς. Πολύ σε κουράσαμε με τις φλυαρίες μας.»
«Μα τι λέτε; Πολύ χαίρομαι που σας βλέπω. Μακάρι να μπορούσα να σας περιποιηθώ όπως θα ήθελα».
«Τι καλή γυναίκα! Θέλει να μας περιποιηθεί, ενώ δεν μπορεί ούτε τον εαυτό της να φροντίσει!» έλεγαν εκείνες φεύγοντας. Μα είχαν μείνει και με την απορία πως όλα στο σπίτι της λάμπουν, ενώ εκείνη δεν μπορεί να κάνει ούτε ένα βήμα.
Η είδηση φυσικά διαδόθηκε γρήγορα στην περιοχή. Ο ένας με τον άλλον συζητούσαν για αυτό το παράδοξο γεγονός και για πολύ καιρό όλοι έμεναν με την απορία αυτή, ώσπου στο τέλος αποφάσισαν να βρουν μόνοι τους την απάντηση. Κάποιοι πρότειναν να κρυφτούν κοντά στο σπίτι της παράλυτης και να δουν αν πηγαίνει κάποιος και τη βοηθάει κρυφά. Έτσι και έγινε. Για ώρα περίμεναν, ώσπου κάποια στιγμή διέκριναν στον δρόμο έναν άνθρωπον να πλησιάζει. Κατευθυνόταν προς το σπίτι της ανήμπορης γυναίκας. Ξαφνιάστηκαν στην αρχή, γιατί ο άνθρωπος αυτός φορούσε ράσο. Ήταν ιερέας! Μπορεί απλώς περαστικός να είναι, όπως τόσοι άλλοι, σκέφτηκαν και συνέχισαν ακίνητοι και σιωπηλοί το έργο της παρακολούθησης. Ο ιερέας κρατώντας το μπαστούνι του μπήκε στο ταπεινό σπίτι της γυναίκας.
Ήταν ο πατήρ Αθανάσιος! Ήταν ο «άγγελός» της, που ξεκινούσε πολλές φορές για το σπίτι της. Έκανε το σκούπισμα, καθάριζε και τακτοποιούσε, μαγείρευε για να έχει η γυναίκα ζεστό φαγητό και μετά από ώρα, όταν πια τελείωνε όλες αυτές τις δουλειές, έφευγε από το σπίτι κρατώντας σε τσάντα τα άπλυτα ρούχα της. Τα έπλενε, τα σιδέρωνε και τα επέστρεφε στην ηλικιωμένη γερόντισσα. Και όσο εκείνη τού έλεγε: «Σας παρακαλώ, πάτερ, εγώ έπρεπε να διακονώ εσάς και όχι εσείς εμένα» εκείνος της απαντούσε αυστηρά: « Σε κανέναν δεν θα πεις τι κάνω! Ακούς;»
Μα όσοι παραφύλαξαν και τον είδαν έτρεξαν αμέσως να του το πουν.
«Γέροντα, σε είδαμε!»
Και εκείνος τόσο λυπήθηκε!
«Δεν θα το πείτε πουθενά αλλού πριν τον θάνατό μου».
Δεν ήθελε κανείς να το μάθει. Μόνο ο Θεός, που τον βλέπει, του αρκούσε.
Αυτός ο άνθρωπος ανακάλυψε το τάλαντό του και το αξιοποίησε
προς δόξαν Θεού! Εμείς κάνουμε το ίδιο;