Αφορμή αυτού του πολέμου αποτέλεσε μία ακόμη περιπλοκή του Κρητικού ζητήματος, οι παραδοσιακές καταπιέσεις των οθωμανικών αρχών, που τούτη τη φορά συνοδεύτηκαν με σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού του νησιού και γενικευμένες καταστροφές, το πάγιο αίτημα των Ελλήνων του νησιού για ένωση με την Ελλάδα και οι παλινωδίες των Μεγάλων Δυνάμεων. Βασική αιτία ήταν η απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων που βρίσκονταν ακόμη υπό την οθωμανική κυριαρχία.
Η Εθνική Εταιρεία, μια πατριωτική οργάνωση που είχε ιδρυθεί το 1894, συσπείρωνε στις τάξεις της εκλεκτά στελέχη της αθηναϊκής κοινωνίας που ανησυχούσαν για την εξέλιξη των εθνικών θεμάτων, δυσανασχετούσαν για τη διστακτικότητα και την αναβλητικότητα της ελληνικής κυβέρνησης και του Παλατιού και ήθελαν την εφαρμογή της Μεγάλης Ιδέας. Παρότι η Αγγλία υποστήριζε τις βασικές γραμμές του ελληνικών διεκδικήσεων, δεν είχε ακόμη εγκαταλείψει πλήρως την πολιτική της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο ίδιο μήκος κύματος Γάλλοι και Ρώσοι που θεωρούσαν υπερβολικές τις ελληνικές αξιώσεις στην Κρήτη και προέκριναν τη δεδομένη στιγμή την αυτονομία έναντι της ένωσης, έχοντας πάντοτε στο μυαλό τους πως τυχόν ικανοποίηση του ελληνικού αλυτρωτισμού θα ενίσχυε την εκδήλωση αντίστοιχων συμπεριφορών μεταξύ των Σέρβων και των Βουλγάρων, με απρόβλεπτες συνέπειες στο εδαφικό καθεστώς των Βαλκανίων. Πιο αυστηροί και επικριτικοί στάθηκαν οι Γερμανοί, οι οποίοι είχαν ήδη ξεκινήσει την οικονομική και την πολιτική τους διείσδυση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και δεν ήταν διατεθειμένοι να θυσιάσουν τα ερείσματά τους για χάρη των χριστιανικών εθνών της περιοχής. Εκτός από την Εθνική Εταιρεία, και ο ελληνικός Τύπος στη μεγάλη πλειοψηφία του είχε συνδιαμορφώσει ένα κλίμα που επικρατούσε ο ενθουσιασμός του πολέμου κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Παρά όμως τον ενθουσιασμό του πολέμου, η στρατιωτική υπεροπλία των Οθωμανών ήταν αδιαμφισβήτητη, από τη στιγμή κιόλας που ο οθωμανικός στρατός είχε μόλις αναδιοργανωθεί και εκσυγχρονισθεί από Γερμανούς αξιωματικούς. Πρώην αρματολοί και κλέφτες, οι θρυλικοί «σταυραετοί» του έθνους, ανέλαβαν να ανάψουν επαναστατικές εστίες ξεσηκώνοντας τους αλύτρωτους και προετοιμάζοντας έτσι τον εθνικό ξεσηκωμό. Η αναχώρηση του τακτικού ελληνικού στρατού για το μέτωπο έγινε μέσα σε συγκινητική ατμόσφαιρα εθνικής ομοψυχίας.
Με τα παρακάτω λόγια ο νεαρός ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Παύλος Μελάς περιέγραψε τις στιγμές της εθνικής έξαρσης.
«Ο Αρχιεπίσκοπος με τα εορτινά του άμφια και περιστοιχιζόμενος από τον άλλον κλήρο έκαμε αγιασμό κι έδωκε τον σταυρόν να τον ασπασθούν ένας, ένας κάθε αξιωματικός και στρατιώτης. Έπειτα είπε δύο τρία λόγια γεμάτα πατριωτισμόν και συγκινηθήκαμεν όλοι. Απ’ έξω από τον σταθμόν το πλήθος που μας παρακολουθούσε συνεμερίζετο την συγκίνησίν μας. Και όταν ο Αρχιεπίσκοπος εφώναξε “ζήτω ο Βασιλεύς, ζήτω ο Στρατός, ζήτω η Μακεδονία”, εφώναξαν όλοι με τόσην ορμήν, ως να ήθελαν πράγματι ν’ ακουσθούν ως μέσα εις την Μακεδονίαν. Τέλος αι αμαξοστοιχίαι εξεκίνησαν από τον σταθμόν και ο κόσμος ηκολούθησε τρέχων όσον ηδυνήθη»
Μαζί του για τη μεθόριο αναχώρησε ο ανθός της ελληνικής νεολαίας, συνοδευόμενος από τις ευχές και τις δεήσεις ενός ολόκληρου έθνους. Ο πατέρας του Παύλου Μελά, Μιχαήλ Μελάς, προσπαθούσε να μετριάσει τον ενθουσιασμό του γιου του και των συντρόφων του.
«Φοβούμαι ότι θα γίνουν παράτολμα και πρόωρα κινήματα εις τα σύνορα, διότι οι αρχηγοί σας τηλεγραφούν ότι ο στρατός δεν είναι εισέτι εις την κατάστασιν ούτε να τα υποστηρίξη ούτε να υπερασπίση καν τα σύνορα», του έγραφε προφητικά, καταλήγοντας: «Ο Θεός να μας φυλάξη από κάθε ανοησίαν, οθενδήποτε και αν έρχεται».