Την άνοιξη του 1827, όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε στην Αττική μετά από την τετράμηνη απουσία του και τη νίκη της Αράχωβας, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε “ταμπούρια”, όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων. Τον ίδιο χρόνο, 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς έφθασαν σε βοήθεια του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι, διορισμένοι από την Κυβέρνηση, Κόχραν ως «στόλαρχος πασῶν τῶν ναυτικῶν δυνάμεων» και Τσωρτς, ως «διευθυντής χερσαίων δυνάμεων», προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού, αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι, η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες· ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους «κυνηγά το βόλι». Ο Κολοκοτρώνης τού τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη «να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα». Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του, αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.
Η μάχη στο Φάληρο ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν, οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν πως θα κατέληγε.
Το λιοντάρι της Ρούμελης, ο Γεώργιος Καραϊκάκης τραυματίστηκε θανάσιμα. Ο μπαρουτοκαπνισμένος ήρωας, αν και ήξερε ότι αυτή τη φορά η πληγή του θα τον οδηγούσε στον θάνατο. Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».
Την επομένη, στις 23 Απριλίου 1827, ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του, ανήμερα της γιορτής του. Ύστερα τον πήγαν στο πλοίο “ΣΠΑΡΤΙΑΤΗΣ” όπου όλοι νόμιζαν ότι θα τον πάνε στην Αίγινα. Ο Καραϊσκάκης, όμως, είχε εκφράσει την τελευταία του επιθυμία, και αυτή ήταν να τον πάνε στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Κούλουρη (Σαλαμίνα). Λέγεται ότι αφού τραυματίστηκε, του πήγαν ένα γράμμα από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στο οποίο ο Γέρος του Μοριά έγραφε στον Καραϊσκάκη να φυλάγεται γιατί ο θάνατός του πολλούς θα βόλευε. Αναφέρεται ότι ο Καραϊσκάκης αφού διάβασε το γράμμα είπε: «Τώρα που μου το έστειλε, είναι αργά».
Τα νέα του θανάτου του, σκορπούν θρήνους, ρίγη συγκίνησης αλλά και οργή, αφού πίστευαν ότι τον δολοφόνησαν. Ίσως περισσότερο από όλους, θρήνησε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης για τον οποίο ο Καραϊσκάκης ήταν «το αγαπημένο του παιδί».
Την ημέρα της κηδείας του, άνθρωποι από πολλές περιοχές της Ελλάδος βρέθηκαν στην Κούλουρη (Σαλαμίνα) ώστε να αποχαιρετήσουν τον γενναίο Αρχιστράτηγο. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη, «κάθισε σταυροπόδι» και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου, όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση, αλλά και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Οκτώ χρόνια μετά τον θάνατό του (1835) έγινε ανακομιδή των λειψάνων του από τη Σαλαμίνα στον Πειραιά, προκειμένου να ταφούν οριστικά στο σημείο που έπεσε και όπου ήδη είχε ανεγερθεί το μνημείο του. Μαζί με τα οστά του Καραϊσκάκη, στο ίδιο μέρος και μετά από επίσημη τελετή, ενταφιάστηκαν τα αντίστοιχα λείψανα των υπολοίπων Ελλήνων και Φιλελλήνων που είχαν σκοτωθεί υπερασπιζόμενοι την πόλη της Αθήνας. Ο ίδιος, ο βασιλιάς Όθωνας, απέδωσε φόρο τιμής στον νεκρό του Καραϊσκάκη, διέταξε να ανοίξουν τη λάρνακα που περιείχε τα οστά του Καραϊσκάκη και αφού αφαίρεσε από το στήθος του τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος απέθεσε πάνω στα οστά του λέγοντας:
– Αθάνατε Καραϊσκάκη! Επειδή ζωντανό δεν σε πρόλαβα για να σε βραβεύσω για τα ανδραγαθήματά σου, σε βραβεύω μετά θάνατο παραδίδοντας τον Μέγα Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος στον υιό σου
Η λάρνακα με τα οστά του Στρατάρχη τοποθετήθηκε εντός του Μνημείου από τους ίδιους τους συναγωνιστές του, ενώ την ίδια στιγμή παραπλεύρως τοποθετούνταν τα οστά των πεσόντων Ελλήνων και Φιλελλήνων.
Βλέπω και το παρακάτω βίντεο: