Μία μαύρη σελίδα στην ιστορία της Εθνικής παλιγγενεσίας του 1821 είναι οι δύο εμφύλιες διαμάχες της Ελληνικής Επανάστασης. Από την αρχή της Επανάστασης άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτες διαμάχες για το ποιος θα έχει την αρχηγία και την εξουσία, όχι μόνο στον Αγώνα αλλά και μετά, στο ελεύθερο ελληνικό κράτος που όλοι περίμεναν πως θα αποκτούσαν σε λίγα χρόνια.
Από το ένα μέρος ήταν οι άνθρωποι που μέχρι τότε διοικούσαν τις πόλεις και τα χωριά: οι πρόκριτοι, οι κοτζαμπάσηδες και οι κάθε λογής ισχυροί. Από το άλλο μέρος ήταν οι οπλαρχηγοί, τους οποίους ο λαός άρχισε σιγά σιγά να περιβάλλει με μεγάλη εκτίμηση και σεβασμό, αφού του ενέπνεαν ένα αίσθημα ασφάλειας απέναντι στις αυθαιρεσίες των Τούρκων κι ένα αίσθημα περηφάνειας, με την γενναιότητά τους στις μάχες. Αυτή η αντίθεση, μεταξύ των αρχόντων δηλαδή που είχαν από παλιά την εξουσία και των οπλαρχηγών που άρχισαν να διακρίνονται στις μάχες και θεωρούσαν αυτονόητο δικαίωμά τους να συμμετέχουν κι αυτοί στα κοινά και την εξουσία, οδήγησε, το 1823, σε εμφύλια σύγκρουση τους Έλληνες.
Οι αντιθέσεις είχαν ήδη φανεί από την Β΄ Εθνοσυνέλευση, με τις τρεις παρατάξεις που δημιουργήθηκαν (των Κοτζαμπάσηδων, των Υδραίων εφοπλιστών και των Κολοκοτρωναίων) και με τα τρία κόμματα που ιδρύθηκαν στην συνέχεια: το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό.
Στην πρώτη φάση του εμφυλίου συγκρούστηκαν δύο ομάδες: από τη μία πλευρά οι σημαντικότεροι στρατιωτικοί της Πελοποννήσου με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη («Αντικυβερνητικοί») και από την άλλη, οι σημαντικότεροι πολιτικοί της Πελοποννήσου και οι νησιώτες («Κυβερνητικοί») είχαν επικεφαλής τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Η πρώτη φάση τελείωσε με ήττα της ομάδας του Κολοκοτρώνη. Δόθηκαν σκληρές μάχες στις περιοχές της Αρκαδίας και της Αργολίδας, με εύκολη επικράτηση των Κυβερνητικών.
Τελικά, επικράτησε ο συμβιβασμός και ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε να έρθει σε συνδιαλλαγή με τον Κουντουριώτη και, μετά από κοπιαστικές συζητήσεις, επιτεύχθηκε συμφωνία για τερματισμό των εχθροπραξιών στις 22 Μαΐου 1824. Ο Κολοκοτρώνης αναγνώρισε την κυβέρνηση Κουντουριώτη, η οποία στις αρχές Ιουλίου χορήγησε αμνηστία στους αντιπάλους της.
Κατά την δεύτερη φάση, οι στρατιωτικοί της Επανάστασης, οι πρώην κλεφταρματολοί, θεωρούσαν ότι ήταν ριγμένοι στο μοίρασμα της εξουσίας. Αρνούνταν να αποδεχθούν την πρωτοκαθεδρία των προεστών και των νησιωτών. Με επικεφαλής τον δοξασμένο, μετά τα Δερβενάκια, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, διεκδικούσαν ένα μεγάλο μερίδιο εξουσίας. Αρκετοί ανάμεσά τους, κυρίως ο Κολοκοτρώνης, πίστευαν πως μια αυταρχική, ισχυρή, στρατιωτική κυβέρνηση, με τους ίδιους να τη στελεχώνουν, ήταν απολύτως απαραίτητη για τη συνέχιση του αγώνα. Το έναυσμα για τον δεύτερο εμφύλιο έδωσε η άρνηση των κατοίκων της Τριφυλλίας να πληρώσουν φόρους στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Αυτός έστειλε στρατεύματα για να επιβάλει τη θέληση της κυβέρνησης. Οι «κυβερνητικοί» υπό τον Παπαφλέσσα νικήθηκαν και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Σε ενέδρα έξω από την Τριπολιτσά σκοτώνεται ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος, στις 13 Νοεμβρίου 1824. Ο Γέρος του Μωριά συντετριμμένος από τον θάνατο του γιου του αποσύρθηκε στη Βυτίνα, μετανιωμένος για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο.
Ο Μαυροκορδάτος και οι Υδραίοι καραβοκύρηδες συμμάχησαν με τον Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος επηρέαζε πολλούς οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδας και απέκλεισαν τους Πελοποννήσιους από την εξουσία. Εκείνοι αντέδρασαν και ξεσηκώθηκαν. Οι Στερεοελλαδίτες επιτέθηκαν και λεηλάτησαν την βόρεια Πελοπόννησο, αναγκάζοντας τους Πελοποννήσιους να συνθηκολογήσουν. Στον εμφύλιο πόλεμο νίκησαν οι κοτζαμπάσηδες και οι Υδραίοι εφοπλιστές, και η Επανάσταση στερήθηκε έμπειρων και άξιων οπλαρχηγών, όπως ήταν ο Κολοκοτρώνης. Ο Κουντουριώτης με τα χρήματα του δανείου εξαγόραζε μικροκαπεταναίους και πλήρωνε τους μισθούς των στρατιωτών τους. Έτσι, μέρα με τη μέρα αποδυνάμωνε την πλευρά των Πελοποννησίων. Η χαριστική βολή δόθηκε με την εισβολή ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Με αρχηγούς τους Γκούρα και Καραϊσκάκη προκάλεσαν απερίγραπτες καταστροφές και λεηλασίες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αχαΐας. Ο οπλαρχηγός Δημήτριος Πλαπούτας, ως ουδέτερος, προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για τον τερματισμό της εμφύλιας αιματοχυσίας, σε μια περίοδο που η σύμπραξη Σουλτάνου και Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου απειλούσε την Επανάσταση.
Ο Κολοκοτρώνης δέχθηκε να μεταβεί στο Ναύπλιο και να «προσφέρη εἰς τὴν Διοίκησιν τὴν ὑπόκλισίν του καὶ τὴν εὐπείθειάν του εἰς τοὺς νόμους τῆς πατρίδος…». Είχε λάβει αόριστες διαβεβαιώσεις ότι η Κυβέρνηση θα χορηγούσε αμνηστία στους αντιπάλους της. Όμως, ο Κουντουριώτης δεν πίστεψε τα λόγια του μεγάλου του αντιπάλου και αφού τον συνέλαβε στις 6 Φεβρουαρίου 1825 τον έκλεισε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Τον Απρίλιο η κυβέρνηση κατάφερε να υποτάξει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που ήταν στο πλευρό του Κολοκοτρώνη και στους δύο εμφυλίους. Φυλακίστηκε στην Ακρόπολη και δολοφονήθηκε στις 5 Ιουνίου 1825.
Ο Ιμπραήμ εκείνην την περίοδο είχε ήδη καταλάβει τη μισή Πελοπόννησο και ο Κιουταχής πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Η Ελληνική Επανάσταση βρισκόταν στη πιο μελανή της φάση.
Ο Αγώνας αποδυναμώθηκε και μάλιστα σε μία κρίσιμη στιγμή, το 1824, κατά την οποίαν οι Τούρκοι αναδιοργανώνονταν για να καταπνίξουν την Ελληνική Επανάσταση.
Βλέπω το βίντεο: «Πώς σκοτώθηκε στον εμφύλιο
ο Πάνος Κολοκοτρώνης, γιος του Γέρου του Μοριά;»
Βλέπω στην από κάτω παρουσίαση τις 18 πρώτες σελίδες: