Οι Σουλιώτες ήταν μία κοινότητα Ορθόδοξων Χριστιανικών αλβανόφωνων γενών, που κατοικούσε στην ιστορική περιοχή του Σουλίου στην Ήπειρο, κατά την Οθωμανική περίοδο. Καθιέρωσαν μία αυτόνομη συνομοσπονδία με μεγάλο αριθμό χωριών, σε ένα ενιαίο σύνολο απομακρυσμένων και δύσβατων περιοχών της Ηπείρου.
Οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην απρόσιτη ορεινή αυτή περιοχή δημιούργησαν στη σειρά τέσσερα χωριά, το Σούλι, τη Σαμονίβα, την Κιάφα και το Αβαρίκο, σε απόσταση μισής ώρας δρόμο το ένα από το άλλο, και που όλα μαζί καλούνταν, λόγω του αριθμού τους, «τετραχώρι». Στην ακμή της ισχύος τους, υπολογίζεται ότι η συνομοσπονδία των Σουλιωτών είχε 12.000 πληθυσμό και πάνω από 60 χωριά.
Οι Σουλιώτες είχαν δική τους μορφή κοινωνικής οργάνωσης που βασιζόταν στην οικογενειοκρατία, τις λεγόμενες φάρες (πατριές), οι οποίες έφθαναν σε αριθμό περίπου τις 47, αντιπροσωπεύοντας 150 οικογένειες. Σπουδαιότερες εξ αυτών ήταν η φάρα του Δημοδράκου, του Ζέρβα, του Μπότσαρη, του Τζαβέλλα, του Δαγκλή, του Καραμπίνη, του Κουτσονίκα κ.ά.
Κάθε φάρα είχε τον δικό της αρχηγό του οποίου το αξίωμα ήταν κληρονομικό κατ΄ αρρενογονία. Οι αρχηγοί των φαρών συγκροτούσαν μια μορφή κυβέρνησης που λεγόταν «Κριτήριο της Πατρίδας» με κύριο καθήκον να κρίνει επί παντός και να αποφασίζει σχετικά. Στο συμβούλιο αυτό ,το οποίο δίκαζε όλες τις διαφορές που προέκυπταν μεταξύ των Σουλιωτών, προήδρευε ο γενναιότερος και συνετότερος από τους αρχηγούς των φαρών. Αυτοί προέρχονταν από τη φάρα των Τζαβελλαίων και κάποτε και από αυτή των Μποτσαραίων ή και άλλων.
Τις διαφορές μεταξύ των ανδρών της ίδιας φάρας, επέλυαν συνήθως οι γυναίκες οι οποίες στο Σούλι απολάμβαναν μεγάλων τιμών. Όταν κάποιος φέρονταν άσχημα απέναντι σε οποιοδήποτε μέλος της φάρας, αυτό θεωρούνταν ότι είχε αντανάκλαση σε ολόκληρη τη φάρα . Η αυτοδικία ήταν ιερή συνήθεια και η ηθική των γυναικών πάρα πολύ αυστηρή. Αρκούσε μια μικρή υπόνοια για την τιμή της γυναίκας κάποιου, για να λιθοβοληθεί κατ’ απόφασιν του αρχηγού της φάρας. Η άπιστη γυναίκα τοποθετούνταν σε σακί και την έριχναν στον Αχέροντα. Ο φόνος γυναίκας τιμωρούνταν πολύ αυστηρά, γιατί η συμπολιτεία θα στερούνταν τα παιδιά που θα προέκυπταν από αυτή.
Οι Σουλιώτες ήταν λιτοδίαιτοι, ολιγαρκείς και πολύ σκληραγωγημένοι. Δεν θεωρούσαν τίποτα ανώτερο και πολυτιμότερο από τη γενναιότητα. Οι γυναίκες περηφανεύονταν μόνο για τη γενναιότητα των συζύγων τους. Πολλές φορές μπροστά στα μάτια τους σκοτώθηκαν οι σύζυγοί τους και τα παιδιά τους, αλλά ποτέ δε δείλιασαν απ’ αυτό. Όταν το Σούλι ήταν σε πολιορκία, κατά το 1803, οι γυναίκες αψηφώντας τους πυροβολισμούς και τις βόμβες των στρατευμάτων του Αλή Πασά που έπεφταν γύρω, μετέφεραν φορτία στο μύλο του Ντάλα, δίπλα στον Αχέροντα, για να αλέσουν σιτηρά, που θα χρησιμοποιούνταν για τη διατροφή των πολεμιστών. Όταν υπήρξε έλλειψη ψωμιού, δε δίστασαν να διασχίσουν τις εχθρικές γραμμές και να πάνε κρυφά στην Πάργα, για να φέρουν τρόφιμα στους πολιορκούμενους. Σε κάποια μάχη μεταξύ Κιάφας και Αβαρίκου, βλέποντας οι γυναίκες τους άνδρες να κινδυνεύουν, άφησαν τα παιδιά τους όπου βρήκαν και άρπαξαν παλούκια και όρμηξαν στους Τούρκους. Τα Σουλιωτόπουλα είχαν απεριόριστο σεβασμό προς τον πατέρα και τους μεγαλύτερους και από μικρά συνήθιζαν στη σκληραγωγία και ασκούνταν στον πόλεμο. Γενικά, οι Σουλιώτες ήταν γενναίοι, ριψοκίνδυνοι, γρήγοροι, έξυπνοι, περήφανοι, αφιλοχρήματοι, μεγαλόψυχοι προς τους ηττημένους, φιλόπατρεις, ακραία φιλελεύθεροι, ανιδιοτελείς, σεμνοί και πιστοί στο καθήκον.
Οι Οθωμανοί Τούρκοι προσπάθησαν επί πολλά χρόνια να κατακτήσουν τα εδάφη της συνομοσπονδίας των Σουλιωτών, όχι βέβαια για να επιβάλλουν φόρους σε μια τελείως άγονη περιοχή, όσο για να εξουδετερώσουν τους ανυπότακτους Σουλιώτες. Οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Σουλιωτών και Οθωμανών (συμπεριλαμβανομένων Αλβανών μουσουλμάνων) άρχισαν, κατά την τοπική παράδοση, περίπου στα 1635, αν όχι νωρίτερα.