Βασικά συστατικά για την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης του 1821 υπήρξαν η επιθυμία και η λαχτάρα για την ελευθερία, η πίστη σε υψηλά ιδανικά και η ορμή των αγωνιστών. Παρ’ όλα αυτά, όπως κάθε αγώνας, έτσι και αυτός των Ελλήνων χρειαζόταν οικονομικούς πόρους, ώστε οι αγωνιστές να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές υποχρεώσεις που συνοδεύουν έναν πόλεμο, και να συνεχίσουν τις προσπάθειες για την υλοποίηση του απελευθερωτικού τους οράματος. Οι επαναστάτες, προτού καλά-καλά προκύψει ο σχηματισμός του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, επέτυχαν να αποκομίσουν τα απαραίτητα έσοδα για τον Αγώνα, μέσω του δανεισμού από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενός δανεισμού στηριγμένου σε όρους τοκογλυφικού τύπου. Για τις ανάγκες της Επανάστασης οι Έλληνες χρειάζονταν χρήματα. Γι’ αυτό συνήψαν δύο δάνεια με την Αγγλία, συνολικού ποσού 2.800.000 λιρών (1824). Από το ποσό αυτό όμως, στα ελληνικά χέρια έφτασαν μόνο 1.124.000 λίρες, οι οποίες κι αυτές ξοδεύτηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στον εμφύλιο πόλεμο, αντί να πάνε στις πραγματικές ανάγκες του Αγώνα…
Ο εξωτερικός δανεισμός δεν ξεκίνησε αρχής γενομένης της επαναστάσεως. Σε πρώτη φάση, η οικονομική στήριξη του αγώνα βασίστηκε στις δωρεές των Φιλελλήνων, αλλά και στους ίδιους τους αγωνιστές, οι οποίοι έδωσαν τις περιουσίες τους, προκειμένου να στηριχθεί το εγχείρημα της απελευθέρωσης από τον οθωμανικό ζυγό.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, άνδρας με ποικίλες διασυνδέσεις στο εξωτερικό, είχε ήδη κάνει τις πρώτες κινήσεις για τη σύναψη ενός δανειστικού πακέτου υπέρ της Ελλάδος από την Αγγλία, η οποία δείχνει πρόθυμη να μεριμνήσει για το πρώτο αυτό δάνειο του αγώνα. Προηγουμένως, έχει φροντίσει να καθησυχάσει τον Άγγλο πρωθυπουργό, πως ο ξεσηκωμός των Ελλήνων δεν έγινε για χάρη των ρωσικών συμφερόντων.
Ο Ιωάννης Ορλάνδος και ο Ανδρέας Λουριώτης αποστέλλονται στην Αγγλία, για να διαπραγματευθούν τους όρους. Από την αγγλική πλευρά, μία επιτροπή με περισσότερους από σαράντα άνδρες ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις για τη διαδικασία χορήγησης του σχετικού δανείου. Να σημειωθεί πως καίριος, για την έγκριση του δανείου, ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Λόρδος Μπάιρον. Οι όροι του πρώτου αυτού δανείου υπήρξαν, πράγματι, επαχθείς και δυσβάσταχτοι για τους Έλληνες. Το ύψος του δανείου ανερχόταν στις 800.000 λίρες, οι Έλληνες θα λάμβαναν περί τις 450.000, αλλά στα ταμεία έφτασαν μόλις 310.000. Το Ελληνικό Κράτος, ωστόσο, ακόμη δεν είχε επισήμως σχηματιστεί και οι αγγλικές τράπεζες απαιτούσαν εχέγγυα, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποπληρωμή του χρέους. Το μόνο που μπορούσε να υποθηκευτεί ήταν τα εθνικά κτήματα. Οι εθνικές γαίες, λοιπόν, δόθηκαν ως αντάλλαγμα για την επιτυχή σύναψη του δανείου.
Στον ελλαδικό χώρο, το ποσό διαχειρίστηκαν οι Κουντουριώτηδες. Οι πλοιοκτήτες της Ύδρας επωφελήθηκαν από αυτό, καθώς άλλοι έλαβαν χρήματα για παλαιότερα χρέη, ενώ άλλοι έλαβαν χρήματα δίχως να υπάρχει λόγος. Ο εμφύλιος, που είχε ξεσπάσει, χρηματοδοτήθηκε από τους Κουντουριώτηδες, καθώς φρόντισαν να ενισχύσουν τους δικούς τους άνδρες, ώστε να κυριαρχήσουν στρατιωτικά και πολιτικά. Έτσι, τεράστιος όγκος του δανείου χρησιμοποιήθηκε για τη μισθοδοσία ανδρών, που ενεπλάκησαν σε αυτές τις συγκρούσεις. Ένα μικρό μέρος δαπανήθηκε για στρατιωτικό εξοπλισμό.
Εν κατακλείδι, φαίνεται πως το πρώτο αυτό δάνειο από την Αγγλία κατασπαταλήθηκε σε εσωτερικές έριδες και δεν χρησίμευσε στην ενίσχυση του αγώνα κατά του έξωθεν εχθρού. Τα χρήματα έγιναν καπνός, αλλά το ελληνικό δημόσιο, πριν καν γεννηθεί, ήταν ήδη υπερχρεωμένο. Οι μόνοι που έβγαιναν κερδισμένοι εκ του αποτελέσματος ήταν οι Άγγλοι. Οι ανάγκες της επανάστασης παραγκωνίστηκαν, καθώς δεν είχαν περισσέψει χρήματα! Αδιαμφισβήτητα, το δάνειο αυτό υπήρξε μία τραγωδία για τους Έλληνες.
Ο Φεβρουάριος του 1825 ήταν η στιγμή, κατά την οποία συνάφθηκε η δεύτερη δανειοληπτική συμφωνία. Ήδη από τα μέσα του προηγούμενου έτους, λίγους μήνες μετά το πρώτο δάνειο, είχαν ξεκινήσει οι συζητήσεις για νέο αγγλικό δάνειο. Αυτή τη φορά, η κυβέρνηση Κουντουριώτη-Κωλέττη εκκίνησε τις διαδικασίες για την επίτευξη της συμφωνίας. Ο Ιωάννης Ορλάνδος και ο Ανδρέας Λουριώτης εκπροσώπησαν και πάλι την ελληνική πλευρά στις διαπραγματεύσεις με την Αγγλία. Οι αδελφοί Ρικάρντο εξασφάλισαν για τους Έλληνες ένα δάνειο ύψους 2.000.000 λιρών. Το παράδοξο, ωστόσο, σε αυτή τη δεύτερη συμφωνία είναι το ύψος των τόκων, το οποίο διαμορφώθηκε περί τις 1.100.000 λίρες, πράγμα το οποίο πρακτικά σημαίνει πως ελήφθη το μισό ποσό, ενώ θα έπρεπε να ξεχρεωθεί ολόκληρο! Άλλες 284.000 λίρες δεσμεύτηκαν.
Περί τις 816.000 λίρες υπολογίζεται το ποσό, που θεωρητικά θα έπρεπε να καταφτάσει στα ελληνικά ταμεία, ώστε να δώσει μία οικονομική ανάσα στους επαναστάτες. Μέρος του δανείου κατασπαταλήθηκε κατά την αγορά πλοίων. Αγοράστηκαν συνολικά έξι πλοία, εκ των οποίων ούτε τα μισά δεν βρέθηκαν στα ελληνικά λιμάνια, καθώς κρίθηκαν εν τέλει ακατάλληλα. Τεράστια ποσά, ακόμη, δαπανήθηκαν στη μισθοδοσία των πληρωμάτων των πλοίων. Υπολογίζεται πως στην Ελλάδα κατέφθασαν σε ρευστό μόλις 33.713 λίρες! Αξίζει να αναφερθεί, πως ένα μέρος του δανείου, περί τις 65.000 λίρες, κατέφθασε σε εξοπλισμό. Στις 18 Απριλίου 1825, το δεύτερο αυτό δάνειο είχε ήδη σπαταληθεί! Για άλλη μια φορά, μηδέν εις το πηλίκο για τα ελληνικά ταμεία.
Ας μην λησμονηθεί, παρ’ όλα αυτά, πως αυτό ήταν το δεύτερο δάνειο· άρα, τμήμα αυτού ξοδεύτηκε στην αποπληρωμή μέρους του προηγούμενου δανείου! Οι Έλληνες είχαν ξεκινήσει να δανείζονται, ώστε να αποπληρώσουν προηγούμενα χρέη. Ο ατέρμονος κύκλος της δανειοληψίας είχε ανοίξει και δεν επρόκειτο να κλείσει ούτε μετεπαναστατικά.
Αναφορικά με τη δράση των Ελλήνων απεσταλμένων στην Αγγλία, είναι δυνατό να γίνουν ορισμένες επισημάνεις: Ο Ορλάνδος, μη κατεχόμενος από διπλωματική φύση, δεν ήταν ικανός να έρθει σε ένα γόνιμο διάλογο με τους τραπεζίτες, ενώ προτιμούσε να απολαμβάνει τη «γλυκιά ζωή» μακριά από το καμίνι της επαναστάσεως, πίσω στον ελλαδικό κορμό. Από την άλλη, ο Λουριώτης δείχνει να ήταν εξαιρετικά συνεργάσιμος και πρόθυμος, ώστε να διασφαλίσει μία γόνιμη συνεργασία με τους Άγγλους. Ωστόσο, η φιλελληνική επιτροπή, που σχηματίστηκε, κατόπιν προτροπής του ιδίου, στο Λονδίνο, φαίνεται πως δεν έδρασε με γνώμονα το ελληνικό συμφέρον.