Η πτώση της Βασιλεύουσας στις 29 Μαΐου 1453 δεν σήμανε και την κατάργηση των χριστιανικών τελετών στην κατακτημένη χώρα. Από τον πρώτο χρόνο της Αλωσης, ο Μωάμεθ ο Πορθητής δίνει στον νέο Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο ειδικά προνόμια.
Ανάμεσά τους και η αναγνώριση της θρησκευτικής ελευθερίας των Χριστιανών της αυτοκρατορίας, καθώς και η διατήρηση των ηθών και εθίμων τους.
Με την διάρκεια της Τουρκοκρατίας να αγγίζει τα 400 χρόνια (ένας μέσος όρος καθώς κάποιες περιοχές της Ελλάδας βρίσκονταν υπό τον τούρκικο ζυγό για 500 χρόνια και κάποιες άλλες για 100), πολλές φορές οι Έλληνες γιόρτασαν το Πάσχα με καταπίεση και απειλές, διωγμούς και μαρτύρια, πίκρα και πόνο. Ωστόσο, υπήρχαν κάποιες περίοδοι που λόγω των θρησκευτικών προνομίων που είχε παραχωρήσει ο κατακτητής στους Έλληνες, οι εορτασμοί του Πάσχα στην Κωνσταντινούπολη πραγματοποιούνταν ελεύθερα, ενώ δεν ήταν λίγες και οι φορές που συμμετείχαν σε αυτούς ακόμη και οι Τούρκοι.
Ειδικά για το Πάσχα στην Κωνσταντινούπολη, το πρώτο φιρμάνι του Μωάμεθ αναφέρει ότι: «Ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα μὲ ἐλευθερίαν νὰ πανηγυρίζεται καὶ τρεῖς νύκτας νὰ μείνῃ ἀνοικτή ἡ πόρτα τοῦ Φαναρίου γιὰ τοὺς Xριστιανούς, ὅπου τὰ προάστια ἤθελον θελήσει νὰ ἐκκλησιασθῶσιν εἰς τὸ Πατριαρχείον», εντολή που ανανεώνεται από τον σουλτάνο Σελίμ το 1519.
Έτσι, για μεγάλη χρονική περίοδο κάθε Πάσχα η πόρτα του Φαναρίου παρέμενε ανοιχτή για τις τρεις νύχτες της Λαμπρής, με τους Χριστιανούς να περνούν ελεύθερα από το τείχος με τα φανάρια τους μετά από ειδικό διάταγμα (μπουγιουρντί) που έβγαινε κάθε χρόνο. Σύμφωνα με αυτό κανένας δεν επιτρεπόταν να πειράξει αυτές τις μέρες παιδί ή γυναίκα Χριστιανών, καθώς η τιμωρία σε αντίθετη περίπτωση ήταν πολύ αυστηρή.
Επιπλέον, κατά τους δύο πρώτους αιώνες της σκλαβιάς περίπου μέχρι το 1682, ο σουλτάνος «φίλευε τον Πατριάρχη και φιλεύετο από αυτόν», με το Πατριαρχείο να παραθέτει πλούσιο τραπέζι στους αντιπροσώπους του Σουλτάνου τις άγιες αυτές ημέρες.
Φυσικά, η ομαλή συνύπαρξη Χριστιανών και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι, αφού πολλές φορές η κεντρική διοίκηση ή ο τοπικός αγάς δημιουργούν ανυπέρβλητα εμπόδια στο πασχαλινό τελετουργικό, ενώ τα πράγματα δυσκολεύουν σε περιόδους διωγμών. Όμως, ακόμα κι αν τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβαίνει, οι ραγιάδες γνωρίζουν πολύ καλά πως οι θρησκευτικές ελευθερίες εναπόκεινται στην καλή πρόθεση του εκάστοτε Οθωμανού τοποτηρητή, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί ο φόβος, με την ευχή «Καλή Ανάσταση» να αποκτά και εθνικό περιεχόμενο.
Μετά τα πρώτα χρόνια ομαλής πασχαλινής συμβίωσης μεταξύ Οικουμενικού Πατριάρχη και σουλτάνου, με εκατέρωθεν ανταλλαγές δώρων, περνάμε στη σκοτεινή περίοδο κατάργησης του προνομίου του τριήμερου εορτασμού στους Έλληνες Ορθοδόξους.
Το 1772 μάλιστα δίνονται από την Πύλη στον Πατριάρχη Θεοδόσιο Β’ αυστηρές εντολές εορτασμού του Πάσχα χωρίς τραγούδια, φωνές και λαμπερά ρούχα. Εν συνεχεία, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αρχικά ενημερώνει κληρικούς και πιστούς για τις εντολές αυτές και κατόπιν τους προτρέπει να μην τις παραβούν.
Ένα ιστορικό έγγραφο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που χρονολογείται από το 1772 και βρέθηκε στην Ιερά Μονή του Σινά, αποκαλύπτει από την άλλη, πώς έπρατταν οι Τούρκοι προκειμένου να πνίξουν το θρησκευτικό αίσθημα των Ελλήνων με σκοπό τον αφανισμό κάθε ακτίνας ελπίδας και χαράς που δημιουργούσαν οι εορτασμοί του Πάσχα στους πιστούς.
Όπως προκύπτει, λοιπόν, από το συγκεκριμένο έγγραφο, οι Χριστιανοί θα έπρεπε να ακολουθήσουν τις διαταγές της Πύλης και να είναι ντυμένοι φτωχικά και όχι με επίσημες φορεσιές, ενώ οι πανηγυρισμοί με χορούς και τραγούδια στους δρόμους, όπως παλαιότερα, θα έπρεπε να δώσουν την θέση τους στην πένθιμη σιωπή με τους Χριστιανούς να κάθονται στα σπίτια τους και να αποφεύγουν τις μετακινήσεις και επισκέψεις προς τα ιερά προσκυνήματα.
«Γνωστὸν ἔστω πᾶσιν ὑμῖν, ὅτι σήμερον προσεκλήθημεν παρὰ τοῦ ἐνδοξοτάτου Σταμπὸλ ἐφέντη καὶ ἀπελθόντες ἠκούσαμεν, ἀναγνωσθέντος παῤῥησίᾳ, τοῦ ἐκδοθέντος βασιλικοῦ προσκυνητοῦ ὁρισμοῦ, ὁ ὁποῖος προστάζει, ὅτι κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς Λαμπρῆς, νὰ περάσωσιν ὅλοι οἱ Xριστιανοὶ ῥαγιάδες μὲ ἠσυχίαν καὶ σεμνότητα, χωρὶς χοροὺς καὶ τραγούδια καὶ παιγνίδια, καὶ νὰ μὴ περιπατῶσι μαζεμένοι εἰς τοὺς δρόμους, μῆτε νὰ πηγαίνωσιν εἰς τὸ Mπαλουκλή καὶ τὸν Eγρή-καπί καὶ εἰς ἄλλα ἁγιάσματα, ἀλλὰ νὰ ἠσυχάζωσιν εἰς τὰ ὀσπίτια καὶ εἰς τοὺς ὀντάδες των. Πρὸς τοῦτοις, νὰ μὴ φοροῦν καλπάκια ὑψηλά, γοῦναις μὲ προφύλια μεγάλα καὶ ἄλλα μπέτικα καὶ ὅπου ἀνήκουν εἰς τοὺς κρατοῦντας ἡμῶν, δηλαδὴ σαλβάρια καὶ μιντάνια καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἠμποδισμένα φορέματα, ἀλλὰ νὰ φυλάττωσιν ἀπαρασαλεύτως τοὺς προεκδιδομένους βασιλικοὺς προσκυνητοὺς ὁρισμοὺς περὶ τῶν ἐνδυμάτων.
Ὅποιος δὲ τολμήσει νὰ παραβῇ καμμίαν ἀπὸ τὰς προσταγὰς τούτων, νὰ παιδεύεται μὲ βαρυτάτην παιδείαν. Ὅθεν, ἀγκαλὰ καὶ πρὸ ὁλίγων ἡμερῶν, νὰ σᾶς ἐγράψαμεν καὶ νὰ σᾶς ἐσυμβουλεύσαμεν, ὅτι νὰ περάσετε κατὰ τὰς ἁγίας ταῦτας ἡμέρας ἤσυχα καὶ σεμνά, ἰδοὺ ὅμως καὶ τώρα ὅπου σᾶς φανερώνομεν τὴν γενομένην σφοδρὰν προσταγὴν καὶ παραγγέλλομεν εἰς ὅλους τοὺς Xριστιανούς, μικροὺς καὶ μεγάλους, νέους καὶ γέροντας, ἄνδρας καὶ γυναῖκας, ὅτι νὰ προσέχετε κατὰ τὰς ἁγίας ταῦτας ἡμέρας, κατὰ τοὺς ἐκδοθέντας βασιλικοὺς προσκυνητοὺς ὁρισμούς, καὶ νὰ φυλάττετε ἀπαρασάλευτες τὰς ἀνωτέρω προσταγάς, ὅπου ἔχει ὁ ἐκδοθεῖς βασιλικὸς προσκυνητὸς ὁρισμός. Διότι ὅποιος ἀθετήσει καμμίαν ἀπό τὰς προσταγὰς ταῦτας, ὁ τοιοῦτος νὰ εἰξεύρη ὅτι θέλει νὰ παιδευθῂ μὲ βαρυτάτην τιμωρίαν»…
Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, ωστόσο, πολλά από τα τυραννικά διατάγματα που απαγόρευαν γιορτές και πανηγυρισμούς αψηφούνταν από τους κατοίκους χωριών και πόλεων, οι οποίοι οργάνωναν φαγοπότια και γιόρταζαν τη μέρα της Λαμπρής με τραγούδια και χορούς φορώντας, μάλιστα, χρωματιστές ενδυμασίες.
H ελληνική Λαμπρή, που εορτάζετο σχεδόν πάντα μαζί με τα πατροπαράδοτα έθιμα και τις παραδόσεις, χάριζε στους σκλάβους ελπίδα και αισιοδοξία. O πανηγυρικός αχός της καμπάνας, οι δοξαστικοί ύμνοι της νίκης της ζωής κατά του θανάτου, που έψαλλαν οι χριστιανοί στους ναούς της Oρθοδοξίας, η ανεβασμένη ψυχική διάθεση που ενίσχυε η ανοιξιάτικη φύση, δημιουργούσαν τη νύχτα της Aνάστασης του Xριστού αλλά και όλες τις μέρες της Λαμπρής ζωντάνια και αισιοδοξία για το μέλλον.
Tο πρώτο «Xριστός Aνέστη» το συνόδευαν με μπαταριές και αυτοσχέδιες κροτίδες, με ακουστικά στοιχεία θορυβώδη και θριαμβευτικά. Aρματολοί και Kλέφτες έδιναν με την ένοπλη παρουσία τους στη γιορτή την εικόνα ενός ζωντανού μαχόμενου λαού και ανέβαζαν το αγωνιστικό φρόνημα.Γιόρταζαν με χορούς και τραγούδια, με φαγοπότι και θερμές ευχές: «Xριστός Aνέστη», «Kαλή Aνάσταση και στην πατρίδα», «Kαι του χρόνου με λευτεριά». …Aλλά και τα τραγούδια των ομαδικών πασχαλινών χορών τους είχαν και εθνικό, αφυπνιστικό περιεχόμενο.