Ανεξαρτήτως εξωτερικών παραγόντων, τα χρόνια της σκλαβιάς οι προετοιμασίες για τη Μεγάλη Εβδομάδα και τον εορτασμό του Πάσχα ξεκινούν από τις πρώτες ημέρες της Σαρακοστής, όταν οι δημογέροντες των πόλεων συνέρχονται για να καταρτίσουν επιτροπές «προς συλλογήν εράνων διά τους πτωχούς». Παράλληλα, τα μοναστήρια, οι μονές και τα μετόχια -ιδίως τα πλουσιότερα- μοιράζουν στους φτωχούς ψωμί, κρέας, αλεύρι, λαμπάδες, χρήματα και διάφορα μικρά δώρα.
Από τη Μεγάλη Δευτέρα ξεκινά η αυστηρή καθαριότητα των σπιτιών εν όψει του Πάσχα, ενώ οι ανύπαντρες και οι νιόπαντρες ετοιμάζουν τις φορεσιές με τις οποίες θα εμφανιστούν Στην αγορά, οι έμποροι στολίζουν τα μαγαζιά τους με μύρτα και βάγια, ενώ πουλούν λαμπάδες με μαύρο κερί για τον Επιτάφιο και επιχρυσωμένες για την Ανάσταση. Οι κοπέλες που στολίζουν τον Επιτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή παραμένουν νηστικές όλη την ημέρα μέχρι την περιφορά του, που στις πόλεις γίνεται, για τον φόβο εντάσεων, μόνο γύρω από την εκκλησία της ενορίας, παρότι δεν υπάρχει τέτοια απαγόρευση. Το Μεγάλο Σάββατο, μέχρι την Ανάσταση, επικρατεί απόλυτη σιωπή ενώ ακούγονται μόνο τα παιδιά που γυρνούν στα χριστιανικά σπίτια μαζεύοντας αβγά και κουλουράκια ή ψέλνοντας το «Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα…». Αυτή την ημέρα τρώνε ελάχιστα και πηγαίνουν όλοι στον εσπερινό που κρατά μέχρι τη νύχτα που αρχίζει η αναστάσιμη λειτουργία, έχοντας μαζί τους ψωμί, σύκα, σταφίδες κ.λπ.
Πριν από την πρώτη Ανάσταση η κλησάρισσα της ενορίας πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι και χτυπά τις πόρτες με ένα χοντρό ξύλο φωνάζοντας: «Κοπιάστε στην εκκλησιά», αφού το χτύπημα της καμπάνας επιτρέπεται μόνο σε έκτακτα γεγονότα συγκέντρωσης της κοινότητας και όχι για θρησκευτικούς σκοπούς.
Σε άλλες περιοχές της υπόδουλης χώρας η Ανάσταση γίνεται στις 3 τα ξημερώματα και ονομάζεται «αργοπορημένη Ανάσταση», με τους πιστούς να εκπληρώνουν κρυφά τα θρησκευτικά τους αισθήματα υπό τον φόβο του κατακτητή. Εν συνεχεία, με αναμμένα κεριά στα χέρια, γυρνούν σπίτι όπου τρώνε το πρώτο πασχαλινό πιάτο που είναι αβγοκομμένη χηνόσουπα με κρεμμύδι, μαϊντανό, πιπέρι και ψιλοκομμένο συκώτι αρνιού και στο τέλος ακολουθούν τα κρεατικά.
Το έθιμο της «αργοπορημένης Ανάστασης» διατηρείται και μετά την απελευθέρωση της χώρας σε πολλές περιοχές και είναι τόσο διαδεδομένο που η Ιερά Σύνοδος, θεωρώντας ότι αντιβαίνει στους εκκλησιαστικούς κανόνες, στέλνει στους κατά τόπους επισκόπους επιστολή κατάργησής του. Οι αντιδράσεις των πιστών, ειδικά στον Νομό Ηλείας, είναι ακραίες με αποτέλεσμα να χρειαστεί για την τήρηση της τάξης η επέμβαση του στρατού. Η συμβιβαστική λύση που βρίσκει η Ιερά Σύνοδος είναι να τελούν οι ιερείς την ιερουργία της Ανάστασης στις 12 τα μεσάνυχτα, αλλά κατόπιν να καλούν όσους πιστούς θέλουν να την επαναλάβουν στις 3 τα ξημερώματα. Το έθιμο αυτό, όπως και πολλά άλλα, σβήνει σταδιακά.
Επιστρέφοντας στην ημέρα του Πάσχα, πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει το έδεσμα της Λαμπρής, ο «λαμπριάτης», ο «λαμπρινός» ή οβελίας, όπως ονομάζεται σήμερα το πασχαλινό αρνί. Όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα θρέφουν τον προηγούμενο χρόνο τη «μανάρα» που θα γεννήσει το «λαμπριάτικο», που δεν αποκόβεται από τη μητέρα του αλλά αφήνεται εκεί μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη που πηγαίνει σπίτι ή με μια κόκκινη κορδέλα στον λαιμό ή με μια κόκκινη βαφή στη ράχη. Οι υπόλοιποι αγοράζουν αρνί από τον τσοπάνη, φροντίζοντας να μείνει στο σπίτι τους τουλάχιστον για το Μεγάλο Σάββατο για να θεωρηθεί σπιτικό, ώστε να μπορέσουν να δουν τα μελλούμενα, «διαβάζοντας», κυρίως, τη σπάλα της δεξιάς ωμοπλάτης – πράγμα άτοπο για Χριστιανούς.