Ο φρικτός θάνατος του Αθανασίου Διάκου περιγράφτηκε από τρεις ΄Ελληνες, οι οποίοι παρακολούθησαν κρυφά το τέλος του. Ο Διάκος ήταν ήδη τραυματισμένος και πονούσε πολύ από τα βαθιά τραύματά του. Όταν τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και τον έφεραν στον Ομέρ Βρυώνη, τον έδεσαν με σκοινιά σ’ ένα παχνί.
Αρχίζουν οι Τούρκοι τις προεργασίες για το τέλος της επίγειας ζωής του Εθνομάρτυρα. Στο μισοσκόταδο βλέπει ο Διάκος, και οι τρείς παρακολουθούντες, τους Τούρκους να ανάβουν φωτιά και να βάζουν πάνω μια σιδεροστιά και ένα μεγάλο χάλκινο καζάνι στο οποίο ρίχνουν μέσα λάδι. Πιάνουν τον Διάκο καθώς είναι δεμένος χειροπόδαρα και τον βάζουν να καθίσει πάνω σε ένα σκαμνί, ώστε τα πόδια του να κρέμονται. Όταν ο Αθανάσιος αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει, άρχισε το φριχτό μαρτύριό του. Κάθε φορά που τον ρωτούσαν κάτι και εκείνος έδινε αρνητική απάντηση, του έχωναν μυτερά καρφιά στις πατούσες του. Επιπλέον έριχναν καυτό λάδι από το καζάνι στα πόδια του.
Το απαράμιλλο θάρρος του Διάκου
Οι Τούρκοι τον περιπαίζουν και του υπόσχονται διάφορα. Αυτός απαντά κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. Σε κάθε άρνηση οι βασανιστές μπήγουν πιο βαθιά τα καρφιά στο σώμα του ήρωα, ο οποίος αναταράζεται ολόκληρος από τους πόνους. Η μυρωδιά του καιόμενου λαδιού τρυπά τις μύτες όλων. Βλέπουν, οι τρείς αυτόπτες μάρτυρες, τους Τούρκους να παίρνουν το καυτό λάδι και να το ρίχνουν στα γυμνά πόδια του Διάκου, ο οποίος σφαδάζει από τους πόνους κάθε φορά που πέφτει καυτό λάδι στα πόδια του. Όταν διαπίστωσαν ότι δεν αντιδρά έντονα, άφησαν τα πόδια, του ξεγύμνωσαν το επάνω μέρος του σώματος σχίζοντας την πουκαμίσα και το γιλέκο του. Αρχίζουν να ρίχνουν το καυτό λάδι στο κορμί, στο στήθος και στα χέρια. Βουβή η αντίδραση του εθνομάρτυρα. Η βουβή αντίδραση τους εκνευρίζει. Τον βασανίζουν, αλλά προσέχουν να μη πεθάνει.. Αυτή είναι η εντολή που έχουν. Το σώμα του φαίνεται ότι αρχίζει να νεκρώνεται ,αλλά το πνεύμα του είναι καθάριο και αυτό φαίνεται από τις αντιδράσεις και τις αρνήσεις του. Εξοργίζονται και επινοούν νέους τρόπους βασανισμών. Με τα καρφιά αρχίζουν να σπάνε τις φυσαλίδες που δημιουργηθήκαν από το καυτό λάδι σε ολόκληρο το σώμα του. Το χάραμα βρήκε τον Διάκο να κρατιέται όρθιος με τα σχοινιά και τους βασανιστές του αποκαμωμένους από το ξενύχτι και την κούραση. Όταν ο ήλιος ανέβηκε ψηλά, βγάζουν τον Διάκο έξω σέρνοντάς τον. Τον οδηγούν στο τελικό μαρτύριο, το σούβλισμα.
Με την άδεια του Χαλήλ Μπέη πολύς κόσμος συγκεντρώθηκε για να δει το απάνθρωπο μαρτύριο, για να φοβηθεί. Αυτός ήταν ο στόχος των Τούρκων. Ανάμεσα στο πλήθος ξεχωρίζει η μάνα του Διάκου, η οποία πληροφορήθηκε το γεγονός και ήλθε να αποχαιρετήσει τον υιό της από την επίγεια τούτη προσωρινή ζωή.
Το τέλος του ήρωα
Η εμφάνιση του δημίου με ένα σουβλί στα χέρια, μαρτυρά τις προθέσεις των Τούρκων. Ο δήμιος τρέμει από τον φόβο, γιατί πρέπει ο Αθανάσιος Διάκος να μην πεθάνει κατά την διάρκεια του σουβλίσματος. Το έργο του δημίου λεπτό και φοβερό. Δένει τον Διάκο σε ένα σαμάρι ανάσκελα, με τα πόδια ανοικτά και αρχίζει το έργο. Χώνει την πολύ καλά λεπτυσμένη άκρη του σουβλιού, ξεκινώντας απ’ τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρμα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ’ το δεξιό του το αυτί. Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος, κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός. Μόλις τελειώνει, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με τον Διάκο σ’ ένα δέντρο.
Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες. Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκεται μπροστά στον σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνεται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια. Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει αυτό και αφρίζει απ’ το θυμό του. Και δίνει εντολή να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!
Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μένει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποίητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί τον νεκρό τον Διάκο και να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος. Άφησαν τον νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχεδόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώρησαν την τρίτη ημέρα, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σήμερα είναι ο τάφος του. Του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό, από φόβο.
Βλέπω και το παρακάτω βίντεο για τη ζωή του Αθανασίου Διάκου:
Απόδοση τιμών μετά θάνατον
Το 1860 ο συνταγματάρχης Ρούβαλης πληροφορήθηκε που είχε θαφτεί το σώμα του Διάκου και το ξέθαψε. Μάζεψε τα κόκαλα σ’ ένα ξύλινο κουτί και το ξαναέθαψε με ένα σταυρό αυτή τη φορά. Στις αρχές του 1900, η πόλη της Λαμίας έστησε έναν ανδριάντα στην πλατεία Διάκου, έτσι όπως του άρμοζε παρουσία του Βασιλέως Γεωργίου Α΄, υπουργών, στρατιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.
Ο αείμνηστος μητροπολίτης Φθιώτιδος Νικόλαος προώθησε την αίτηση ανακήρυξης της αγιότητας του Αθανασίου Διάκου, αλλά η πρότασή του δεν έχει γίνει δεκτή έως σήμερα από την Ιερά Σύνοδο. Για το θέμα ο μακαριστός μητροπολίτης δήλωσε: «Ο Αθανάσιος Διάκος δικαίως ονομάσθηκε “Ο ηρωικότερος των ηρώων της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 και ο γενναιότερος των γενναίων”. Υπήρξε ομολογητής του Χριστού και μάρτυρας με τη γνησιότητα και τη ζωντάνια των μαρτύρων της πρωτοχριστιανικής εποχής. Προκλήθηκε να αρνηθεί την πίστη του με πλούσιες ανταμοιβές και δελεάσματα, αλλά έμεινε αμετακίνητος, προτιμήσας τον μαρτυρικό θάνατο από την προδοσία και την ατιμία. Ο δι’ ανασκολοπισμού μαρτυρικός θάνατός του υπήρξε “το γνησιώτερον βάπτισμα”, όπως χαρακτηρίζουν οι Διαταγές των Αποστόλων τον θάνατο του μάρτυρος, το οποίο εξάλειψε κάθε αμαρτία και τον παρέδωσε καθαρόν και άγιον εις τον Θεόν».
Εδώ, λειτουργούσε ο Αθανάσιος Διάκος κατά τη μικρή παραμονή του στην Αθήνα.
Το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου γνωστό και ως “Παρακκλήσι” (οδός Επιμενίδου), σε μικρή απόσταση από το μνημείο του Λυσικράτη, όπου διακόνησε πριν από την Επανάσταση ο ήρωας του Έθνους.