Γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλο Δένδρο της Αιτωλίας περί το 1714. Αφού έλαβε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του, ήλθε για ανώτερη μόρφωση στην Αθωνιάδα. Το 1759 εκάρη μοναχός στη μονή Φιλόθεου «καὶ εἰς τοὺς πόνους τῆς μοναδικῆς ζωῆς ἐχώρησε προθυμότατα». Κατόπιν χειροτονήθηκε ιερεύς και χρημάτισε εφημέριος της μονής του. Η φλόγα όμως που καθημερινά έκαιγε στην ταπεινή του καρδιά, για τη διάδοση του ευαγγελίου στους υπόδουλους αδελφούς του, τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη. Ζήτησε την ευλογία του πατριάρχη Σεραφείμ Β’ και τις συμβουλές του αδελφού του, δασκάλου Χρύσανθου. Έλαβε θεϊκή πληροφορία για το έργο του και την προς τούτο ευλογία έμπειρων Αγιορειτών Γερόντων. Έτσι άρχισε τη μεγάλη κι εθνοσωτήρια ιεραποστολική του δράση.
Με φλογερή αγάπη προς τον Χριστό και βαθύ ζήλο για το Γένος πραγματοποίησε τέσσερις μεγάλες περιοδείες, διαβαίνοντας όλη σχεδόν την Ελλάδα, που προκαλούν κατάπληξη και θαυμασμό. Όπου αν πήγαινε ο τρισμακάριστος, γινόταν μεγάλη σύναξη των Χριστιανών, και άκουγαν με κατάνυξη την γλυκύτητα των λόγων του, και ακολούθως γινόταν μεγάλη διόρθωση, και ωφέλεια ψυχική.
Η επίδρασή του στον λαό ήταν τεράστια. Πλήθη λαού συγκεντρώνονταν ν’ ακούσουν τον θεόπνευστο ιεροκήρυκα. Επειδή καμία εκκλησία δεν τους χωρούσε, αναγκαζόταν να κηρύττει στην ύπαιθρο, στήνοντας ένα σταυρό κι ανεβαίνοντας σ’ ένα σκαμνί, γιατί ήταν και κοντός. Οι μαθητές του κρατούσαν σημειώσεις κι έτσι έχουμε σήμερα τις διδαχές του. Στην περιοχή της σημερινής Αλβανίας το κήρυγμα του έδωσε πολλούς καρπούς. Τα κηρύγματά του συνοδεύονταν από θαύματα και προφητείες. Οι καταπληκτικές προφητείες του αναφέρονται στην απελευθέρωση του Γένους, στο μέλλον προσώπων, πόλεων και της ανθρωπότητας και στις εφευρέσεις της επιστήμης. Πολλές από αυτές εκπληρώθηκαν με απόλυτη ακρίβεια. Παντού ίδρυε εκκλησίες και σχολεία και με πάθος ενδιαφερόταν για τη μόρφωση των υποδούλων. Τους πλουσίους έβαζε ν’ αγοράζουν κολυμβήθρες για τις βαπτίσεις των Χριστιανών, βιβλία, σταυρούς και κομποσχοίνια, που τα μοίραζε στους πιστούς ως ευλογία.
Ο άγιος Κοσμάς απολάμβανε μεγάλου σεβασμού από τους Τούρκους, οι όποιοι ήταν ακροατές των διδαχών του και δωρητές του. Τον μισούσαν όμως θανάσιμα οι Εβραίοι, επειδή μετέφερε τα παζάρια των Χριστιανών από την Κυριακή στο Σάββατο. Τον συκοφάντησαν στις τουρκικές αρχές και με πολλά χρήματα προς τον Κούρτ Πασά του Βερατίου κατόρθωσαν να επιτύχουν τη θανάτωσή του. Ο άγιος με χαρά άκουσε την καταδίκη του. Τον κρέμασαν από ένα δένδρο στο χωριό Κολικόντασι και το λείψανό του το έριξαν στα νερά του πόταμου Άψου. Παρά την πέτρα που του είχαν δέσει στον λαιμό, το λείψανο επέπλεε. Βρέθηκε από τον ιερέα Μάρκο κι ενταφιάσθηκε στη μονή της Θεοτόκου Αρδονίτσας Β. Ηπείρου, όπου και ανευρέθη.
Η κανονική πράξη της αναγνωρίσεως του ως αγίου έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 20.4.1961. Πλήθος εικόνων, χαλκογραφιών, ζωγραφιών και σχεδίων φανερώνουν την τιμή και την ευγνωμοσύνη του Γένους για τον λαμπρό αστέρα του Αγίου Όρους. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αύγουστου.
Ο άγιος Κοσμάς, όπως είναι γνωστό, δεν εργάσθηκε σε μία μόνο περιοχή της πατρίδος, αλλά την διέτρεξε όλη με τις περιοδείες του. Κι αυτό όχι σε μία ειρηνική περίοδο αλλά μέσα στα μαύρα χρόνια της επί αιώνες παρατεινόμενης οθωμανικής σκλαβιάς, που απειλούσε με αλλαξοπιστία, με πνευματικό θάνατο αλλά και με φυσικό-εθνολογικό αφανισμό τους Έλληνες. Πήρε απ’ το χέρι το γένος μας -το πνευματικοπαίδι του- και το έβγαλε απ’ το σκοτάδι στο φως της ζωής, στον ευλογημένο δρόμο του Χριστού, σ’ ένα νέο στάδιο εθνικού βίου. Δικαίως λοιπόν χαρακτηρίζεται ως «ο Γέροντας του σκλαβωμένου Γένους». Αυτός σαν πατέρας το γέννησε εν Χριστώ, αυτός σαν γιατρός το γιάτρεψε, αυτός σαν δάσκαλος το μόρφωσε, αυτός σαν έμπειρος οδηγός το κυβέρνησε.
Πρώτη φροντίδα του βέβαια ήταν να οδηγήσει το γένος στην οδό της σωτηρίας. Κήρυττε τη μετάνοια. Καλούσε στην επίγνωση του μόνου αληθινού εν Τριάδι Θεού και σε επιστροφή σ’ Αυτόν. «Τί καρτεροῦμε, ἀδελφοί μου;» ρωτούσε· «σήμερον αὔριον τὸ τέλος τοῦ κόσμου· διά τοῦτο φροντίζετε νὰ διορθωθῆτε»! Τόνιζε τη μοναδικότητα της Εκκλησίας και την υπεροχή της Ορθοδόξου πίστεως έναντι όλων των άλλων δογμάτων, θρησκευμάτων και πίστεων Ανατολής και Δύσεως (μωαμεθανών – εβραίων, πάπα – ορθολογιστών). «Νὰ εὐφραίνεσθε ὁποῦ εἶσθε ὀρθόδοξοι Χριστιανοί», έλεγε, «καὶ νὰ κλαίετε διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ αἰρετικοὺς ὅπου περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος». Σκοπός του ήταν να μορφωθούν οι ακροατές του εν Χριστώ και ν’ αποκτήσουν γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα. Δεν περιοριζόταν στο να διαμορφώνει στις ψυχές τους μία επιφανειακή θρησκευτικότητα, αλλά ύψωνε τον πήχυ καλώντας τους σε ολοένα ανώτερη πνευματική ζωή.
Κέντρο της εν Χριστώ ζωής όριζε τον ναό με τις ακολουθίες του, συνδέοντας αχώριστα το κήρυγμά του με συμμετοχή στη λατρεία και τα ιερά μυστήρια. Γι’ αυτό καλούσε· «Νὰ συμμαζωχθῆτε εἰς τὶς ὀχτὼ ὥρες, νὰ διαβάσωμεν τὸν Ἑσπερινόν μας, νὰ εἰποῦμε καὶ μίαν Παράκλησιν, νὰ βάλωμεν τὴν Δέσποινά μας τὴν Θεοτόκον μεσίτρια, νὰ μεσιτεύση εἰς τὸν Χριστόν, ἐπειδὶ καὶ ὁ Υἱός της εἶνε ὠργισμένος κατὰ πάνου μας ἀπό τὶς πολλές μας ἁμαρτίες καὶ θέλει νὰ μᾶς καταποντίση».
Έχοντας όμως ο άγιος Κοσμάς το βλέμμα στραμμένο στη βασιλεία των ουρανών δεν αδιαφορούσε για το ηθικό επίπεδο της επιγείου ζωής των συμπατριωτών του, αφού ως γνωστόν από την εδώ διαγωγή εξαρτάται η εκεί κατάταξη. Έβλεπε πόση αξεστοσύνη και βαρβαρότητα είχε επικρατήσει και, για να τους φέρει σε συναίσθηση, ρωτούσε· «Δὲν βλέπετε ὅτι ἀγρίωσε τὸ γένος μας ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν καὶ ἐγίναμεν ὡσᾶν θηρία;» Τέλος το ζήτημα της αργίας της Κυριακής, στο οποίο ο άγιος Κοσμάς επέμενε, τον έκανε μισητό στους Εβραίους. Με την επίδραση του κηρύγματός του τα παζάρια έπαυσαν να γίνονται Κυριακή -πράγμα που δείχνει και πόσο τον άκουγε ο λαός- και μεταφέρθηκαν το Σάββατο που οι Εβραίοι έχουν αργία. Αυτό όμως έπληττε τα συμφέροντά τους, και γι’ αυτό με τις διαβολές τους στους Τούρκους προκάλεσαν τον μαρτυρικό θάνατό του. «Τὶς Κυριακὲς νὰ μὴ δουλέψητε ὁλότελα. Μῆτε νὰ πωλήσετε μῆτε νὰ ἀγοράσητε, οὔτε χωράφι οὔτε ἀμπέλι νὰ κοιτάζετε, μῆτε νὰ φωκαλίζετε τὰ ἀχούρια σας· μονάχα νὰ διαβάζετε βιβλία, νὰ μαθαίνετε τὸ καλόν καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, ὅτι ὅλοι θέλομεν ἀποθάνειν καθὼς τὸ βλέπομεν καθ’ ἑκάστην». Θερμός φίλος της μορφώσης των Ελληνόπουλων ήταν ο άγιος Κοσμάς. Αλλά ως θεμέλιο της μορφώσεως αυτής έθετε απαραιτήτως τον φόβο του Θεού, την καλλιέργεια της ευσέβειας, της αρετής. Τα γράμματα τα έβλεπε άμεσα συνδεδεμένα με την πνευματική κατάρτιση και την εκκλησιαστική ζωή των Χριστιανών. «Καλύτερα», έλεγε, «νὰ ἔχῃς εἰς τὴν χῶράν σου σχολεῖον ἑλληνικὸν παρὰ νὰ ἔχῃς βρύσες καὶ ποταμούς, διατὶ ἡ βρύσις ποτίζει τὸ σῶμα, τὸ δὲ σχολεῖον ποτίζει τὴν ψυχήν· τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὲς ἐκκλησίες, τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰ μοναστήρια» .
Με δική του μέριμνα, ιδρύθηκαν στην υπόδουλη πατρίδα πλήθος σχολεία για στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση. Αυτά λειτουργούσαν υπό την επίβλεψη επιτρόπων, που διόριζε εκείνος κατά τόπους, και αυτά καλλιέργησαν τα γράμματα, τη χριστιανική πίστη και την εθνική συνείδηση. Επιμόνως συνιστούσε, να μιλούν όλοι ελληνικά, δημοσίως και κατ’ οίκον. Προκειμένου να πείσει τους Έλληνες να σταματήσουν να μιλούν αρβανίτικα, φθάνει στο σημείο να πη τούτον τον τολμηρόν λόγον· «Ὅποιος Χριστιανός, ἄνδρας ἢ γυναῖκα, ὑπόσχεται μέσα εἰς τὸ σπίτι του νὰ μὴν κουβεντιάζῃ ἀρβανίτικα, ἂς σηκωθῇ ἀπάνου νὰ μοῦ τὸ εἰπῇ, καὶ ἐγὼ νὰ πάρω ὅλα του τὰ ἁμαρτήματα εἰς τὸν λαιμόν μου ἀπὸ τὸν καιρὸν ὅπου ἐγεννήθη ἔως τῶρα, καὶ νὰ βάλω καὶ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρέσουνε καὶ νὰ λάβῃ μίαν συγχώρεσιν, ὁποῦ, ἂν ἔδινε χιλιάδες πουγγιά, δὲν τὴν ἐματάβρισκε».
Ήταν, τέλος, οδηγός και στην πορεία του Γένους προς την εθνεγερσία. Σ’ αυτό συνέβαλε όχι με άμεση ή επιτελική ανάμειξη σε πολεμικές επιχειρήσεις ούτε με ρητές αναφορές και προτροπές επ’ αυτού, αλλά εμμέσως· με την καλλιέργεια της αυτοσυνειδησίας του Γένους, με την υπενθύμιση της αξίας της χριστιανικής ιδιότητος και προ παντός με το ξύπνημα του πόθου για πνευματική απελευθέρωση από τα πάθη. Καλλιεργώντας λοιπόν την αγάπη, την πίστη και την ελπίδα στο Θεό, θωράκιζε τις ψυχές, όπλιζε το φρόνημα, φώτιζε τον νουν και ενίσχυε τη θέληση. Έτσι ετοίμασε μακροπρόθεσμα και με υπομονή το έδαφος για την παλιγγενεσία.
Οι προφητείες του αγίου Κοσμά, ιδίως οι αναφερόμενες στην απελευθέρωση του Γένους, εξάσκησαν τεράστια επίδραση στους υπόδουλους Έλληνες, αναπτέρωναν το ηθικόν αυτών και ως ζωογόνος ήλιος ελπίδας φώτιζαν το σκλαβωμένο Γένος. Είναι δε γεγονός ότι οι ήρωες του 1821 ενθαρρύνονταν στον ιερό τους αγώνα όταν σκέφτονταν τις προφητείας του Αγίου, και προσεύχονταν προς τον Θεό ζητώντας και τις πρεσβείες του αγίου Κοσμά γιά την νικηφόρα έκβαση του απελευθερωτικού αγώνα. «Βοῆθά μας, ἅη-Γιώργη, καὶ σύ, ἅγιε Κοσμᾶ, νὰ πάρουμε τὴν Πόλη καὶ τὴν Ἁγιά-Σοφιά»!
Βλέπω την ζωή του Αγίου στο παρακάτω βίντεο: