Η Ελληνική Επανάσταση το 1826 βρισκόταν σε κρίσιμο σημείο και αντιμετώπιζε τον κίνδυνο κατάρρευσης καθώς Ιμπραήμ και Κιουταχής με τις επιχειρήσεις τους σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα είχαν καταφέρει καίρια στρατηγικά πλήγματα κατά των Επαναστατών. Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο κρίσιμη καθώς ο Κιουταχής ξεκίνησε την πολιορκία της Αθήνας, ενός εκ των τελευταίων προπυργίων της επανάστασης στην Ρούμελη σφίγγοντας έτι περισσότερο τον κλοιό.
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου επήλθε κατάπτωση της επανάστασης στην Δυτική Ελλάδα. Από τις 3 Ιουλίου του 1826 ο Κιουταχής με 10.000 ιππείς, πεζούς και πολλά πυροβόλα είχε στρατοπεδεύσει κοντά στην Αθήνα.
Πολλοί οπλαρχηγοί υποκρίνονταν υποταγή. Ο Καραϊσκάκης, αν και ασθενής αντιτάσσετο όσο μπορούσε στέλνοντας αποσπάσματα επαναστατών σε επίκαιρες θέσεις εναντίον του περάσματος του Κιουταχή. Συγχρόνως είχε ξεκινήσει και ο Ομέρ Πασάς της Καρύστου κατά της Αττικής με 5.000 στρατό και στρατοπέδευσε στο Καπανδρίτι λίγο έξω από την Αθήνα. Από εκεί έκανε επιδρομές λεηλατώντας τα μέρη γύρω από την Αθήνα και τον Πειραιά. Οι Τούρκοι περικύκλωσαν την Αθήνα και οι Έλληνες κλείστηκαν στην Ακρόπολη, που τη φρουρούσε ο οπλαρχηγός Γιάννης Γκούρας. Στις 3 Αυγούστου, 5.000 Τούρκοι χτύπησαν ένα αδύνατο σημείο των τειχών που υπεράσπιζαν 800 Έλληνες και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν και να κλειστούν στην Ακρόπολη. Οι Έλληνες συνέχισαν τις αιφνιδιαστικές καθόδους. Οι Έλληνες εξόρμησαν από την Ακρόπολη με αρχηγούς τον Γκούρα και Μακρυγιάννη και μετά από πολλές μάχες έτρεψαν τον εχθρό σε φυγή.
Βλέποντας τον κίνδυνο, ο Καραϊσκάκης ανεχώρησε από το Ναύπλιο στις 19 Ιουλίου και έφθασε στη Σαλαμίνα με μια δύναμη που δεν ξεπερνούσε τους 130 πολεμιστές. Ο Καραϊσκάκης έστησε το στρατηγείο του στην Ελευσίνα όπου κατόρθωσε μέσα σε μικρό διάστημα να συγκεντρώσει 1.000 περίπου Πελοποννήσιους υπό τον Γεώργιο Χελιώτη, τους οποίους έθεσε στις διαταγές του Φαβιέρου.
Ο Καραϊσκάκης προέλασε χωρίς εφόδια, μόνο με ψωμί επί τρεις ημέρες και στρατοπέδευσε στο Χαϊδάρι. Οι δυνάμεις των πολιορκημένων Αθηναίων ήταν γύρω στους 1.400 άνδρες αποφασισμένοι να πεθάνουν μέχρις ενός, εμπνεόμενοι από το παράδειγμα του Μεσολογγίου. Μέσα στην Ακρόπολη, παρά τις επιτυχίες των πολιορκημένων, το ηθικό των ανδρών του φρούραρχου της Ακρόπολης, Γιάννη Γκούρα, είχε διαβρωθεί και ορισμένοι ήθελαν να λιποτακτήσουν. Για αυτόν τον λόγο ο Γκούρας και οι δημογέροντες της Αθήνας ήθελαν να εισέλθει ένα ακόμα σώμα στην Ακρόπολη. Κάποιοι από τις ελληνικές δυνάμεις επιχείρησαν να μπουν δύο φορές, αλλά και τις δύο φορές απέτυχαν. Οι δυσκολίες μεγάλωναν και όλοι περίμεναν βοήθεια από τον Καραϊσκάκη. Γύρω από την Ακρόπολη στρατεύματα υπό τον Καραϊσκάκη, τον Φαβιέρο, τον Μαυροβουνιώτη και τον Κριεζώτη, διεξάγουν μάχες με τα στρατεύματα του Κιουταχή. Στις 30 Σεπτεμβρίου σκοτώνεται από εχθρική σφαίρα ο φρούραρχος της Ακρόπολης Γιάννης Γκούρας. Οι συγκρούσεις σώμα με σώμα συνεχίζονταν με διαλείμματα ως το βράδυ. Το πρωί οι Έλληνες ανετίναξαν τους υπονόμους τους και επωφελούμενοι από την ζάλη των πολιορκητών προξένησαν αρκετές απώλειες στον εχθρό.
Μία από τις πιο μελανές σελίδες στην ιστορία της Μεγάλης Επανάστασης γράφηκε τη διετία 1826-1827, κατά την πολιορκία της Ακρόπολης. Τόσο οι συνεχείς βομβαρδισμοί των πολιορκητών Τούρκων όσο και οι αμυντικές ανάγκες των πολιορκημένων Ελλήνων προξένησαν ανεπανόρθωτες ζημιές στον ιερό βράχο. Τα γεγονότα αυτά συνέβησαν δύο αιώνες μετά τον καταστροφικό βομβαρδισμό από τον Βενετό Μοροζίνι και την κατάρρευση του Παρθενώνα, στις 26 Σεπτεμβρίου του 1687 και δύο δεκαετίες ύστερα από τη λεηλασία του μνημείου από τον Βρετανό λόρδο Έλγιν.
Βλέπω το παρακάτω βίντεο για τον Καραϊσκάκη