ΑΚΟΥΩ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ
Αθάνατε Νικηταρά,
η Ελλάδα σου πώς μαρτυρά,
περήφανε του Πειραιά,
στο χώμα σου να περπατά.
Με επαιτείας άδεια,
του κράτους η αυθάδεια.
Βασανισμένος και τυφλός,
παρατημένος, ταπεινός.
Εγώ είμαι πλούσιος ρωμιός,
περήφανος σαν αετός.
Έδωσα όλο μου το βιός,
μα στην καρδιά μου λεύτερος.
Περνάει ο πρέσβης να τον δει
και του πετάει ένα πουγκί,
σαν νά ‘τανε κάνα σκυλί.
Μ’ αυτός μια καθαρή ψυχή.
Περήφανα πώς αντιδρά
και η καρδιά του να σκιρτά.
Πλούσιος είμαι σε δεινά,
μα μες στο τάσι η λευτεριά.
Εγώ είμαι πλούσιος ρωμιός,
περήφανος σαν αετός.
Έδωσα όλο μου το βιός,
μα στην καρδιά μου λεύτερος.