Γεννήθηκε το 1781 σε ένα χωριό του Μυστρά, τη σημερινή Νέδουσα Μεσσηνίας, στους πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 χιλιόμετρα από την πόλη της Καλαμάτας.
Διηγείται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του που κατέγραψε ο Γεώργιος Τερτσέτης: «Ἐγεννήθηκα εἰς ἕνα χωριὸ Μεγάλη Ἀναστάσοβα, ἀποδῶθε ἀπὸ τοῦ Μυστρᾶ πρὸς τὴν Καλαμάτα. Ὁ προπάππος μου ἦτον Προεστὸς καὶ ὁ πατέρας μου ἔφυγε δεκαέξι χρόνων καὶ ἐπῆγε μὲ τὰ στρατεύματα τὰ Ῥούσικα στὴν Πάρο καὶ ἦτον πολεμικός. Τὸν ἐσκότωσαν εἰς τὴν Μονεμβασιά μαζὶ μὲ ἕναν ἀδελφὸ καὶ μ’ ἕναν κουνιάδο μου. Ἀπό ἔνδεκα χρόνων, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα μου, ἔσερνα άρματα. Ἐτουφέκισα ἕναν Τοῦρκο στὸ Λεοντάρι.».
Γονείς του Νικηταρά ήταν ο Σταματέλος, γνωστός ως «Τουρκολέκας», αγωνιστής της περιοχής του Λεονταρίου, και μητέρα του η Σοφία Δημητρίου Καρούτσου από τον Άκοβο του Λεονταρίου, αδελφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ήταν δηλαδή ανιψιός του Κολοκοτρώνη, με τον οποίο διατηρούσε μια αξιοθαύμαστη σχέση και δεν τον πρόδωσε ποτέ.
Ο Νικηταράς από μικρός ακολούθησε τον πατέρα του Σταματέλο στα βουνά για τον αγώνα της ελευθερίας. Από πολύ νεαρή ηλικία εντάχθηκε ως “μπουλουξής” (επικεφαλής μπουλουκιού) στο σώμα του περιώνυμου κλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπισιώτη και διακρίθηκε για την ανδρεία του.
Παντρεύτηκε μάλιστα και την κόρη του Ζαχαριά, την Αγγελίνα με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Ο Νικηταράς ήταν ψηλός, αδύνατος και μελαχρινός, απαράβγαλτος στο τρέξιμο και από τους πρώτους στο ντουφέκι και το γιαταγάνι. Το 1805, μετά το διωγμό των κλεφταρματολών του Μοριά, πήγε στη Ζάκυνθο που τότε την κατείχαν Ρώσοι.
Ο Νικηταράς δεν κράτησε το οικογενειακό επώνυμο Σταματέλος, αλλά το έτος 1818, μετά τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία, καθιέρωσε το υποκοριστικό Σταματελόπουλος. Το παράδειγμά του ακολούθησε και ένας αδελφός, ο Νικόλαος. Στον ελληνικό λαό όμως έμεινε με το αγαπημένο του προσωνύμιο Νικηταράς, που του αποδόθηκε μετά τη Μάχη στα Δερβενάκια και υιοθέτησε ως επώνυμο ο γιος του Ιωάννης μετά το 1854.
Ο Νικηταράς τραυματίστηκε και κινδύνευσε άπειρες φορές. Ο πατέρας του και ο αδελφός του Γιάννης σφαγιάστηκαν για να μην αρνηθούν την πίστη τους, όταν από προδοσία συνελήφθησαν από τους Οθωμανούς. Ο αδελφός του Γιάννης Σταματελόπουλος είναι ο νεομάρτυς Ιωάννης ο Τουρκολέκας, η μνήμη του οποίου τιμάται στις 24 Οκτωβρίου.
Είναι περιττό να προσπαθήσει κάποιος να προσθέσει έστω και μία κεραία στην ανδρεία και την πολεμική αρετή της «δεξιάς χειρός» του αρχιστράτηγου Κολοκοτρώνη. Ήταν παντού το εκτελεστικό του όργανο: Δερβενάκια, Αγιονόρι, Δολιανά, Τριπολιτσά, Ναύπλιο.
Με την έκρηξη της Επανάστασης, στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας, στις 12-13 Μαΐου 1821 (είχε προηγηθεί μια συμπλοκή στο Λεβίδι τον Απρίλη), ο Νικηταράς που κρατούσε με 200 άντρες τα Άνω Δολιανά, κατάφερε να αποκρούσει 6.000 Τούρκους που επιτίθεντο με πυροβολικό!
Και στη Ρούμελη ήταν δίπλα από τον Καραϊσκάκη στη μάχη στην Αράχωβα και αργότερα στο Φάληρο. Πουθενά δεν είπε όχι. Όπου τον καλούσε η πατρίδα ήταν πρώτος. Πάντα στην σωστή πλευρά. Όταν οι Έλληνες κατέστρεψαν τη στρατιά του Δράμαλη στα στενά των Δερβενακίων, ο Νικηταράς μαζί με τους Δημήτριο Υψηλάντη και Παπαφλέσσα είχε καταλάβει τη χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, απ’ όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι, προκαλώντας τους μεγάλη καταστροφή. Κατά τη διάρκεια της μάχης μάλιστα έσπασε τρία σπαθιά, και όταν έσπασε και το τελευταίο, λένε ότι το χέρι του έπαθε αγκύλωση και χρειάστηκε γιατρός για να του το ανοίξει και να βγάλει το σπαθί.
Μετά τις νικηφόρες μάχες των Ελλήνων και τη λαφυραγωγία που έκαναν οι αγωνιστές, ο Νικηταράς ποτέ δεν συμμετείχε στη διανομή των λαφύρων, δεν έπαιρνε τίποτα για τον εαυτό του. Μετά τη μάχη στα Δερβενάκια και την ολοκληρωτική καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη, οι αγωνιστές τον ρώτησαν τι ήθελε να πάρει και αυτός από τα λάφυρα. Ο Νικηταράς τούς απάντησε κρατώντας την ίδια στάση που είχε μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, που ούτε εκεί πήρε κάτι από τα πλούσια λάφυρα, τους είπε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη».
Όταν η Τρίπολη καταλήφθηκε από τους Έλληνες, δεν ζήτησε κανένα λάφυρο για τον εαυτό του και όταν του προσέφεραν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί, το έκανε δώρο στην προσωρινή κυβέρνηση. Όταν οι Ελληνες κατέστρεψαν την στρατιά του Δράμαλη στα στενά των Δερβενακίων, ο Νικηταράς μαζί με τους Δημήτριο Υψηλάντη και Παπαφλέσσα, είχαν καταλάβει τη χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, απ’ όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι και τους προκάλεσε μεγάλη καταστροφή.
Με το ζόρι του χάρισαν ένα άλογο του ιππικού, μια ταμπακιέρα και ένα σπαθί. Το άλογο το χάρισε, την ταμπακιέρα την έστειλε στη γυναίκα του και το σπαθί το έδωσε για βοήθεια στους πολιορκημένους του Μεσολογγίου.
Όταν τον ρώτησε ο Τερτσέτης γιατί έμεινε φτωχός και δεν πήρε ποτέ του λάφυρα από τις μάχες, ο Νικηταράς απάντησε: «Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάμω πραμάτεια το καπετανιλίκι μου για να καζαντίσω!».
Ο ίδιος ο Νικηταράς, αν και βρέθηκε στη δίνη του εμφυλίου πολέμου (1823-1825), αρνήθηκε ακόμη και στον θείο του, τον Γέρο του Μοριά, να χτυπήσει Έλληνες και να χύσει αδελφικό αίμα.
Επί Καποδίστρια υπήρξε στενός συνεργάτης του Κυβερνήτη, αλλά επί Όθωνος, υποστήριξε ενεργά το Ρωσικό Κόμμα (των Ναπαίων), με αποτέλεσμα να παραμεριστεί. Το 1843, όταν ο Βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να δώσει Σύνταγμα στην Ελλάδα του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη.
Ο Νικηταράς είχε εμπλακεί στην «Φιλορθόδοξο Εταιρεία» που στόχευε να επαναφέρει το ζήτημα της απελευθέρωσης των εδαφών πάνω από τα σύνορα Αμβρακικού (Άρτα) – Παγασητικού (Βόλος) με στόχο την απελευθέρωση και των υπολοίπων Ελλήνων που στέναζαν, όπως και την μεταστροφή του Όθωνα στην Ορθοδοξία ή την αντικατάστασή του με Ορθόδοξο μονάρχη.
Η Ελληνική Κυβέρνηση, φοβούμενη ότι το ρωσόφιλο Κόμμα επεδίωκε να αντικαταστήσει τον Βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο Πρίγκιπα, συνέλαβε το Νικηταρά δύο φορές και τον Δεκέμβριο του 1839 και τον καταδίκασε, σε ενάμιση χρόνο φυλάκιση στις φυλακές της Αίγινας με την κατηγορία της συνομωσίας κατά του θρόνου…Τα βασανιστήρια που πέρασε στη φυλακή ήταν φρικτά και η υγεία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα. Οι άθλιες συνθήκες κράτησης προκάλεσαν ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία του. Η υπερβολική υγρασία στο κελί, η απαγόρευση κάθε επικοινωνίας, οι καθημερινοί ξυλοδαρμοί από τους δεσμοφύλακες και η πεισματώδης άρνηση του Βαυαρού γιατρού να δώσει άδεια μεταφοράς του σε νοσοκομείο, «κατάφεραν» να τον κλονίσουν όσο καμιά μάχη εναντίον των Τούρκων. Τελικά, έπειτα από 14 μήνες, του απένειμε χάρη με τη μεσολάβηση του Μακρυγιάννη.
Έπασχε από σάκχαρο χωρίς να το γνωρίζει, με αποτέλεσμα να χάσει σε μεγάλο βαθμό την όρασή του. Του χορηγήθηκε «άδεια επαιτείας», στον προαύλιο χώρο του Ναού της Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, κάθε Παρασκευή.
Απεβίωσε στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, πάμφτωχος, τυφλός και λησμονημένος. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα από το θείο του Θ. Κολοκοτρώνη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο φοβερός εκείνος πολέμαρχος που με την κραυγή «Σδρού ορέ Έλληνες να τους φάμε τους Περσιάνους!» (έτσι αποκαλούσε τους Τούρκους, συνδέοντάς τους απλοϊκά με τους αρχαίους εξ ανατολών εχθρούς των Ελλήνων) είχε έναν σπουδαίο εσωτερικό κόσμο, ένα σύνολο αρετών που σπάνια μπορεί να βρει κανείς σε άνθρωπο που δοξάστηκε όσο λίγοι στο πεδίο της μάχης: ήταν ταπεινός, μετριόφρων, φιλάδελφος και αγαπητός, είχε σεβασμό προς τους μεγαλύτερους και ανώτερους στο αξίωμα, δεν ήταν ποτέ φιλόνικος, απείχε πάντα από έριδες, δεν διεκδικούσε για τον εαυτό του τίποτε, ήταν άδολος, αφιλοκερδής και ανιδιοτελής. Οι περισσότεροι από τους συναγωνιστές του τον αποκαλούσαν στις επιστολές τους αδελφό.
Κι αυτά όλα μέσα στο σκεύος της περηφάνειας και της αξιοπρέπειας. Δεν ζήτησε ποτέ αντάλλαγμα, ενώ πρόσφερε την ζωή του! Το κράτος, αν και αναγνώρισε την συμβολή του στην ελευθερία του Γένους και τον ηρωισμό του, όχι απλά τον άφησε να πεθάνει πάμπτωχος, αλλά τον υπέβαλε σε ευτελισμό χορηγώντας του άδεια ζητιάνου για μία μέρα την εβδομάδα.