Η Μάχη του Αγιονορίου ήταν πολεμική συμπλοκή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Έλαβε χώρα στις 28 Ιουλίου του 1822, δύο ημέρες μετά την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Στην μάχη αυτή από την πλευρά των Ελλήνων αρχηγοί ήταν ο Νικηταράς και ο Νικήτας Φλέσσας.
Οι Τούρκοι φεύγοντας ρίχνουν τις αποσκευές τους και προχωρούν να προσπεράσουν από την κλεισούρα του Αγιονόρι. Οι Έλληνες χωρισμένοι σε δυο τμήματα, οχυρώνονται στα υψώματα, άλλοι στο Αγιονόρι και άλλοι στο Στεφάνι. Σε μια στιγμή ο Νικηταράς, έκανε το θάμα του. Πυροβολάει στο φορτίο μιας καμήλας κι ακολουθάει μια θεώρατη λάμψη κι ένας βροντερός κρότος από έκρηξη. Το φορτίο είχε πυρομαχικά, πράγμα, που υποπτεύθηκε ο Νικηταράς όταν πυροβολούσε.
Ο κρότος, η τεράστια λάμψη, μαζί με τις μπαταριές των ελληνικών όπλων, πανικοβάλουν τους Τουρκαλβανούς, που ασυγκράτητοι τραβούν για την Κλεισούρα, αφήνοντας τα ζώα, τα πράγματα και τα όπλα τους. Μόνο μια ομάδα, που υπερασπιζόταν τον Δράμαλη, κρατάει γερή άμυνα. Καθώς έφευγαν τρέχοντας μέσα στην Κλεισούρα, ακολουθούσαν οι Έλληνες, ακόμα και άοπλοι χωρικοί και γυναικόπαιδα από τα περίχωρα, που τουφέκιζαν τους φυγάδες, τους χτυπούσαν με πέτρες και τους τσάκιζαν. Ο Νικηταράς και ο αδερφός του Παπαφλέσσα, ο Νικήτας Φλέσσας, ρίχνονται απάνω στους Τούρκους χρησιμοποιώντας τα σπαθιά και τα μαχαίρια τους. Σαν μυθικός γίγαντας ο Νικηταράς θερίζει αλύπητα με τη σπάθα του τους εχθρούς, τους παίρνει τα κεφάλια, λες και είναι στάχυα. Ο συνονόματός του Νικήτας Φλέσσας, που τον ακολουθεί, συμπλέκεται με τον Τοπάλ πασά, και ύστερα από δραματική πάλη τον εξουδετερώνει. Ένα τσοπανόπουλο χτύπησε με το ποιμενικό του μαχαίρι τον Τούρκο και τον ζάλισε. Τρέχοντας ο Δήμος Ζαγούρας πυροβολεί τον πασά και τον αφήνει στον τόπο.
Καμμιά δεκαριά μουλάρια, κατάφορτα με τα πράγματα του Δράμαλη, ήταν τα λάφυρα του Νικήτα Φλέσσα και των συμπατριωτών του. Ανάμεσα στ’ άλλα, κατά τον αυτόπτην οπλαρχηγό Δημ. Κριεζή, ήσαν «ἀρκετὰ χρήματα εἰς χρυσόν, ἔπιπλα καὶ σκεύη διαφόρων εἰδῶν, ἐνδυμασίας ἀξίας, γούνας πολυτίμους καὶ ἄλλα τοιαῦτα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ μίαν βαρύτιμον σπάθην…».
Έξι ώρες συνέχεια κράτησε η μάχη στο Αγιονόρι, που δόξασε τα Ελληνικά όπλα και που επιβεβαίωσε τον τίτλο του Νικηταρά του «Τουρκοφάγου». Πολλοί από τους οπλαρχηγούς διακρίθηκαν. Μπορεί να πει κανείς πως κανένας δεν υστέρησε. Στάθηκαν όλοι τους Ήρωες. Πλάι ωστόσο στους ένοπλους αγωνιστές πολέμησαν γενναία και οι άνδρες και οι γυναίκες από τον Άγιο Βασίλη, το Χιλιομόδι, το Αγιονόρι, τις Κλένιες, το Σοφικό και τις Λίμνες.
Οι Τούρκοι άφησαν στον τόπο νεκρούς πάνω από 1.200. Άγνωστος έμεινε ο αριθμός των τραυματιών. Από τους Τουρκαλβανούς καβαλλάρηδες – ντελήδες – λίγες εκατοντάδες μόνο διασώθηκαν με τη φυγή. Ο ίδιος ο Σερασκέρης (Δράμαλης) τσακισμένος, ρακένδυτος και χωρίς σαρίκι, έφτασε σαν αξιολύπητος επαίτης στην Κόρινθο, από όπου πριν λίγες μέρες είχε ξεκινήσει αλαζόνας, απειλώντας να καταπνίξει στο αίμα την Ελληνική Επανάσταση και να υποδουλώσει για πάντα τον Μοριά.
Στο Αγιονόρι πάρθηκαν άφθονα λάφυρα. Πάρα πολλά πήραν οι στρατιώτες και οι οπλαρχηγοί. Μόνο ο Αρχηγός, ο θρυλικός Νικηταράς, ο σεμνός θριαμβευτής της Μάχης στα Δερβενάκια και στο Αγιονόρι, δεν ζήτησε να πάρει τίποτα. Με μεγάλη επιμονή των συμπολεμιστών του δέχτηκε το δώρο τους – για να μη τους προσβάλει – ένα σπαθί κι ένα λευκό υψηλόσωμο άλογο. Κράτησε το σπαθί και το άλογο το χάρισε.
Δείτε στο παρακάτω βίντεο έναν απόγονο του αγωνιστού Παπλούτα να ομιλεί για
τη μάχη και για τα κειμήλια που κατέχει από αυτήν η οικογένειά του.