Η περίοδος της Αντιβασιλείας κράτησε από το 1833 μέχρι το 1835 και υπήρξε εξαιρετικά σκληρή. Επειδή ο Όθων ήταν ανήλικος, σχηματίστηκε επιτροπή Αντιβασιλείας. Το όργανο αυτό αποτελούσαν οι: Γιόζεφ Λούντβιγκ Άρμανσπεργκ – Πρόεδρος, Γκέοργκ Λούντβιγκ φον Μάουρερ – επί των Εκκλησιαστικών, της Δημόσιας Εκπαίδευσης και Δικαιοσύνης και ο Καρλ Βίλχελμ φον Χάιντεκ – επί των Στρατιωτικών και των Ναυτικών.
Από τα πρώτα διατάγματα ήταν η διάλυση των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων των οπλαρχηγών. Υπήρξαν έντονες αντιδράσεις και κάποιες εξεγέρσεις πνίγηκαν στο αίμα. Συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν πολλοί γνωστοί καπετάνιοι. Πέρασαν από δίκη τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα που καταδικάστηκαν αρχικά σε θάνατο, αλλά η ποινή τους μετατράπηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση, ύστερα από τη διαφωνία δύο δικαστών.
O Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ, Πρόεδρος της Αντιβασιλείας.
Επί της βασιλείας του Όθωνα υπηρέτησε επί διετία ως αρχικαγκελάριος (πρωθυπουργός). Σ’ αυτόν οφείλεται ο διωγμός των βετεράνων αγωνιστών του ’21, με αποκορύφωμα την περίφημη δίκη του Κολοκοτρώνη.
Έιντεκ Κάρολος Γουλιέλμος: Γερμανός στρατιωτικός,
Πολέμησε με τον βαθμό του συνταγματάρχου στον Πειραιά στον στρατό του Καραϊσκάκη. Επί Καποδίστρια έγινε φρούραρχος Ναυπλίου και διαδέχθηκε τον Φαβιέρο στη διοίκηση του τακτικού στρατού. Με την κάθοδο του Όθωνα διορίστηκε μέλος της Αντιβασιλείας και τάχθηκε υπέρ της εκτέλεσης του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα. Τον συναντάμε και με τα ονόματα Έιδεκ, Άιντεκ, Χάιδεκ και Χαϊδέγγερ.
Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ.
Ήταν επιφανής Βαυαρός νομομαθής, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Ο Μάουρερ ήλθε στην Ελλάδα μαζί με τον Όθωνα και ανέλαβε με ιδιαίτερο ζήλο το πλέον δυσχερέστερο έργο, όπως ομολογήθηκε αργότερα, που ήταν η οργάνωση της Δικαιοσύνης, της Εκκλησίας και της Εκπαίδευσης.
Ήταν Νοέμβριος του 1834, σχεδόν ένα χρόνο από την έκδοση του διατάγματος που όριζε την καινούργια πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, όταν ξεκίνησε η εγκατάσταση των δημόσιων υπηρεσιών στην Αθήνα από την Αίγινα.
Η πόλη είχε δοκιμαστεί σκληρά κατά την Επανάσταση εναντίον των Τούρκων και ο πληθυσμός της δεν έφτανε τους 10.000 κατοίκους, όταν η Θεσσαλονίκη άγγιζε τις 60.000, η Πάτρα και η Τρίπολη τις 15.000. Ήταν ακόμη γεμάτη ερείπια, με λιγότερα από 2.000 σπίτια και παντού χωματόδρομους. Τα πολεοδομικά σχέδια των Κλεάνθη-Σάουμπερτ, που είχαν παραδοθεί το 1833, είχαν ήδη «μαγειρευτεί» σύμφωνα με τις επιθυμίες των μεγαλοϊδιοκτητών γης, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν ή να στενέψουν βασικοί δρόμοι και να «ψαλιδιστούν» οι προβλεπόμενες πλατείες.
Η πλατεία Κλαυθμώνος τότε ήταν γνωστός ως… γρασιδότοπος, αφού διέθετε μόνο χαμηλή βλάστηση. Τα βορειο-ανατολικά όρια της πρωτεύουσας έφταναν ως τη σημερινή οδό Σταδίου. Η Αμαλία είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη διακόσμηση των αρχοντικών, φέρνοντας έπιπλα, κουρτίνες και πολυελαίους από το εξωτερικό, για τα οποία έγραφαν κατά κόρον οι εφημερίδες της εποχής. Η Αμαλία είχε ιδιαίτερη αδυναμία στο πράσινο και, με τη βοήθεια του Βαυαρού γεωπόνου Σμαράτ, είχε δημιουργήσει μπροστά από το αρχοντικό τον πρώτο κήπο της πρωτεύουσας σε ένα τμήμα της μετέπειτα πλατείας, που ακόμη δεν είχε απαλλοτριωθεί.
Ο λόφος της Μπουμπουνίστρας, το υψηλότερο ανατολικό άκρο της πόλης των Αθηνών, επιλέχθηκε ως τοποθεσία για την ανέγερση των ανακτόρων του Όθωνα (άλλες προτάσεις, όπως ο Κεραμεικός, οι πρόποδες του Λυκαβηττού ή η σημερινή πλατεία Ομονοίας, αποκλείστηκαν). Στις 6 Φεβρουαρίου 1836 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος. Αρχιτέκτονας των ανακτόρων ήταν ο διευθυντής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και επίσημος αρχιτέκτονας της βαυαρικής αυλής Φρίντριχ φον Γκαίρτνερ.
Σε μια δεξίωση, ο Δημήτριος Πλαπούτας είχε χορέψει τσάμικο προς τιμή του ζεύγους. Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, γνωρίζοντας ότι ο δυναμικός οπλαρχηγός συνήθιζε να πετάει το τσαρούχι του, τον συμβούλευσε με τη βροντώδη φωνή του: «Σιγά τον πολυέλαιο». Η ευφυής φράση του χρησιμοποιείται ώς τις ημέρες μας…
Οι δύο μεγάλες πυρκαγιές, που εκδηλώθηκαν στο κτήριο (1884, 1909) οδήγησαν σε πολλές αλλαγές σε σχέση με την αρχική κατασκευή του και τελικά στη μετακίνηση της βασιλικής οικογένειας στο θερινό ανάκτορο του Τατοΐου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, χρησιμοποιήθηκε για διάφορους σκοπούς (στέγαση κρατικών υπηρεσιών, του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ιατρείο βρεφών, οικοτροφείο φοιτητών, νοσοκομείο κ.α.).
Η κυβέρνηση Βενιζέλου αποφάσισε το 1929 τη μετατροπή των παλαιών βασιλικών ανακτόρων σε Μέγαρο της Βουλής των Ελλήνων. Πρώτα εγκαταστάθηκε σε αυτό η Γερουσία, η Βιβλιοθήκη και το Συμβούλιο της Επικρατείας και την 1η Ιουλίου 1935 άρχισε τις εργασίες της η Ολομέλεια της Βουλής.
Από το 1935 έως σήμερα, στο Κτήριο στεγάζεται η Βουλή των Ελλήνων. Το 1928, στην πρόσοψη του κτηρίου αποφασίστηκε η ανέγερση του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη.