Η Τριπολιτσά ήταν την εποχή εκείνη το σημαντικότερο διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, καθώς ήλεγχε τις οδούς προς τις άλλες μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου.
Προστατευόταν από τείχος, αλλά παρά την οχύρωσή της ήταν περισσότερο ευάλωτη από τα υπόλοιπα κάστρα της Πελοποννήσου, γιατί βρισκόταν καταμεσής μιας πεδιάδας, αλλά κυρίως επειδή δεν μπορούσε να ελπίζει σε οποιαδήποτε υποστήριξη από θαλάσσης.
Διοικητής της Πελοποννήσου στην περίοδο της κήρυξης της επανάστασης ήταν ο Χουρσίτ Πασάς, που τότε ήταν απασχολημένος εναντίον του Αλή πασά στην Ήπειρο. Όταν έμαθε για την πολιορκία, ο Χουρσίτ έστειλε στην Τριπολιτσά 3.500 στρατιώτες υπό τον Κεχαγιάμπεη. Η δύναμη των ενόπλων ήταν 10.000 άντρες (Αλβανοί, Ασιάτες και Πελοποννήσιοι Οθωμανοί).
Πριν ακόμη εκραγεί η Επανάσταση με διαταγή των Τούρκων (οι οποίοι είχαν πληροφορίες για την σχεδιαζόμενη εξέγερση) είχαν αναγκαστεί να πάνε στην Τριπολιτσά αρκετοί αρχιερείς και προεστοί, για δήθεν ρύθμιση διοικητικών ζητημάτων. Έμειναν εκεί ως όμηροι σε όλο το διάστημα της πολιορκίας, υπό μαρτυρικές συνθήκες διαβίωσης. Ορισμένοι από αυτούς θανατώθηκαν από τους Τούρκους.
Τη στρατηγική σημασία της κατάληψης της Τρίπολης περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον είχε κατανοήσει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Χάρη στην επιμονή του οι Έλληνες απέφυγαν την πολυδιάσπαση που είχε προταθεί από άλλους οπλαρχηγούς, που στόχευαν στα μικρά κάστρα και επικεντρώθηκαν σε ένα μεγάλο και κεντρικό στόχο, που θα βοηθούσε στον ουσιαστικό έλεγχο της Πελοποννήσου. Ο κεντρικός αυτός στόχος ήταν η Τριπολιτσά.
Μάιος του 1821: Εντός των τειχών βρίσκονταν συγκεντρωμένοι περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες άμαχοι Τούρκοι, Εβραίοι καθώς και αρκετές χιλιάδες ενόπλων. Όταν η κατάσταση των πολιορκημένων έγινε δύσκολη από την έλλειψη τροφίμων αλλά και από τις συνεχόμενες ήττες των τουρκικών στρατευμάτων σε μάχες στο Λεβίδι, στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά και στη Γράνα και διαφαινόταν η κατάληψή της, ορισμένοι από αυτούς άρχισαν ιδιωτικές διαπραγματεύσεις με τους πολιορκητές για την ασφαλή έξοδό τους από την πολιορκημένη πόλη.
Μέχρι την τελευταία στιγμή, οι πλουσιότερες οικογένειες προσέγγιζαν οπλαρχηγούς και με το κατάλληλο αντίτιμο εξαγόραζαν την προστασία τους φεύγοντας από την Τριπολιτσά, αρκετοί με τα κινητά τους υπάρχοντα.
Τέσσερα μεγάλα σώματα πολιορκητών σχημάτιζαν ημικύκλιο γύρω από την Τριπολιτσά. Το αριστερό κατείχε ο Κολοκοτρώνης, το δεξιό ο Γιατράκος, το κέντρο ο Αναγνωσταράς και πίσω από το δεξιό και το κέντρο βρισκόταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Αρχιστράτηγος ανακηρύχθηκε ο Πετρόμπεης υπό την υπέρτατη ηγεσία του Δημητρίου Υψηλάντη, αλλά πραγματικός αρχηγός ήταν ο Κολοκοτρώνης.
Μέχρι τον Αύγουστο λάμβαναν χώρα ακροβολισμοί μεταξύ των εμπολέμων, στους οποίους υπερτερούσαν οι Έλληνες όταν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν το πεζικό των Τούρκων. Αλλά κι όταν επετίθετο το ιππικό τους, αποσύρονταν στους πρόποδες των βουνών και πάλι προξενούσαν βλάβη στους Τούρκους προστατευμένοι από την μορφολογία του εδάφους.
Τον Αύγουστο μαθεύτηκε ότι ο Κιαμήλμπεης θα μετέφερε ενισχύσεις και πολεμοφόδια στην επίσης πολιορκούμενη Κόρινθο. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε κι ανοίχθηκε τάφρος (γράνα) πάνω στον δρόμο που θ’ ακολουθούσαν οι Τούρκοι, αλλά ο Κιαμήλμπεης δεν βγήκε τελικά. Βγήκαν όμως στις 10 Αυγούστου πάνω από τέσσερις χιλιάδες Τούρκοι και συγκέντρωσαν άφθονα τρόφιμα από τα γύρω χωριά. Στην επιστροφή τους προσβλήθηκαν από τους ενεδρεύοντες στην τάφρο Έλληνες, υπέστησαν βαριές απώλειες και όλες οι τροφές και τα ζώα έπεσαν στα χέρια των πολιορκητών. Η μάχη αυτή, της Γράνας λεγόμενη, έφερε σε απόγνωση τους πεινασμένους ήδη Τούρκους.
Οι στρατιωτικές ήττες έκαναν τους εντός της Τρίπολης Οθωμανούς να διαιρεθούν σε τρεις φατρίες: τους εντόπιους Τούρκους με αρχηγό τον Κιαμήλμπεη, τους Τούρκους που είχαν έλθει από την Ασία με αρχηγούς τον Κεχαγιάμπεη και τον Καϊμακάμη, και τους Αλβανούς που είχε στείλει ο Χουρσίτ -τέσσερις χιλιάδες κατά τον Φωτάκο και είχαν αρχηγό τους τον Ελμάσμπεη. Κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, η πρώτη ομάδα ζητούσε ασφάλεια, η δεύτερη τιμή και η τρίτη χρήματα. Και οι τρεις έβλεπαν κάθε αντίσταση μάταια, αφού δεν μπορούσε να φτάσει τουρκική βοήθεια στην Πελοπόννησο.
Εν τω μεταξύ, οι Αλβανοί έκαναν μαύρη αγορά τροφίμων και νερού. Οι Έλληνες έδιναν στους πολιορκούμενους τρόφιμα και έπαιρναν όπλα και πολύτιμα αντικείμενα. Οι οπλαρχηγοί έβλεπαν αυτές τις συναλλαγές αλλά έκαναν τα στραβά μάτια γιατί οι περισσότεροι Έλληνες ήταν άοπλοι. Όπως λέει ο Φωτάκος, μερικοί πολεμούσαν «με τη βουκέντρα του βοδιού τους».
Οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι ήταν στην αρχή απλώς σε περιορισμό μέσα στην πόλη. Οι όμηροι έζησαν πέντε μήνες σε τραγικές συνθήκες. Όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι πλησιάζει η κατάληψη της πόλης, έδειξαν μεταμέλεια για τη μεταχείριση των ομήρων και άρχισαν να περνούν έξω από τη φυλακή, να τους χαιρετούν και να τους επισκέπτονται.
Οι διαπραγματεύσεις γίνονταν με επιστολές, αλλά αυτές ήταν απειλητικές περισσότερο παρά συμβιβαστικές. Οι Τούρκοι καλούσαν τους Έλληνες να καταθέσουν τα όπλα και να επικαλεστούν το έλεος του Σουλτάνου. Ρωτούσαν τέλος τί ζητούσαν. Οι Έλληνες απάντησαν ότι διασφαλίζουν την ζωή και την τιμή των Τούρκων και ότι τους επιτρέπουν να μεταβούν αλλού.
Οι Αλβανοί πρότειναν να συναφθεί χωριστή συμφωνία με τους Αλβανούς της Τριπολιτσάς. Οι Έλληνες συμφώνησαν γιατί και η άμυνα της πόλης θα αποδυναμωνόταν και ο Αλή πασάς θα ενισχυόταν απ’ αυτούς στον αγώνα του κατά των σουλτανικών στρατευμάτων, προς όφελος της Επανάστασης. Ο Ελμάσμπεης ήλθε σε συμφωνία με τον Κολοκοτρώνη: οι Αλβανοί θα έφευγαν με τα όπλα τους και όλη τους την αποσκευή, τα χαρέμια των πασάδων. Υπόσχονταν δε να πολεμήσουν κατά του σουλτάνου μόλις επέστρεφαν ασφαλείς στην Ήπειρο.
Έτσι, με ξεχωριστή συμφωνία, οι Αλβανοί της πόλης έφυγαν για την Ήπειρο υπό την προστασία του Κολοκοτρώνη. Την συμφωνία αυτή θέλησε να παραβιάσει ο Ανδρέας Λόντος, επειδή οι Αλβανοί αυτοί είχαν λεηλατήσει την Βοστίτσα (Αίγιο). Εμποδίστηκε όμως από τον Πλαπούτα. Ως μέρα αναχώρησης των Αλβανών ορίστηκε η 23 Σεπτεμβρίου. Τα πράγματά τους τα έστειλαν προς φύλαξιν στην σκηνή του Κολοκοτρώνη.
Από τα χαράματα της 23ης όλη η Τριπολιτσά ήταν σε μεγάλη αναστάτωση. Οι Αλβανοί ετοιμάζονταν να βγουν, ενώ οι Πελοποννήσιοι Τούρκοι συζητούσαν για νέες διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Συνέπεια αυτής της αναστάτωσης ήταν να μείνει αφρούρητο το κανονοστάσιο της πύλης της Ναυπλίας.
Σύμφωνα με τον Τρικούπη, στις εννέα η ώρα το πρωί, πενήντα άντρες, με δική τους πρωτοβουλία, ανέβηκαν στο τείχος πατώντας ο ένας στους ώμους του άλλου, άνοιξαν την πύλη και ύψωσαν την ελληνική σημαία. Οι Τούρκοι σήμαναν συναγερμό, οι Έλληνες άνοιξαν κι άλλες πύλες, κι όρμησαν όλοι μέσα στην πόλη. Από αυτούς που «εισεπήδησαν το τείχος» ο Τρικούπης αναφέρει μόνο το όνομα του αγωνιστή Παναγιώτη Κεφάλα.
Κατά τον ιστορικό Φιλήμονα, πρωτεργάτης της άλωσης ήταν ο Εμμανουήλ Δούνιας (μικροκαπετάνιος από το Λεωνίδιον της Κυνουρίας) και κατά τον Φωτάκο, οι Εμμανουήλ Ντούνιας και ο Σπετσιώτης αγωνιστής Αναστάσιος Αβραντίνης.
Αυτοί είχαν συνδεθεί με φιλία με ένα Τούρκο πυροβολητή που τους ανεβοκατέβαζε συχνά στο τείχος με σχοινιά. Επωφελούμενος της αναστάτωσης της ημέρας, ο Δούνιας ανέβηκε πάλι με σχοινί που του έριξε ο Τούρκος φίλος του και κάλεσε με χειρονομίες τους Έλληνες που βρίσκονταν κοντά, οι οποίοι ανέβηκαν στο τείχος όπως περιγράφει και ο Τρικούπης. Ύστερα έστρεψε τα πυροβόλα κατά της πόλης και άρχισε να κτυπά το σαράι.
Όταν οι Έλληνες πλημμύρισαν την πόλη, οι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν όλοι στο σαράι, αμέτοχοι των συγκρούσεων, επικαλούμενοι τη συνθήκη που είχαν κάνει. Παρά το ότι η συνθήκη αυτή μπορούσε να θεωρηθεί άκυρη μετά την άλωση, ο Κολοκοτρώνης φρόντισε για την ασφαλή αποχώρησή τους υπό τον Πλαπούτα που τούς είχε δοθεί ως όμηρος, παραδίδοντάς τους και την αποσκευή τους που ήταν στην φύλαξή του.
Η σφαγή που ακολούθησε την κατάληψη της πόλης από τον στρατό του Κολοκοτρώνη ήταν τρομακτική.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν ν’ αντισταθούν αλλά μάταια. Μερικοί κλείστηκαν στην Μεγάλη Τάπια, την ακρόπολη δηλαδή, άλλοι στο τουρκικό σχολείο και πολλοί οχυρώθηκαν στα σπίτια τους. Ελάχιστοι παραδόθηκαν. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν ή «ἐκάησαν μέσα εἰς αὐτά μὲ τοῖς φαμίλιαίς των παρὰ νὰ παραδοθοῦν εἰς τοὺς δούλους των». Ο Δελημπάσης (αρχηγός του ιππικού) του Χουρσίτ έβαλε φωτιά στο σαράι για να κάψει τα χαρέμια αλλά οι Έλληνες πρόλαβαν να σβήσουν την φωτιά και οι γυναίκες των πασάδων παραδόθηκαν στην φύλαξη του Πετρόμπεη. Όλοι οι Τούρκοι αρχηγοί αιχμαλωτίστηκαν.
Και ο αυτόπτης Κολοκοτρώνης:
«Τὸ ἄλογό μου ἀπὸ τὰ τείχη ἔως τὰ σαράγια δὲν ἐπάτησε γῆ… Ὅταν ἐμβῆκα εἰς τὴν Τριπολιτσὰ μὲ ἔδειξαν εἰς τὸ παζάρι τὸν πλάτανο ὁποῦ ἐκρέμαγαν τοὺς Ἕλληνας, ἀναστέναξα καὶ εἶπα: «Ἄϊντε, πόσοι ἀπὸ τὸ σόγι μου καὶ ἀπὸ τὸ ἔθνος μου ἐκρεμάστηκαν ἐκεῖ!». Καὶ ἐδιέταξα καὶ τὸν ἔκοψαν· ἐπαρηγορήθηκα καὶ διὰ τὸν σκοτομὸν τῶν Τούρκων.»
«Πολλοί καπεταναίοι και άλλοι Έλληνες από φιλανθρωπίαν ήθελαν να σώσουν κανένα Τούρκον». Οι Κολοκοτρώνης και Γιατράκος προσπάθησαν να σταματήσουν την σφαγή και κάποιοι Πελοποννήσιοι χωρικοί έσωσαν Τούρκους. Μάταιες όμως ήταν οι προσπάθειες των αρχηγών.
Στις 18 Μαΐου 1821, ο Κολοκοτρώνης είχε στείλει επιστολή στον Μουσταφάμπεη με την οποία του ζητούσε να του παραδώσει την Τριπολιτσά. Το γράμμα τελείωνε με τη φράση «… καλὲς ἀντάμωσες στὸ σεράγι σου μέσα». Στις 26 Σεπτεμβρίου 1821 συνάντησε τον αιχμάλωτο Μουσταφάμπεη και του είπε: «Νά ποὺ ὁ Θεὸς τὄφερε καὶ σμίξαμε στὸ σεράγι».