Στα Ψαρά το 1824 βρίσκονταν 7.000 ντόπιοι και 23.000 πρόσφυγες από τη Χίο, τη Μικρά Ασία και αλλού. Οι στρατιωτικές δυνάμεις έφταναν τις 3.000.
Οι Ψαριανοί είχαν κάνει οχυρώσεις στις ακτές, τις οποίες πίστευαν ότι θα χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για να αποβιβασθούν. Στις 8 Ιουνίου είχαν συγκεντρωθεί οι παράγοντες του νησιού και είχαν αποφασίσει να πολεμήσουν στην ξηρά και για τον λόγο αυτό μετέφεραν τα κανόνια από τα πλοία τους σε διάφορα σημεία στη στεριά και αφαίρεσαν τα πηδάλια των πλοίων τους, για να εμποδίσουν όσους τυχόν θα ήθελαν να φύγουν.
Στις 16 Ιουνίου εμφανίστηκαν στο νότιο μέρος του νησιού 15 τουρκικά πλοία για να κατασκοπεύσουν τις θέσεις των αμυνόμενων αλλά έφυγαν αφού δέχτηκαν πυρά από τους Ψαριανούς. Τότε οι Ψαριανοί ειδοποίησαν εκ νέου την ελληνική κυβέρνηση για να στείλει άμεσα τον ελληνικό στόλο. Στις 18 Ιουνίου οι Ψαριανοί αρνήθηκαν την πρόταση του ναύαρχου Χοσρέφ, να εγκαταλείψουν το νησί και να εγκατασταθούν αλλού. Δυο μέρες αργότερα ο τουρκικός στόλος, προσέγγισε τα Ψαρά, και τα τουρκικά πλοία άρχισαν να πλήττουν με τα κανόνια τους τα πυροβολεία των Ψαριανών. Τελικά οι Τούρκοι κατάφεραν να αποβιβαστούν. Στη συνέχεια τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν στα νότια των Ψαρών και μπήκαν στη Χώρα, όπου άρχισαν να σφάζουν τους άμαχους που βρίσκονταν εκεί.
Η τραγικότερη ιστορική στιγμή των Ψαρών ήταν το ολοκαύτωμα της Μαύρης Ράχης στις 22 Ιουνίου 1824, όταν η πόλη των Ψαρών έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Όσοι από τους αμάχους πρόλαβαν έφυγαν με τα πλοία. Οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν. Πεντακόσιοι περίπου Ψαριανοί (κατ’ άλλους εκατόν πενήντα) έτρεξαν στο Παλιόκαστρο (Μαύρη Ράχη) και κλείστηκαν στο μικρό φρούριο αποφασισμένοι να μην παραδοθούν, αλλά να πέσουν πολεμώντας. Οι γενναίοι αυτοί υπερασπιστές του φρουρίου, με επικεφαλής τον Αντώνη Βρατσάνο, αφού πολέμησαν, προσέφεραν θυσία τους εαυτούς τους και έγιναν ολοκαύτωμα ανατινάσσοντας την πυριτιδαποθήκη, προκειμένου να μην πιαστούν αιχμάλωτοι, αλλά και για να προκαλέσουν τις μέγιστες δυνατές απώλειες στον εχθρό.
Ο πρόξενος της Ρωσίας στα Ψαρά, Γ. Κομνηνός, συγκέντρωσε στο σπίτι του αρκετά γυναικόπαιδα και ύψωσε τη ρωσική σημαία προκειμένου να αποτρέψει τους Τούρκους να μπουν κάτι όμως που δεν απεφεύχθη τελικά και ο ίδιος σκοτώθηκε. Πολλοί άμαχοι προσπάθησαν να διαφύγουν με πλοιάρια, όμως αρκετά από αυτά λόγω του βάρους ανατράπηκαν με αποτέλεσμα οι επιβαίνοντες να πνιγούν. Γυναίκες με τα παιδιά τους στην αγκαλιά έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν για να μη τις πιάσουν αιχμάλωτες. Άλλες πήραν τα όπλα και πολέμησαν μέχρι τέλους ενώ αρκετές κατέφυγαν στο λόφο του Παλιόκαστρου όπου υπήρχαν πυροβολεία και Έλληνες στρατιώτες.
Από τους 7.000 Ψαριανούς κατάφεραν να γλυτώσουν από τις σφαγές περίπου 3.600, ενώ από τους 25.000 πρόσφυγες που είχαν βρει καταφύγιο στο νησί, γλύτωσαν οι 10.000. Ο ναύαρχος Χοσρέφ έστειλε δώρο στον Σουλτάνο τα κεφάλια πολλών Ελλήνων καθώς και 1.200 κομμένα αυτιά, μαζί και τις σημαίες του νησιού. Αφού άφησε στα Ψαρά μερικά πλοία και 600 Αλβανούς πήγε στη Μυτιλήνη για να γιορτάσει το Μπαϊράμι. Οι διασωθέντες Ψαριανοί κατευθύνθηκαν αρχικά σε διάφορα νησιά του Αιγαίου.
Σύντομα οι Ψαριανοί εγκατέλειψαν τις Σπέτσες καθώς δεν τους επετράπη να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί. Όσοι Ψαριανοί σώθηκαν από την καταστροφή κατέφυγαν στη Μονεμβασιά και με την απελευθέρωση στην Ερέτρια της Εύβοιας, που μετονομάστηκε σε «Νέα Ψαρά», σε αντιδιαστολή προς τα «Παλαιά Ψαρά» του νησιού. Πολλοί κάτοικοί του επανήλθαν (κυρίως μετά το 1864). Τον Ιούλιο του 1824 εγκαταστάθηκαν προσωρινά στο φρούριο της Μονεμβασιάς ύστερα από άδεια της ελληνικής κυβέρνησης και τα πλοία τους ενώθηκαν με τον ελληνικό στόλο. Σύντομα στη Μονεμβασιά έπεσε θανατηφόρα ασθένεια και τελικά πολλοί Ψαριανοί εγκατέλειψαν το φρούριο και πήγαν στη Σύρο, την Τήνο και τη Μύκονο. Στη Σύρο εγκαταστάθηκαν σε μια συνοικία που ονομάστηκε Ψαριανά, όπου δημιούργησαν εργαστήρια επισκευής πλοίων. Μέχρι το 1912 τα Ψαρά βρίσκονταν υπό την κατοχή της Τουρκίας, ενώ στις 21 Οκτωβρίου του 1912 ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα, όταν ελευθερώθηκαν από το Αντιτορπιλικό Ιέραξ υπό τον πλοίαρχο Αντώνη Βρατσάνο, κατά σύμπτωση απόγονο του Αντώνη Βρατσάνου που είχε ανατινάξει το φρούριο 88 χρόνια νωρίτερα.
Βλέπω το παρακάτω βίντεο με τα γεγονότα πάνω σε χάρτες: