Ένα σώμα από 800 Σουλιώτες πρόσφυγες, με επικεφαλής τον Κίτσο Μπότσαρη, τον Κουτσονίκα και τον Φωτομάρα, φτάνουν στο όρος Ζάλογγο, μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και μετά από οχτάωρη κοπιαστική πορεία. Εκεί, βρίσκουν καταφύγιο στην ιερά Μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ. Οι μοναχοί, τους υποδέχονται με προθυμία και αγάπη. Ανοίγουν το ναό και τα κελιά και προσφέρουν στέγη και τροφή στους καταπονημένους Σουλιώτες.
Δεν προλαβαίνουν όμως να ηρεμήσουν, γιατί ο Αλή πασάς, αθετώντας τη συμφωνία που είχε κάνει, στέλνει στρατό εναντίον τους.
Από τον Ωρωπό της Πρέβεζας, ξεκινούν για το Ζάλογγο ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις που χωρίζονται σε δύο τμήματα. Το ένα, από χίλιους Τουρκαλβανούς, προχωρά και καταλαμβάνει όλα τα σημεία ΒΑ του Ζαλόγγου απ’ όπου θα μπορούσαν να διαφύγουν οι Σουλιώτες, ενώ το άλλο, από χίλιους άνδρες επίσης, με επικεφαλής τον Βελή, γιο του Αλή πασά, κατευθύνεται στο χωριό Καμαρίνα που βρίσκεται κάτω από το Ζάλογγο και είναι έτοιμο να επέμβει.
Οι Τουρκαλβανοί, καλούν τους Σουλιώτες να παραδώσουν τα όπλα και να μεταβούν στα Γιάννενα, όπου ο ίδιος ο Αλή θα ορίσει τον νέο τόπο διαμονής τους. Οι Σουλιώτες γνωρίζοντας τι τους περιμένει, αρνούνται κατηγορηματικά και αποφασίζουν να πολεμήσουν μέχρι το τέλος.
Μεταξύ Σουλιωτών και Τουρκαλβανών, δόθηκαν σκληρές μάχες. 147 Σουλιώτες με επικεφαλής τον Κίτσο Μπότσαρη, έσπασαν τον κλοιό και κατάφεραν να ξεφύγουν. Μια άλλη ομάδα, υπό τον Ν. Κουτσονίκα αιχμαλωτίστηκε . Μερικές γυναίκες, σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές 56 και κατ’ άλλες 22, και λίγοι άνδρες, ανέβηκαν στην ψηλότερη κορυφή του Ζαλόγγου, το Στεφάνι. Προτίμησαν από την ατιμία και τη σκλαβιά, τον έντιμο θάνατο μαζί με τα παιδιά τους.
Αφού πρώτα έριξαν τα μικρά παιδιά τους στο βάραθρο κάτω από το Ζάλογγο, οι Σουλιώτισσες σχημάτισαν χορό και καθεμία φθάνοντας στο χείλος του γκρεμού αποχωριζόταν από τις άλλες και έπεφτε στο βάραθρο.
Ο χορός συνοδευόταν, σύμφωνα με την παράδοση, από το θρυλικό τραγούδι:
«Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή,
κι εσύ δύστυχη πατρίδα, έχε γεια παντοτινή…».
Και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός όμως, στην «Ωδή στον Βύρωνα», υμνεί τις Σουλιώτισσες:
«Τες εμάζωξεν στο μέρος του Ζαλόγγου το ακρινό
της ελευθερίας ο έρως και τις έμπνευσε χορό…».
Από τις Σουλιώτισσες και τα παιδιά που έπεσαν στο βάραθρο, πιθανότατα επέζησαν κάποιες με τραύματα, καθώς συγκρατήθηκαν κατά την πτώση τους από δέντρα ή έπεσαν πάνω σε πτώματα. Αναφέρεται ότι τα τραυματισμένα παιδιά, μεταφέρθηκαν έπειτα στην Καμαρίνα όπου και τα περιποιήθηκαν.
Ανάμεσα στα παιδιά αυτά, ήταν η επτάχρονη Λάμπρω, που όταν ενηλικιώθηκε, πήγε στο μοναστήρι του Ζαλόγγου κι έγινε καλόγρια και η πεντάχρονη Κατερίνα.Ο αυτόπτης μάρτυρας Τουρκαλβανός αξιωματικός Σουλεϊμάν Αγάς έγραψε: «Οι γυναίκες πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, που τα βήματά τους τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωϊσμός και η αγωνία του θανάτου τόνιζε το ρυθμό του. Στο τέλος των επωδών, οι γυναίκες βγάζουν μια διαπεραστική μακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός της σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού, όπου ρίχνονται με όλα τα παιδιά τους».
Βλέπω και το παρακάτω βίντεο με τα απομνημονεύματα του Σουλιώτου αγωνιστού Τζίπη: