Τον Απρίλιο του 1834, ξεκίνησε η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημήτριου Πλαπούτα με την κατηγορία της συνωμοσίας εναντίον του βασιλιά Όθωνα. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που φυλακίστηκε. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί στο Ναύπλιο.
Αν και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, ο Κολοκοτρώνης έγινε στόχος συκοφαντιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων, κυρίως του Ιωάννη Κωλέττη. Συν τοις άλλοις, η βαυαρική αντιβασιλεία (ο Όθων ήταν ακόμη ανήλικος) δυσανασχετούσε έντονα εξαιτίας της φιλοκαποδιστριακής και φιλορωσικής του τοποθέτησης. Ο Κολοκοτρώνης ήταν κατά τη δεκαετία του 1830 μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του ρωσόφιλου κομματικού σχηματισμού. Κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και συνελήφθη στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 μαζί με τον Πλαπούτα, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνωμοσία για την ανατροπή του ανήλικου βασιλιά Όθωνα. Ο Κολοκοτρώνης φυλακίσθηκε στο Παλαμήδι σε ηλικία 63 ετών. Λίγο αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Τον Μάιο του 1835 μετά την ενηλικίωση του Όθωνα έλαβε χάρη και αποφυλακίσθηκε. Επίσης, ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας.
Μέλη του δικαστηρίου ήταν ο εξ Ζακύνθου Γεώργιος Τερτσέτης, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, ο Δ. Σούτσος, ο Α. Βούλγαρης και ο Φ. Φραγκούλης.
Την εισαγγελική έδρα στη δίκη των Ελλήνων αγωνιστών είχε ο Εδουάρδος Μάσον, «ο εμπαθής εκείνος πολέμιος», όπως γράφει ο ιστορικός Μέντελσον, «της ρωσικής μερίδος και του Κολοκοτρώνη, υπερασπισθείς τον φονιά του Καποδίστρια, Γεώργιο Μαυρομιχάλη». Σκωτσέζος, νομικός, θεολόγος και φιλόσοφος, είχε έλθει το 1824 στην Ελλάδα με την ιδιότητα του φιλέλληνα. Δεν είχε σπουδαία δράση κατά τον Αγώνα. Mετά την απελευθέρωση άρχισε να δικηγορεί, έως ότου ο Όθωνας τον διόρισε καθηγητή της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναμίχθηκε στις εσωτερικές μας διενέξεις και υπηρέτησε, ουσιαστικά, την αγγλική πολιτική. Το πάθος, με το οποίο υπερασπίσθηκε τον Μαυρομιχάλη και το μένος με το οποίο κατηγόρησε τον Κολοκοτρώνη, φανερώνουν όχι μόνον την πολιτική του τοποθέτηση, αλλά και τον δισυπόστατο χαρακτήρα του. Ένας ξένος, και αυτός που κάτω από την ηθική δικαίωση του φιλελληνισμού αναμίχθηκε, κατά τρόπο εξοργιστικό, στις εσωτερικές υποθέσεις των Ελλήνων. Τον κατείχε, όπως και άλλους παρεμφερείς φιλέλληνες, η εγωιστική πεποίθηση ότι οι μικρές ή μεγάλες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην αγωνιζόμενη χώρα τούς έδιναν ιδιαίτερα δικαιώματα, ακόμα και το ύπατο δικαίωμα να κρίνουν επί της ζωής των επιφανέστερων ανδρών αυτού του τόπου. Προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα να κατασκευάσει ψευδομάρτυρες ή να διαστρέψει τις μαρτυρικές καταθέσεις. Απέφυγε συστηματικά να αναζητήσει την αλήθεια και διεκήρυττε ότι ήταν ακλόνητα πεπεισμένος περί της ενοχής του Γέρου.
Όταν πήγε στο Ιτς Καλέ, όπου ήταν φυλακισμένος ο Γέρος του Μοριά, για να ανακρίνει τον στρατηγό και τον πίεζε επί ώρες να ομολογήσει ότι «είχε προπαρασκευάσει αποστασίαν εναντίον της κυβερνήσεως», ο Κολοκοτρώνης, με πολύ πικρή θυμοσοφία, τον αποστόμωσε, αναφέροντας την ιστορία του λύκου και της προβατίνας· του λύκου, ο οποίος για να βρει δικαιολογία να φάει την προβατίνα, άρχισε να της φωνάζει: «μου θόλωσες το νερό της πηγής και δεν μπορώ να πιω».
Πριν από την έναρξη της δίκης ο Μάσον είχε καλέσει στο σπίτι του και τα πέντε μέλη του δικαστηρίου και αφού τους παρουσίασε όσα στοιχεία είχε συγκεντρώσει, τους ρώτησε αν τα έβρισκαν αρκετά για να καταδικάσουν τους δυο στρατηγούς. Ο Πολυζωίδης εξεγέρθηκε και δήλωσε αμέσως: «Θάπτω εἰς τοὺς κρυψώνας τῆς σιωπῆς τὴν ἀντάμωσίν μας ἐδώ, τὸ διατὶ καὶ τὸ πῶς. Ἄν εἶναι ἀνάγκη νὰ προείπομέν τι, προλέγω ὅτι, ἂν οἱ στρατιωτικοὶ Ἕλληνες εἶναι ἀθώοι, ἔχομεν τιμιότητα νὰ τοὺς ἀθωώσωμεν, ἂν ἔνοχοι, ἀγάπην Πατρίδος νὰ τοὺς καταδικάσομεν εἰς δεσμά, εἰς θάνατον». Προσπάθησαν επίσης να εξαγοράσουν και τον Τερτσέτη ενώ η δίκη διαρκούσε ακόμη.
Η δίκη άρχισε στις 30 Απριλίου 1834 και διήρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου του ιδίου έτους. Διεξήχθη στο παλαιό τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρέθηκαν ο Γέρος του Μοριά, ο εξάδελφός του Δημήτρης Πλαπούτας, πρωτεργάτης κι αυτός της επανάστασης του 1821, ο Κίτσος Τζαβέλας και μερικοί ακόμα αγωνιστές.
Οι κατηγορούμενοι στρατηγοί, με απλή στολή καπετάνιου χωρίς παράσημα οδηγούνται στην αίθουσα και κάθονται στον πάγκο τους συνοδευόμενοι από όργανα τάξης και τους συνηγόρους τους. Συνήγοροι και χωροφύλακες παίρνουν κι αυτοί τις θέσεις τους. Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο συγκλόνισε το ακροατήριο. Όταν μάλιστα ο Γέρος, ρωτήθηκε «Τί επάγγελμα έχεις;» και έδωσε την ιστορική απάντηση «Στρατιωτικός! Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα!», ρίγος και δέος κατέλαβε ακόμη και τους εχθρούς του στρατηλάτη.
Επί είκοσι ημέρες παρέλασαν προ του δικαστηρίου οι μάρτυρες, και ήταν σαν να παρέλαυναν όλα τα κομματικά πάθη που είχαν έως τότε συγκλονίσει τη μαχόμενη Ελλάδα. Εκ πρώτης όψεως δικαζόταν ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας. Στην ουσία όμως επρόκειτο περί της δίκης ολόκληρου του φατριαστικού πνεύματος, που σαν δαίμονας είχε κατακυριεύσει τα πάντα. Πίσω από την ατελείωτη αυτή σειρά των κατηγορουμένων διαγράφονταν οι άλλοι, οι μεγαλύτεροι ίσως ένοχοι, οι αρχηγοί των ξένων ανακτοβουλίων και οι ανθέλληνες πολιτικοί της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Προσέρχονται και οι δικαστές και καταλαμβάνουν τις έδρες τους. Τελευταίος μπαίνει ο Πρόεδρος, ο Πολυζωίδης. Άπαντες σηκώνονται όρθιοι. Απόλυτη ησυχία. Κάθονται όλοι στις θέσεις τους. Ο Πρόεδρος ταχτοποιεί για λίγο τα χαρτιά και τους φακέλους του και ύστερα λέει σοβαρά και με σύνεση: «Άρχεται η συνεδρίαση. Παρακαλώ το ακροατήριο να κρατήσει σιγή και να διατηρήσει ακέραιη μέχρι το πέρας της δίκης την ψυχραιμία του, διευκολύνοντας το βαρύ και δύσκολο έργο μας. Παρακαλώ επίσης την υπεράσπιση όπως αντιτάξει όλα της τα επιχειρήματα με μετριοφροσύνη, σύνεση και κοσμιότητα διαφωτίζουσα, κατά το δυνατόν, το Δικαστήριο. Ο κύριος Γραμματέας ν΄ αναγνώσει παρακαλώ το κατηγορητήριο».
Το δικαστήριο εξήγησε στους κατηγορουμένους στρατηγούς ότι κατηγορούνται για τα εξής τέσσερα εγκλήματα:
1. Ότι παρακίνησαν τον λαό σε εμφύλιο πόλεμο προς κατάργησιν του καθεστώτος πολιτεύματος.
2. Ότι παρακίνησαν σε ληστεία «διάφορους αρχιληστάς με σκοπόν την συνωμοσίαν και τον εμφύλιον πόλεμον».
3. Ότι συνέταξαν αναφορά ζητώντας την επέμβαση ξένης δυνάμεως (της Ρωσίας) προς κατάργηση της Υψηλής Αντιβασιλείας.
4. Ότι συνέδραμαν στο εγκληματικό σχέδιο περί καταργήσεως των δύο μελών της Υψηλής Αντιβασιλείας.
Στα παρασκήνια, και κυρίως το προηγούμενο βράδυ, πολλά διαδραματίστηκαν, που παρέμειναν όμως άγνωστα. Κινητοποιήθηκαν όλοι οι κυβερνητικοί και διπλωματικοί παράγοντες. Έγιναν διαβούλια με στόχο την ζωή ή τον θάνατο του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα. Οι υπουργοί διχασμένοι συγκρούστηκαν, αλλά επεκράτησε ο Κωλέττης. Σύγκρουση επήλθε και στους κόλπους της Αντιβασιλείας, όπου επεκράτησε επίσης ο Μάουερ. Οι «καταδικαστικοί» επιβλήθηκαν κατά κράτος. Οι «αθωωτικοί», Άρμανσπεργκ και Μαυροκορδάτος, υποχώρησαν ή προσποιήθηκαν ότι υποχωρούν, επιφυλασσόμενοι να αντεπιτεθούν αργότερα, στην κατάλληλη ώρα.
Το αποτέλεσμα των νυχτερινών διαβουλεύσεων, φανερώθηκε την επομένη στο δικαστήριο. Όταν ο πρόεδρος Πολυζωίδης έδωσε το λόγο στην υπεράσπιση, ο Μάσον, θριαμβευτικά, του έδωσε στα χέρια μια έγγραφη απόφαση της Αντιβασιλείας, η οποία ενέκρινε την καταδικαστική στάση του Επιτρόπου και διάταζε την έκδοση απόφασης με την απειλή μάλιστα ότι θα καταδιώκονταν τα μέλη του δικαστηρίου που δε θα ήθελαν να συμμορφωθούν. Η διαταγή είχε τις υπογραφές και των τριών Αντιβασιλέων.
Το δικαστήριο αποσύρθηκε για διάσκεψη, ενώ σε όλους έγινε αντιληπτό ότι η ζωή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα είχε κριθεί τελεσίδικα. Άλλωστε, ο Μάουερ είχε φροντίσει να προϊδεάσει τον λαό για την προαποφασισμένη θανατική καταδίκη. Στην αίθουσα της διάσκεψης του δικαστηρίου διαδραματίστηκαν, σκηνές συγκλονιστικές. Ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης με επιχειρήματα προσπαθούν να προκαταλάβουν τους τρεις «καταδικαστικούς» δικαστές. Ο Τερτσέτης διάβασε ένα κείμενο, το οποίο είχε ετοιμάσει, και στο οποίο ανέπτυσσε όλα τα θέματα της κατηγορίας, για να τα αποκρούσει και εξέταζε τις κυριότερες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, για να αποδείξει πόσο αβάσιμες ήταν. Μετά τον Τερτσέτη κλήθηκαν και οι άλλοι δικαστές να εκφέρουν τη γνώμη τους. Και οι τρεις δήλωσαν, ο ένας μετά τον άλλο, ότι είχαν πειστεί για την ενοχή των κατηγορουμένων. Ακόμα και όταν ο Τερτσέτης τους φώναξε, «με τέτοια αποδεικτικά, ούτε δυο γάτοι δεν καταδικάζονται εις θάνατον!», αυτοί παρέμειναν αμετακίνητοι στις εντολές που είχαν λάβει.
Ο Πολυζωίδης τούς πρότεινε τότε μια λύση συμβιβαστική. Αναβολή της απόφασης για να ερευνηθεί πληρέστερα η όλη υπόθεση και να διεξαχθεί νέα δίκη στην οποία μάλιστα να παραπεμφθούν και οι λοιποί κατηγορούμενοι που ήταν ήδη φυλακισμένοι με τις ίδιες κατηγορίες. Αλλά και οι τρεις απέκρουσαν και την πρόταση αυτή. Επακολούθησε δυσάρεστη λογομαχία μεταξύ των μελών του δικαστηρίου, στο τέλος της οποίας οι τρεις άρχισαν να συντάσσουν ένα δικό τους σχέδιο απόφασης, καταδικαστικής φυσικά.
Τώρα ο Πολυζωίδης, αποφασίζει να δώσει την ύστατη μάχη του. Με ιερή αγανάκτηση δηλώνει στους τρεις καταδικαστικούς: «Θεωρῶ τὴν ἀπόφασίν σας ἐντελῶς ἄδικον. Δὲν στηρίζεται εἰς τὰς δημοσίως διαξαχθείσας ἀποδείξεις, ἀλλὰ ἐπὶ ψευδεστάτης βάσεως. Εἶναι ἀντίθετος τῆς κοινῆς γνώμης, κρίσεως καὶ πεποιθήσεως. Καὶ ἀποτελεῖ προσβολὴν καὶ αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ ὀνόματος τῆς ἀληθείας».
Οι τρεις υποτακτικοί του Μάουερ καλούν τον Πολυζωίδη «διὰ τελευταῖαν φορὰν νὰ ὑπογράψει τὴν ἀπόφασιν, ὡς ἔχει ὑποχρέωσιν». Με δραματική έμφαση, εκείνος αποκρίνεται: «Ἀρνοῦμαι ῥητῶς καὶ νὰ ὑπογράψω καὶ νὰ ἀπαγγείλω τοιαύτην ἐπονείδιστον ἀπόφασιν». Σύμφωνα με τους τύπους διαπράττει πραξικόπημα την ώρα εκείνη. Έκτοτε οι Έλληνες δικαστές θα επικαλούνται το ηρωικό προηγούμενο του Πολυζωίδη, όταν θα δέχονται πιέσεις ή απειλές ή παρασκηνιακές υποδείξεις από μέρους της Εκτελεστικής Εξουσίας. Ωστόσο, οι τρεις καταδικαστικοί, ασυγκίνητοι μπροστά στο μεγαλείο του Πολυζωίδη, προσπαθούν να πείσουν τον Τερτσέτη να υπογράψει, και τον απειλούν ότι «τυχόν ἄρνησίς του ἀποτελεί τουλάχιστον πράξιν τιμωρουμένην ὑπὸ τοῦ νόμου». Ο Τερτσέτης απαντά: «Ποτέ! Ὅποιαι καὶ ἂν εἶναι αἱ συνέπειαι, δὲν θὰ γίνω συνεργὸς δικαστικοῦ ἐγκλήματος».
Τότε ζητείται η συνδρομή του Μάσον, ο οποίος ήταν πίσω από την πόρτα των διασκέψεων και κρυφάκουγε «ὡς ὁ ἔσχατος τῶν ὡτακουστῶν». Ο Μάσον μπαίνει στο δωμάτιο των συμβουλίων και προσπαθεί να μεταπείσει τον Πρόεδρο Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη. Ο Πολυζωίδης τού επεσήμανε το ανεπίτρεπτο της παρουσίας του και του είπε μεταξύ άλλων: «Ἡ ἀνάμιξίς σας εἰς τὰς συζητήσεις μας ἀποτελεῖ βαρὺ παράπτωμα καὶ σκάνδαλον». Ο Μάσον φαίνεται να πτοείται κάπως και αποσύρεται, αλλά σε λίγο επανέρχεται θρασύτερος και προσπαθεί να μεταπείσει και τον Τερτσέτη.
Τότε ο Πολυζωίδης ξεσπά ακράτητος: «Καταισχύνη! Καταισχύνη σὲ σένα, Ἐπίτροπε! Τὶ ἔρχεσαι κάθε στιγμὴ στὸ συμβούλιο καὶ πότε κρυφομιλεῖς μὲ τὸν Σοῦτσο καὶ πότε μὲ τὸν Τερτσέτην; Εἶμαι πρόεδρος καὶ περὶ πολλοῦ ποιοῦμαι τὴν ἀξιοπρέπειαν καὶ τὴν ἀνεξαρτησίαν τοῦ δικαστηρίου».
Ο Πολυζωίδης διέκοψε τη συνεδρίαση και πήγε με τον Τερτσέτη στο σπίτι του τελευταίου και ανάμεναν τις εξελίξεις. Οι άλλοι τρεις δικαστές πήγαν στον υπουργό Σχινά για να του αναφέρουν ό,τι είχε γίνει. Παράλληλα στέλνει κλητήρες να φέρουν πίσω, έστω και δια της βίας αν χρειαστεί, τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη. Αυτοί υπήκουσαν και τους ηκολούθησαν μέχρι το δικαστήριο, το οποίο ήταν γεμάτο από χωροφύλακες. Εκεί ο υπουργός Δικαιοσύνης τους ζήτησε να υπογράψουν την απόφαση.
Τότε του απάντησαν: «Ἂν ὑπογράψομε τὴν ἀπόφασιν, θὰ γίνομε ὄργανα νὰ προσβληθεῖ ἡ ἱερὰ δικαιοσύνη καὶ ὁ νόμος». Ο Σχινάς τους είπε: «Ὡς Γραμματεῦς τῆς Ἐπικρατείας καὶ ἄμεσος προϊστάμενός σας, σᾶς ἀνακαλῶ εἰς τὰ χρέη σας», για να πάρει την απάντηση: «Ποῖον εἶναι τὸ χρέος μας ὡς δικασταί, ἐναπόκειται εἰς ἡμᾶς νὰ τὸ κρίνομε. Καὶ σᾶς ὑπενθυμίζομεν ὅτι ποτὲ ἀνωτέρα ἀρχή, οὐδέ αὐτὴ ἡ ἀνωτάτη, δὲν δικαιοῦται νὰ περιπλέκεται εἰς τὴν διαχείρισιν καὶ εἰς τὰς πράξεις τοῦ δικαστηρίου». «Ἐν ὀνόματι τοῦ βασιλέως σᾶς προσκαλῶ νὰ ὑπογράψετε τὴν ἀπόφασιν» φωνάζει ο Σχινάς. «Ἐν ὀνόματι τῆς δικαιοσύνης δὲν τὴν ὑπογράφω», αντιφωνάζει ο Πολυζωίδης.
Ο Σχινάς μένει άφωνος για αρκετή ώρα. Έπειτα διατάζοντας τους χωροφύλακες να μην επιτρέψουν σε κανένα δικαστή να απομακρυνθεί, πηγαίνει στον αντιβασιλέα Μάουερ για νέες οδηγίες. Ύστερα από μισή ώρα επιστρέφει.
Σε έντονο ύφος ο Υπουργός Διακαιοσύνης Σχινάς καλεί και πάλι τον Πολυζωίδη να υπογράψει την απόφαση Εκείνος αρνείται και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
– Σας διατάσσω να την υπογράψετε.
– Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι, αλλά δεν την υπογράφω!
– Εσείς τουλάχιστον, Τερτσέτη, θα υπογράψετε, ναι ή όχι;
– Όχι! Δεν θα με έχετε συνεργόν στον φόνον δυο ανθρώπων
Ο Σχινάς τότε, πνίγοντας την οργή του, λέει στους τρεις της πλειοψηφίας να υπογράψουν. Εκείνοι με τρεμάμενα χέρια υπογράφουν. Ο υπουργός απευθύνεται στον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη λέγοντας: «Δὲν τὸ θεωρῶ σπουδαῖον ὅτι δὲν ὑπογράφετε. Τοῦτο ἴσως εἶναι δικαίωμά σας. Σᾶς διατάσσω ὅμως, ἐν ὀνόματι τοῦ νόμου, νὰ ἀναλάβετε τὰς ἔδρας σας εἰς τὴν αἴθουσαν συνεδριάσεων, διὰ νὰ ἀπαγγελθεῖ ἀμέσως ἡ ἀπόφασις».
Οι άλλοι δικαστές τρέχουν να συμμορφωθούν. Αλλά ο Πολυζωίδης μένει «βιδωμένος» στην καρέκλα του, ενώ ο Τερτσέτης κοιτάζει από το παράθυρο το πλήθος που συνωστίζεται στην πλατεία. Ο Σχινάς παίρνει μειλίχιο ύφος και λέει: «Ἐλάτε κ. Πρόεδρε νὰ τελειώνουμε. Δὲν θὰ μᾶς βροῦν ἐδὼ τὰ μεσάνυχτα». Ο Πολυζωίδης κρατιέται πιο γερά στο κάθισμά του. Και τότε ο υπουργός, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε πάρει από το Μάουερ, με παθιασμένη αυταρχικότητα φωνάζει: «Ε, και η υπομονή έχει τα όριά της. Κλητήρες πιάστε τους και φέρτε τους στις έδρες!». Οι χωροφύλακες ορμούν, αρπάζουν τον Πρόεδρο του δικαστηρίου, Πολυζωίδη.
Εκείνος αμύνεται, κρατιέται από το τραπέζι, από τις καρέκλες, από τις πόρτες φωνάζοντας «σεβαστεῖτε τὴν ἀτομική μου ελευθερία». Οι χωροφύλακες, παρουσίᾳ του υπουργού, τον βλασφημούν, τον χτυπούν, τον σπρώχνουν, του σκίζουν τα ρούχα και δια της βίας τον φέρνουν στο κάθισμα της προεδρίας. Τον Τερτσέτη τον άρπαξαν τέσσερις χωροφύλακες και τον έφεραν στην έδρα. Ο Τερτσέτης φώναζε: «Το σώμα μου μπορείτε να το κάνετε ό, τι θέλετε. Τον στοχασμό μου όμως και την συνείδησή μου δεν μπορείτε να την παραβιάσετε!». Η σκηνή είναι ασύλληπτη, εφιαλτική.
Επειδή ο Πολυζωίδης δεν εννοούσε να διαβάσει την απόφαση που δεν είχε υπογράψει, ο δικαστής Σούτσος, γαμπρός του υπουργού Σχινά, ανέλαβε να τον υποκαταστήσει στα προεδρικά του καθήκοντα, ενώ ο Πολυζωίδης κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του.
Διέταξε τον γραμματέα να απαγγείλει την απόφαση. Τότε ο Πολυζωίδης τινάζεται όρθιος, αλλά οι χωροφύλακες τον αρπάζουν από τους ώμους και τον καθίζουν δια της βίας στην έδρα του. Είναι η τελευταία αντίσταση του Πολυζωίδη. Ο Τερτσέτης τον ρωτά κάποια στιγμή: «Τὶ μᾶς ἀπομένει νὰ κάμωμε, κ. Πρόεδρε;». Και εκείνος που νιώθει πια το μάταιο της περαιτέρω αντίστασης, αποκρίνεται, με βουβή απόγνωση: «Ἀρκετά ὅσα κάμαμε. Φθάνει…».
Τότε ο υπουργός Σχινάς διατάζει να οδηγήσουν στην αίθουσα τους κατηγορούμενους. Έχει βραδιάσει πια όταν οι χωροφύλακες φέρνουν από τη φυλακή, τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Το θέαμα που αντικρίζουν οι δυο στρατηγοί τούς προϊδεάζει για τη φοβερή απόφαση που έχει παρθεί. Στην αίθουσα του δικαστηρίου υπήρχε πλήθος λογχοφόρων χωροφυλάκων. Τέσσερις δε από αυτούς στέκονταν πίσω από τα καθίσματα των δυο δικαστών που δεν υπέγραψαν την απόφαση, με τις λόγχες πάνω από τα κεφάλια τους με κατεύθυνση προς τους κροτάφους του.
Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της ο πρώτος σταυροκοπήθηκε, ο δεύτερος αναλύθηκε σε λυγμούς. Το ακροατήριο έμεινε άναυδο.
Όσο διαρκούσε η ανάγνωση της απόφασης, ο Κολοκοτρώνης διατηρεί την ψυχραιμία του παίζοντας απαλά τις χάντρες του κομπολογιού του. Δεν δείχνει ιδιαίτερη συγκίνηση ούτε όταν ακούει την τρομερή φράση, «Ὁ Δημήτριος Πλαπούτας καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εἰς θάνατον ὡς ἔνοχοι ἐσχάτης προδοσίας». Έκανε μόνο τον σταυρό του και είπε: «Κύριε ἐλέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε ὅταν ἔλθεις ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Ύστερα πήρε από την ταμπακιέρα του μια πρέζα ταμπάκο, τον ρούφηξε και πρόσφερε σε όσους τον είχαν περιτριγυρίσει. Στους δικηγόρους του είπε με σταθερή φωνή: «Ἀντίκρυσα τόσες φορές τὸν θάνατον καὶ δὲν τὸν ἐφοβήθηκα. Οὔτε τώρα τὸν ἐφοβοῦμαι». Σε έναν οπαδό του που του φώναξε συγκινημένος: «Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ», αποκρίθηκε με πικρή θυμοσοφία: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια». Ο Πλαπούτας είχε αντίθετα ταραχτεί και δάκρυα έπεφταν από τα μάτια του. Συλλογιζόταν την ορφάνια των παιδιών του, επτά κοριτσιών και ενός γιου ανήλικου. Ο Κολοκοτρώνης με συμπόνια, τον κοίταξε και του είπε: «Εγώ δε λυπάμαι για τον εαυτό μου, μα γι’ αυτόν που έχει εφτά κόρες». Καθώς ο Πλαπούτας βούρκωσε στα λόγια αυτά, ο Γέρος τον αποπήρε: «Βρε συ, δε ντρέπεσαι; Εσύ δε φοβήθηκες τους Τούρκους και τώρα κλαις; Κουράγιο, ξάδερφε! Τ’ όνειρό μας ήταν να λευτερώσουμε την πατρίδα. Μη λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς κάναμε το χρέος μας και αυτοί ας μας καταδικάσουν».
Δεν εκδηλώθηκε καμία εντυπωσιακή αντίδραση από το πλήθος και η θανατική καταδίκη έγινε δεκτή με ποικίλα αισθήματα, αλλά χωρίς την έκρηξη της λαϊκής οργής που θα περίμενε κανείς. Μόνο μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου έγιναν ορισμένες συγκινητικές σκηνές, ιδίως από οπαδούς του Γέρου όταν ακούστηκε η καταδικαστική απόφαση. Το φαινόμενο της μη έντονης αντίδρασης του λαού είναι αξιοπρόσεκτο και επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Η πιθανότερη είναι ότι ο λαός, με τα έκτακτα στρατιωτικά μέτρα που είχαν ληφθεί, ήταν τρομοκρατημένος.
Οι χωροφύλακες δεν τους άφησαν καιρό για περισσότερες συνομιλίες. Τους έδεσαν τα χέρια και τους έβγαλαν από την αίθουσα του δικαστηρίου. Ο Κολοκοτρώνης, νομίζοντας ότι θα τους οδηγούσαν κατευθείαν στη γκιλοτίνα, σήκωσε τα δεμένα χέρια του και σέρνοντάς τα στον λαιμό του, τους ρώτησε: «Πού;». Δηλαδή, πού θα τους καρατομούσαν. Δεν τους έδωσαν απάντηση. Έξω από το δικαστήριο περίμενε μια ίλη βαυαρικού ιππικού που τους συνόδεψε μέχρι το Ιτς Καλέ. Ο Γέρος πάλι ρώτησε: «Γιατί μας πάτε στο κάτεργο; Δεν θα μας πάρουν τα κεφάλια μας;». Ούτε τώρα του έδωσαν απάντηση. Στο Ιτς Καλέ τους έκλεισαν στο ίδιο κελί. Στον δεσμοφύλακά τους έδωσαν οι θανατοποινίτες στρατηγοί τις τελευταίες παραγγελίες προς τις οικογένειές τους. Ο Κολοκοτρώνης τού παρέδωσε το δαχτυλίδι του. «Δώστο στο μικρό μου γιο, τον Κολίνο, και πες του να με θυμάται. Του παραγγέλνω, καθώς και σ’ όλους τους δικούς και φίλους, να μην κάνουν το παραμικρό κίνημα και ταράξουν την ησυχία».
Λέγεται ότι εξομολογήθηκαν. Έπειτα δείπνησαν πρόχειρα και κατακλίθηκαν. Ο Πλαπούτας απόμεινε άγρυπνος. Ο Κολοκοτρώνης όμως φαίνεται ότι δεν άργησε να αποκοιμηθεί.
Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει στις φυλακές μεταχείριση που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες του. Εζησε για εφτά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία. Στα απομνημονεύματά του, που διηγήθηκε στον Τερτσέτη ο Κολοκοτρώνης αναφέρει με πόνο: «Μ’ έβαλαν εννέα μήνες φυλάκιση, χωρίς να βλέπω κανέναν εκτός από τον δεσμοφύλακά μου. Δεν ήξερα τόσους μήνες τι γίνεται έξω, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, ποιον άλλον έχουν φυλακισμένο. Δεν ήξερα γιατί μ’ έχουν φυλακισμένο. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».
Οι συνθήκες διαβίωσης των δυο στρατηγών στους έντεκα μήνες που έμειναν φυλακισμένοι στο Ιτς Καλέ, αλλά και τους άλλους έντεκα μήνες που έμειναν φυλακισμένοι στο Παλαμήδι, θα ταίριαζαν μόνο σε κακούργους. Εκεί μάλιστα ο Κολοκοτρώνης αρρώστησε βαριά και χωρίς καμία περίθαλψη κινδύνεψε να πεθάνει.
Την επομένη, δια χάριτος που παρακλητικώς εξασφάλισε ο νεαρός Όθων από την Αντιβασιλεία, η θανατική ποινή μετατράπηκε σε εικοσαετή κάθειρξη, παρά τη λυσσώδη αντίδραση του Μάουρερ και του τότε νέου πρωθυπουργού Κωλέττη. Ο Όθωνας παρακάλεσε τους δυο αντιβασιλείς να μην εκτελεστούν οι δυο στρατηγοί. Λέγεται ότι τους είπε: «Σας το ζητώ ως προσωπική χάρη». Λέγεται ακόμη ότι ο ανήλικος εστεμμένος για να τους συγκινήσει δεn δίστασε να κλάψει μπροστά τους. Και τότε οι δυο αντιβασιλείς κάμφθηκαν, αλλά ζήτησαν αντάλλαγμα να παραπεμφθούν σε δίκη οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης. Τελικά λήφθηκε ομόφωνη απόφαση να μετριαστεί η θανατική ποινή των στρατηγών σε εικοσαετή δεσμά. Η απόφαση υπογράφτηκε αμέσως και ο υπασπιστής του Όθωνα στάλθηκε στο Ιτς Καλέ να αναγγείλει τη χαρμόσυνη είδηση στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Καθώς ήταν μεσάνυχτα, οι δυο στρατηγοί εκοιμόντο. Όταν άκουσαν το βαρύ κλειδί στην πόρτα του κελιού τους πετάχτηκαν επάνω νομίζοντας ότι θα τους πάρουν για τη γκιλοτίνα. Ο υπασπιστής τους ανάγγειλε ότι ο Όθωνας είχε μετριάσει την ποινή τους σε είκοσι ετών δεσμά. Ο Κολοκοτρώνης τότε είπε: «Θα γελάσω τον βασιλιά. Δεν θα ζήσω τόσους χρόνους».
Τους Πολυζωίδη και Τερτσέτη τούς οδήγησαν σε δίκη. Ήταν ένα από τα ανταλλάγματα που έθεσαν οι άλλοι τρεις αντιβασιλείς για να συμφωνήσουν με τον Όθωνα στην απονομή χάριτος (από την θανατική ποινή) του Κολοκοτρώνη και των άλλων αγωνιστών! Να τι είπε ο Τερτσέτης στην απολογία του: «Ζοῦν οἱ ὀπλαρχηγοί. Ζοῦν! Χαρεῖτε, ὦ Ἕλληνες. Ζοῦν! Φυλακισμένοι. Ἀληθινά, εἰς τὰ φρούρια, ὅπου πρὸ δέκα χρόνων ἐπῆραν ἐπὶ κεφαλῆς σας ἀπὸ τὸν εχθρόν, ἀλλὰ ζοῦν». Οι δύο δικαστές εκδιώχθηκαν και φυλακίστηκαν.
Την επόμενη χρονιά, 1835, ο Όθων με την ενηλικίωσή του υπέγραψε την αποφυλάκιση ,την παρασημοφόρηση των δύο οπλαρχηγών και την προαγωγή του μεν Πλαπούτα σε συνταγματάρχη, του δε Κολοκοτρώνη σε σύμβουλο της Επικρατείας. Ταυτόχρονα αποφάσισε και την αποπομπή των Κωλέττη και Σχινά. Έτσι έκλεισε μια διετία (1833-1834) που ανέδειξε τις ραδιουργίες της Αντιβασιλείας και του Κωλέττη εις βάρος ανύποπτων και γενναίων οπλαρχηγών, αλλά και δύο γενναίους δικαστές, στυλοβάτες της Δικαιοσύνης.
Αναστάσιος Πολυζωίδης:
Το Σύμβολο της Δικαστικής Ανεξαρτησίας
Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης κατέστη μάρτυρας και διακεκριμένη μορφή στην παγκόσμια Ιστορία της Δικαιοσύνης για την προάσπιση του κύρους και της ανεξαρτησίας της.Υπήρξε συντάκτης του ελληνικού Συντάγματος του 1822 και κύριος συντάκτης της Διακήρυξης του 1822, την οποία συνέταξε σχεδόν εξ ολοκλήρου.
Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης μετά την αποφυλάκισή του διορίστηκε Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και Σύμβουλος Επικρατείας. Το 1837 (νέος 35 ετών), διορίστηκε Υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Εσωτερικών και συνέβαλε τα μέγιστα στην οργάνωση και λειτουργία του πρώτου πανεπιστημίου του ελεύθερου Ελληνικού κράτους.
Πέθανε στην Αθήνα το 1873 στεναχωρημένος, απογοητευμένος, πτωχός και συντετριμμένος από τον κατατρεγμό και την αχαριστία. Η προτομή του κοσμεί τις εισόδους των δικαστικών μεγάρων ανά την Ελλάδα.