Το κανονικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Ζούκας αλλά ονομάστηκε Γούναρης γιατί κυνηγούσε γουνοφόρα θηράματα. Αρχικά υπηρετούσε στην αυλή του Αλή Πασά ως κυνηγός και τραγουδιστής. Εκεί πήρε και το παρανόμι Γιάννης Γούναρης με το οποίο έγινε γνωστός.
Ο Γούναρης ήταν παντρεμένος και είχε αποκτήσει και απογόνους. Υπό τις διαταγές του Αλή έμεινε μέχρι το 1822 όταν ο Ομέρ Βρυώνης ανέλαβε το πασαλίκι των Ιωαννίνων, μετά την πτώση του Αλή Πασά. Με την αλλαγή των συνθηκών άλλαξε και η ζωή του Γούναρη αφού πλέον νέος του αφέντης έγινε ο Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος κράτησε σε κατάσταση ομηρίας την γυναίκα και τα παιδιά του.
Όπως κάθε υπηρέτης, έτσι και ο Γιάννης Γούναρης αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον αφέντη του στην πορεία του προς το Μεσολόγγι τον Οκτώβριο του 1822. Θα πρέπει να υποθέσουμε εύλογα ότι ο Γιάννης Γούναρης είχε μια σχετική ελευθερία κινήσεων λόγω της ιδιότητάς του ως κυνηγός του Ομέρ. Ο Γιαννιώτης ήρωας έβλεπε με πόνο τους Έλληνες της πολιορκημένης πόλης να υποφέρουν από την πείνα και τις στερήσεις χωρίς ο ίδιος να μπορεί να κάνει κάτι για να τους βοηθήσει.
Ο καιρός περνούσε και όλες οι προσπάθειες των Τούρκων να καταλάβουν το “αλωνάκι” έπεσαν στο κενό παρά την αριθμητική υπεροχή τους. Η θέση των Ελλήνων βελτιώθηκε όταν λύθηκε ο ναυτικός αποκλεισμός της πόλης με την άφιξη του ελληνικού στόλου και ενισχύσεων στις αρχές του Νοεμβρίου. Επίσης, οι Τούρκοι άρχισαν να πιέζονται όχι μόνο από την έλλειψη εφοδίων αλλά και από τα συχνά γιουρούσια των πολιορκημένων, των οποίων το ηθικό ήταν στα ύψη. Ο Ομέρ Βρυώνης καταλάβαινε ότι η εκστρατεία του θα είχε θετική έκβαση μόνο με μια ξαφνική και γενική έφοδο των υπέρτερων δυνάμεών του. Οι πολιορκημένοι είχαν αντιληφθεί τις προθέσεις του Τούρκου διοικητή αλλά ο Βρυώνης είχε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού αφού κανείς τους δεν ήξερε τον χρόνο που αυτή θα γινόταν. Ικανός διοικητής και αδίστακτος καιροσκόπος, ο Τούρκος πασάς επέλεξε ως ημέρα της ξαφνικής του εφόδου την 25 Δεκεμβρίου όταν όλοι οι Έλληνες θα βρίσκονται στους Ναούς και θα ψάλλουν το «Χριστός γεννάται». Η πόλη βρισκόταν στον έσχατο κίνδυνο.
Αλλά ο Χριστός δεν θα άφηνε να μιανθούν οι ναοί του και να αφανιστεί ο λαός του την ημέρα των Χριστουγέννων. Ο Γιάννης Γούναρης μαθαίνει τα σχέδια του αφέντη του και αποφασίζει να πράξει το καθήκον του ως Έλληνας και να σώσει τους συμπατριώτες του αλλά και την επανάσταση στην Δυτική Ελλάδα. Ήξερε ότι η πράξη του αυτή θα σήμαινε και την καταδίκη της αιχμάλωτης οικογενείας του στην Άρτα αλλά είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Παραμονή των Χριστουγέννων έφυγε λάθρα από το στρατόπεδο και κατευθύνθηκε προς τα ανατολικά του Μεσολογγίου.
Στην περιοχή των αλυκών, στον δρόμο προς Αιτωλικό, είδε προς την μεριά της λιμνοθάλασσας μονόξυλο με Έλληνες πολεμιστές. Αμέσως άρχισε να τους φωνάζει να πλησιάσουν. Η βάρκα, στην οποία επέβαινε και ο Αθανάσιος Κραββαρίτης, γραμματέας του καπετάνιου Δημήτριου Μακρή, άρχισε να απομακρύνεται από την ακτή καθώς οι Έλληνες φοβήθηκαν ενέδρα από τους Τούρκους. Όμως, ο Γούναρης ήταν αποφασισμένος. Πέταξε τα άρματά του και άρχισε να κολυμπάει προς την βάρκα. Οι Έλληνες βλέποντας αυτή την ενέργεια πείστηκαν ότι κάτι σημαντικό έχει να τους πει και άρχισαν να τον πλησιάζουν. Μετά τους συνήθεις χαιρετισμούς ο Γούναρης τους ρώτησε από ποιο σώμα είναι και ποια η αποστολή τους. Όταν τον ενημέρωσαν ότι είναι από το σώμα του Μακρή και κατευθύνονται προς το Αιτωλικό, ο Γούναρης τους προειδοποίησε για τα σχέδια του Ομέρ Βρυώνη. Μεταξύ άλλων τους αποκάλυψε τον ακριβή χρόνο της επίθεσης αλλά και το σημείο που θα γινόταν. Οι Έλληνες ευχαρίστησαν τον άγνωστο αγγελιαφόρο και ζήτησαν να μάθουν το όνομά του. Ο Γούναρης είτε από ταπεινοφροσύνη, είτε από φόβο για την ζωή της οικογενείας του, αρνήθηκε να τους το αποκαλύψει, αν και ήξερε ότι ο Ομέρ Βρυώνης όταν θα μάθαινε την προδοσία θα ήξερε και τον προδότη.
Οι πληροφορηθέντες τα σχέδια των Τούρκων επέστρεψαν άμεσα στο Μεσολόγγι και γνώρισαν στους καπετάνιους όσα έμαθαν. Ύστερα από πολύωρη σύσκεψη αποφασίστηκε να σημάνουν κανονικά οι καμπάνες την ώρα της ακολουθίας και να προσέλθουν στις εκκλησίες οι μη δυνάμενοι να φέρουν όπλα. Οι υπόλοιποι να ταμπουρωθούν κανονικά στις θέσεις τους και να περιμένουν τον εχθρό. Η επίθεση των Τούρκων ήταν σφοδρή αλλά και η άμυνα των Ελλήνων γενναία. Μετά από πολύωρη μάχη οι Τούρκοι υποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους περίπου 500 νεκρούς. Μετά από λίγες μέρες, στις 31 Δεκεμβρίου 1822 οι Τούρκοι, μαθαίνοντας ότι ο Ανδρούτσος ερχόταν προς το μέρος τους αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία. Το Μεσολόγγι είχε σωθεί. Τέλη Δεκεμβρίου και ο χειμώνας εκείνης της χρονιάς όλο και χειροτερεύει, και οι πασάδες καθώς πληροφορούνται πως ο «Λυσσέος» (παρατσούκλι του Ανδρούτσου) αφού έδιωξε από την Ανατολική Ελλάδα τον Κιοσέ Μεχμέτ, έρχεται στο Μεσολόγγι αποφασίζουν στην 31 Δεκεμβρίου 1822 να λύσουν την πολιορκία. Έτσι σώθηκε το Μεσολόγγι.
Η ενέργεια του Γούναρη μπορεί να έσωσε το Μεσολόγγι και την επανάσταση στην Δυτική Ελλάδα, αλλά καταδίκασε την γυναίκα του και τα παιδιά του στον θάνατο. Ο Ομέρ Βρυώνης, μαθαίνοντας την προδοσία, αμέσως κατάλαβε ότι ο κυνηγός του είχε προδώσει το σχέδιό και ξέσπασε τον θυμό του στην οικογένειά του, την οποία κρατούσε αιχμάλωτη στην Άρτα.
Ο Γούναρης ξέροντας την μοίρα του, εάν επέστρεφε στο στρατόπεδο, αποφάσισε να κρυφτεί σε μια σπηλιά στην περιοχή που ονομάζεται Κλεισούρα. Η σπηλιά αυτή είχε χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο, σύμφωνα με την παράδοση πριν από έναν αιώνα από κάποιον από το χωριό Χρυσοβέργι, ο οποίος κατέφυγε εκεί προκειμένου να γλυτώσει από τους Τούρκους που τον καταδίωκαν. Όταν μετά από καιρό επέστρεψε στο σπίτι του, διηγήθηκε στους συγχωριανούς του ότι κάθε βράδυ έβλεπε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο Ναός ένα φως. Οι χωριανοί μετέβησαν στο μέρος που τους υπέδειξε και ανακάλυψαν έκπληκτοι την εικόνα της Παναγίας Ελεούσας και δίπλα πηγή με αγίασμα. Λόγω αυτού του θαυματουργικού γεγονότος οι ευλαβείς χριστιανοί έκτισαν τότε το πρώτο εκκλησάκι.
Αυτήν την σπηλιά χρησιμοποίησε και ο Γιάννης Γούναρης για να γλυτώσει από την οργή του πασά. Στο σημείο μετέβαιναν κάτοικοι των γειτονικών χωριών και βοσκοί οι οποίοι, αναγνωρίζοντας και τιμώντας την γενναιότητά του, τον προμήθευαν με τρόφιμα και νερό. Ο πόνος του ήρωα για τον χαμό της οικογενείας του ήταν μεγάλος και, έχοντας χάσει τα πάντα εκτός από την πίστη του, αποφάσισε να γίνει καλόγερος στο σημείο χρησιμοποιώντας την σπηλιά ως κελί.
Στην σπηλιά αυτή ο Γιαννιώτης ήρωας έζησε μόνος και αφανής, προσευχόμενος και ασκητεύων. Το 1837, από το σημείο έτυχε να περάσει ο βασιλιάς Όθωνας με την σύζυγό του Αμαλία, ο οποίος, πληροφορούμενος ποιος βρίσκεται εκεί, θέλησε να συναντήσει τον άνθρωπο που έσωσε το Μεσολόγγι. Θέλοντας να τον τιμήσει για την προσφορά του προς το Έθνος τον ρώτησε τι επιθυμεί να του δωρίσει. Ο Γούναρης απέδειξε για άλλη μια φορά το ήθος του, αρνούμενος κάθε υλικό αγαθό για τον εαυτό του, ζητώντας μόνο να παραχωρηθεί στην Μονή όλη η περιοχή από την είσοδο έως την έξοδο της Kλεισούρας.
Από τότε ο μοναχός πλέον Γιάννης Γούναρης βγήκε από την αφάνεια και άρχισε να παρουσιάζεται στους διαβάτες και να καλλιεργεί την περιοχή, καλλωπίζοντας και αναδεικνύοντας το μοναστήρι μέχρι την κοίμησή του. Τα οστά του βρέθηκαν το 1997 στα θεμέλια του Ναού, κατά την ανακαίνιση και ετάφησαν κοντά στην προτομή του που υπάρχει στο μοναστήρι.
Αυτή είναι η Ιστορία του Γιάννη Γούναρη, του κυνηγού του Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος αφού θυσίασε γυναίκα και παιδιά για την Πατρίδα, φόρεσε το ασκητικό ράσο και εκοιμήθη εν ειρήνη αφού και τον αγώνα τον καλόν ηγώνισται και την ψυχήν αυτού έδωκε λύτρον υπέρ πολλών.
Παρακάτω μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα βίντεο με
το μοναστήρι όπως είναι στα χρόνια μας.