« Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».
O Αλέξανδρος Υψηλάντης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1792 και πέθανε στην Βιέννη το 1828. Ήταν γιος του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, Κωνσταντίνου Υψηλάντη. Ανήκε στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου και διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα. Το 1813, σε ηλικία 21 ετών, με τον βαθμό του συνταγματάρχου πολεμά στη μάχη της Δρέσδης, όπου χάνει το δεξί του χέρι.
Οι Φιλικοί είχαν πληροφορίες για τα πατριωτικά του αισθήματα, επειδή σε στενούς κύκλους Ελλήνων και Φιλελλήνων φέρεται να είχε δηλώσει πως οι συμπατριώτες του θα έπρεπε να υπολογίζουν στη συνδρομή του, αν τυχόν παρουσιαζόταν κάποια ευκαιρία.
Έτσι με τη μεσολάβηση του Φιλικού Κωνσταντίνου Καντιώτη, που ήταν υπάλληλος του Καποδίστρια και μετά την άρνηση του τελευταίου να αναλάβει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, προσέτρεξε ο Εμμανουήλ Ξάνθος σε επαφή με τον Πρίγκηπα Αλέξανδρο Υψηλάντη. Η συνάντηση αυτή φαίνεται να ήταν μια από τις ευτυχέστερες στιγμές της ζωής του Ε. Ξάνθου, που έμεινε χαραγμένη στη μνήμη του, που αποδίδει με κάθε λεπτομέρεια και νοσταλγία στα απομνημονεύματά του.
Στη συνάντηση εκείνη στην Πετρούπολη στις 11 Απριλίου 1820 (παλαιό ημερολόγιο), ο Υψηλάντης τον δέχθηκε με ευγένεια και, ύστερα από κάποιες ερωτήσεις για την καταγωγή του και διάφορες άλλες υποθέσεις, του ζήτησε να μάθει πώς περνούν οι Έλληνες. Ο Ξάνθος του απήντησε ότι οι Τούρκοι τούς τυραννούν και η τυραννία αυτή έχει γίνει πλέον αφόρητη. Στη συνέχεια ακολούθησε ο εξής δραματικός διάλογος:
– Υψηλάντης: «Γιατί οι Έλληνες δεν προσπαθούν να ενεργήσουν ώστε, αν δεν δύνανται να ελευθερωθούν από τον ζυγόν, τουλάχιστον να τον ελαφρώσουν;»
– Ξάνθος: «Πρίγκιψ, με ποία μέσα και με ποίους οδηγούς να ενεργήσωσιν οι δυστυχείς Έλληνες την βελτίωσιν της πολιτικής των καταστάσεως; Αυτοί έμειναν εγκαταλελειμμένοι από εκείνους, οίτινες εδύναντο να τους οδηγήσωσι, διότι όλοι οι καλοί ομογενείς καταφεύγουν εις ξένους τόπους και αφήνουν τους ομογενείς των ορφανούς. Ιδού ο Κόμης Καποδίστριας υπηρετεί τη Ρωσίαν, ο μακαρίτης πατήρ σας κατέφυγε εδώ και ο Καρατζάς εις την Ιταλίαν, υμείς ο ίδιος υπηρετούντες την Ρωσίαν εχάσατε υπέρ αυτής την δεξιάν χείρα σας, και άλλοι ίσοι καλοί καταφεύγοντες εις την χριστιανικήν Ευρώπην μένουν εκεί, χωρίς να φροντίζουν δια τους δυστυχείς αδελφούς των.»
– Υψηλάντης: «Αν εγώ εγνώριζον ότι οι ομογενείς μου είχον ανάγκην από εμέ και εστοχάζοντο, ότι εδυνάμην να συντελέσω εις την ευδαιμονίαν των, σου λέγω εντίμως, ότι ήθελον μετά προθυμίας κάμω κάθε θυσίαν, ακόμη και την κατάστασίν μου, και τον εαυτόν μου θα εθυσίαζον υπέρ αυτών».
– Ξάνθος (σηκώνεται όρθιος και συγκινημένος): «Δος μοι Πρίγκιψ, την χείρα σας εις βεβαίωσιν των όσων εκφράσθητε».
Κοιτάζοντάς τον κατάματα ο Υψηλάντης με θαυμασμό τού έδωσε το χέρι του.
Ο Υψηλάντης, ενθουσιώδης μεν πατριώτης, αν και χωρίς ιδιαίτερη πολιτική πείρα, δεν άργησε να κυριευθεί από τον δραματικό τόνο της φωνής του Ξάνθου, καθώς και από τον δικό του ενθουσιασμό και τη βαθιά πίστη του στα όνειρα του ελληνικού έθνους. Έτσι η αποστολή του ενός είχε εκπληρωθεί, ενώ οι φιλοδοξίες του άλλου, να γίνει ο ελευθερωτής του έθνους του, άρχισαν να πραγματοποιούνται. Ο Ξάνθος φανέρωσε στον πρίγκηπα τα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας και εκείνος με συγκίνηση και ενθουσιασμό κατηχείται και ορκίζεται κατά το τυπικό της εταιρείας, όπου και αναγνωρίζεται Γενικός Επίτροπος της Αρχής. Του δόθηκε το ψευδώνυμο «Καλός» και τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου «Α.Ρ.» για να υπογράφει τις επιστολές του. Την ίδια εκείνη ημέρα μεταξύ του Υψηλάντη και του Ξάνθου υπογράφτηκε ένα έγγραφο, το οποίο επικύρωνε την ανάληψη από τον πρώτο, της ηγεσίας, όχι της “Φιλικής”, αλλά της “Ελληνικής Εταιρείας”. Η Φιλική Εταιρεία είχε πλέον τον Αρχηγό της.
Το 1820, σε ηλικία 28 ετών, αναλαμβάνει την αρχηγία της Φιλικής εταιρίας, και ονομάζεται «Επίτροπος», που κατά την βυζαντινή εθιμοτυπία σήμαινε αντιβασιλέας, νόμιμος διάδοχος του θρόνου της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, και πολιτικός αρχηγός της Επαναστάσεως. Την ίδια χρονιά τα μέλη της Φιλικής Εταιρίας τον αναγνωρίζουν ως Γενικόν Έφορον της Ελληνικής Εταιρίας.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εκδίδει αμέσως την προκήρυξη ανεξαρτησίας: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Παραιτείται από τον τσαρικό Στρατό, περνάει τον ποταμό Προύθο το Φεβρουάριο του 1821 και υψώνει τη σημαία της Επαναστάσεως στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας. Στον ναό των Τριών Ιεραρχών ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί τη επαναστατική σημαία με έμβλημα τον Σταυρό, και κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Υψηλάντη.
Αμέσως διενεργείται έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσιών και υπογράφεται σε κτίριο στο Κισινάου της Μολδαβίας η Διακήρυξη προς το Έθνος και η πρόσκληση εθελοντών.
Απ’ όλη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία και συγκροτείται αμέσως ο Ιερός Λόχος, αποτελούμενος από 500 σπουδαστές. Η ορκωμοσία των ιερολοχιτών έγινε με τις φράσεις: “Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και της πατρίδος μου. Να φονεύσω και αυτόν τον ίδιον τον αδελφόν αν τον εύρω προδότην της πατρίδος… Να μην παραιτήσω τα όπλα προτού να ίδω ελευθέραν την πατρίδα μου και εξολοθρευμένους τους εχθρούς της…”.
Τον Μάρτιο ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία στο Βουκουρέστι, και αντιμετωπίζει τον οθωμανικό στρατό στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο. Ο Ιερός λόχος του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου τον Ιούνιο του 1821 και οι στρατιώτες άρχισαν να λιποτακτούν.
Οργισμένος ο Υψηλάντης εξέδωσε προκήρυξη στην οποία χαρακτήριζε τους λιποτάκτες ανάνδρους. “Τρέξατε εις τους Τούρκους, τους μόνους άξιους φίλους των φρονημάτων σας. Άνανδροι αγέλαι λαών”.
Ο ίδιος (με τα δύο αδέλφια του) υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα και οι αυστριακοί για να τον παγιδεύσουν, τον εφοδίασαν με πλαστό διαβατήριο για να φύγει με το ψευδώνυμο Παλαιογενείδης. Τον συνέλαβαν, τον έκλεισαν στα ανθυγιεινά κελιά του μεσαιωνικού φρουρίου του Μουγκάτς στο οποίο υπέστη τα πάνδεινα, αφού ήταν γνωστή η σκληρή «μετερνιχική» πολιτική απέναντι σε επαναστάτες.
To 1823, 160 πρώην Ιερολοχίτες που είχαν πολεμήσει με τον Υψηλάντη στην Μολδαβία και την Βλαχία, βρήκαν καταφύγιο στην Ελβετία. Δυο καλλιτέχνες, ο Georg Ludwig Vogel και ο Karl Joseph Brodtmann απεικόνισαν τα ταλαιπωρημένα τους πρόσωπα και μάλιστα μας δίνουν και μερικές λαογραφικές πληροφορίες σημειώνοντας την καταγωγή του καθενός.
Αποφυλακίστηκε με την παρέμβαση του Τσάρου όμως η υγεία ήταν πολύ κλονισμένη. Μετά την απελευθέρωσή του, αποσύρθηκε στη Βιέννη, όπου και πέθανε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και μιζέριας στις 19/31 Ιανουαρίου1828. Δύο μήνες μετά πεθαίνει στην Βιέννη σε ηλικία 36 ετών. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να έλθει στην ελεύθερη ελληνική γη. Έμαθε όμως ότι ο Καποδίστριας αναλαμβάνει κυβερνήτης της ελεύθερης πλέον Ελλάδος και χαρούμενος φώναξε “Δόξα σοι ο Θεός” και άρχισε να απαγγέλει με τα μάτια ψηλά στον ουρανό, το «Πάτερ ημών». Δεν πρόφθασε να το τελειώσει, έγειρε το κεφάλι του και πέθανε ήσυχος και ευτυχισμένος, που έμαθε ότι η πατρίς είναι ελεύθερη μετά από 400 έτη σκληρό τουρκικό ζυγό…
Το σώμα του αρχικά θάφτηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Μάρκου (Sankt Marxer Friedhof) της Βιέννης, και αργότερα τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο κάστρο Υψηλάντη-Σίνα στo Ραππόλτενκίρχεν, δυτικά της Βιέννης, από μέλη της οικογένειάς του, στις 18 Φεβρουαρίου του 1903. Η τελευταία μεταφορά του συνέβη τον Αύγουστο του 1964, όταν τελικά μεταφέρθηκε στην εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα, 136 χρόνια μετά το θάνατό του.
Η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να αποσπαστεί από το σώμα (συνήθεια διαδεδομένη στην εποχή του για σημαίνοντα πρόσωπα) και να σταλεί στην Ελλάδα. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε από τον Γεώργιο Λασσάνη, που την έκρυψε στον Άγιο Γεώργιο Βιέννης αρχικά. Το 1843 ο αδελφός του, Γεώργιος Υψηλάντης, την έστειλε στη Μητρόπολη της Αθήνας (που τότε ήταν η Αγία Ειρήνη στην οδό Αιόλου). Ο Γεώργιος Λασσάνης απεβίωσε το 1847 και η σύζυγός του ,Μαρία Μουρούζη, μετέφερε το 1859 τις καρδιές των δύο αδελφών στο ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου (Στησιχόρου 6 & Λυκείου) στην Αθήνα. Η καρδιά του Αλεξάνδρου φυλάσσεται μέσα σε επίχρυση θήκη, ενώ του Γεωργίου σε επάργυρη λήκυθο. Βρίσκονται σε εσοχή του νότιου τοίχου με την επιγραφή “καρδίαι Αλ. και Γ. Υψηλάντου”.
Ypsilanti Township στο Μίσιγκαν των ΗΠΑ πήρε το όνομά της προς τιμήν του. Αργότερα η πόλη Ypsilanti, η οποίο βρίσκεται εντός του δήμου, πήρε το όνομά της από τον αδελφό του, Δημήτριο.