Στὸ κοινόβιο κάποιου ἁγίου Γέροντα στὴν Θηβαΐδα ὑπῆρχε μία καμήλα ποὺ ἀνέβαζε μὲ τὸ μάγγανο τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι. Συνέβαινε ὅμως τὸ ἑξῆς θαυμαστό: τὴν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας ἡ καμήλα στεκόταν ἀκίνητη.
Ὅταν οἱ ἐπισκέπτες ἀποροῦσαν γιὰ τὸ γεγονός, οἱ Πατέρες τοὺς ἐξηγοῦσαν, πώς ὁ Ἀββᾶς τους τὴν εἶχε προστάξει, τὴν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, ὅταν δηλαδὴ χτυπήση τὸ σήμαντρο, νὰ σταματάη νὰ γυρίζη, ὡσότου ἀπολύση ἡ Εκκλησία.
Κὶ αὐτὸ διότι, κάποτε, σὲ ὥρα Ἀκολουθίας, ὁ ἀδελφὸς μὲ τὸ διακόνημα τοῦ πηγαδιοῦ δὲν ἄκουσε τὸ σήμαντρο, λόγω τοῦ θορύβου ποὺ ἔκανε τὸ μάγγανο καὶ δὲν πῆγε στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Ἀββᾶς τότε πῆγε στὸ πηγάδι καὶ τὸν ρώτησε:
– Γιατὶ δὲν ἦρθες στὴν Ἐκκλησία στὴν ὥρα σου;
– Συγχώρεσέ με, Πάτερ, εἶπε ἐκεῖνος. Ὁ θόρυβος τῆς μηχανῆς δὲν μὲ ἄφησε ν’ ἀκούσω τὸ σήμαντρο.
Τότε ὁ Ἀββᾶς ἔδωσε ἐντολὴ στὴν καμήλα ποὺ ἀνέβαζε τὸ νερό:
– Εἶναι εὐλογητὸς ὁ Θεός· στὸ ἑξῆς, Ὅταν σημαίνει γιὰ τὴν Ἐκκλησία, δὲν θα κινῆσαι καθόλου μέχρι τὴν ἀπόλυσι.
Καὶ ἡ καμήλα τήρησε τὴν ἐντολή. Ἀλλὰ τὸ θαυμαστό εἶναι ὅτι, καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη καμήλα ἐτοποθετεῖτο στὸ μαγγανοπήγαδο, τηροῦσε τὴν ἴδια ἐντολή.
(Ἀπό τὸ βιβλίο «Ἡ Ζωοφιλία τῶν Ἁγίων»)