Ο ναός της Παναγίας Πορτοκαλούσας (ή Κατακεκρυμμένης) στην Αργολίδα είναι μια εκκλησία που συγκαταλέγεται στα παραδοσιακά διατηρητέα μνημεία του Άργους, ανήκει στο Δήμο Άργους-Μυκηνών και βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά της Λάρισας Άργους, επάνω στον βράχο.
O ναός ιδρύθηκε το 1700, στο ίδιο σημείο που βρισκόταν κατά την αρχαιότητα ο Ναός της Ήρας.
Ο ναός της Παναγίας Πορτοκαλούσας διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο, αφού λειτούργησε το πρώτο σχολείο του Άργους το 1798, ενώ εξακολούθησε να λειτουργεί και μετά το τέλος της Επανάστασης του 1821. Επίσης, λειτούργησε ως καταφύγιο για τον άμαχο πληθυσμό μετά την ήττα των Ελλήνων στον Ξεριά και το 1822, στον χώρο του Ναού ιδρύθηκε το πρώτο ελληνικό νομισματοκοπείο, το οποίο όμως δε λειτούργησε ποτέ, αφού κλάπηκαν τα νομίσματα.
Ο επισκέπτης της Παναγίας Πορτοκαλούσας μπορεί να δει σημαντικά ιερά κειμήλια, όπως ένα Ευαγγέλιο έκδοσης Βενετίας (1776) και δύο εικόνες, μία των Εισοδίων της Θεοτόκου (1705) και της Παναγίας Γλυκοφιλούσας.
Την ονομασία Παναγία Πορτοκαλούσα την οφείλει σε ένα παλιό αργείτικο έθιμο, σύμφωνα με το οποίο οι Αργείοι έριχναν πορτοκάλια στα νιόπαντρα ζευγάρια την ημέρα των Εισοδίων της Παναγίας στις 21 Νοεμβρίου, κατά την πανήγυρη της Μονής. Μάλιστα, οι νιόπαντροι έπρεπε να ανέβουν με τα πόδια στον λόφο.
Ο Ναός της Παναγίας Πορτοκαλούσας, από τον οποίο πέρασε και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, επίσης ονομάζεται και ναός της Κατακεκρυμμένης, από την παλιά εικόνα που ήταν κρυμμένη στη σπηλιά του βράχου και η οποία βρέθηκε από θαύμα. Μια ισχυρή λάμψη μέσα στη νύχτα οδήγησε τους χριστιανούς στη σπηλιά, όπου βρήκαν την εικόνα και αποφάσισαν να χτίσουν εκεί εκκλησία.
Η εικόνα που φυλάσσεται σε ξυλόγλυπτο κουβούκλιο, είναι μια «δίφυλλη» δημιουργία που στο αριστερό φύλλο εικονίζεται η Παναγία Γλυκοφιλούσα και στο δεξιό φύλλο υπάρχει η ίδια επικάλυψη και η επιγραφή Αγίου Δημητρίου του Νέου, αλλά σε δεύτερο επίπεδο (στο βάθος) υπάρχουν δύο ανάγλυφες μορφές. Πιθανότατα και με βάση την επιγραφή, η μία ανάγλυφη μορφή παριστάνει τον Νεομάρτυρα Δημήτριο και η άλλη τον Οσιομάρτυρα Παύλο. Οι εικόνες στο εσωτερικό του ναού είναι χωρίς μάτια, αφού οι Τούρκοι συνήθιζαν να τις βεβηλώνουν κατά αυτόν τον τρόπο.
Πολύ κοντά στο χωριό του Αγίου Αδριανού και στα πρόβουνα του Αραχναίου βρίσκεται η μονή Καρακαλά. Η Μονή είχε και δεύτερο όνομα “Ξηροκαστέλι”, αλλά οι ντόπιοι το χρησιμοποιούσαν πολυ σπάνια. Το όνομα Καρακαλά φαίνεται να προέρχεται από το τη μετάφραση στα τουρκικά της λέξης “Ξεροκαστέλι”, η οποία είναι το “Κουρουκουλέ”. Η παραφθορά της τούρκικης λέξης από τους ντόπιους οδήγησε στη λέξη “Καρακαλά”. Αυτή είναι και η πλέον αληθοφανής από τις πολλές εικασίες που υπάρχουν σχετικά με το όνομα “Καρακαλά”.
Η ακριβής χρονολογία του έτους ίδρυσης της Μονής του Αγίου Δημητρίου δεν είναι γνωστή, αλλά υφίσταται μία περιγραφή της μεγάλης της περιουσίας το 1696. Από αυτή συμπεραίνουμε ότι μάλλον θα πρέπει να λειτουργούσε αρκετούς αιώνες.
Πολύ σημαντικός ήταν ο ρόλος της Μονής στην πολιορκία του Ναυπλίου, αλλά και στα χρόνια του Αγώνα, καθώς ήταν οπλοστάσιο των Αγωνιστών. Το 1829 έχει καταγραφεί πως η Μονή Καρακαλά είχε έναν ηγούμενο (Διονύσιος), έξι μοναχούς και δεκαπέντε μισθωτούς.
Στις αρχές του 19ου αιώνα μεγάλο μέρος της καταστράφηκε από πυρκαγιά, ενώ μέρος από τα υλικά που διασώθηκαν λέγεται ότι χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση του οθωμανικού τεμένους στο Ναύπλιο, το σημερινό “Βουλευτικό”.
Το 1928 απαλλοτριώθηκε η περιουσία της και μοιράστηκε, κυρίως σε ποιμένες, που βοσκούσαν τα πρόβατά τους στην περιοχή. Το 1934 συγχωνεύεται με τη Μονή Ταλαντίου και το 1936 με τις Μονές Αγνούντος και Ταξιαρχών. Το 1943 δυστυχώς οι Γερμανοί καίνε τη Μονή και ανατινάζουν ένα τμήμα της. Το 1963 η Μονή αλλάζει σε γυναικεία και σηματοδοτείται μια νέα περίοδος άνθισής της.
Από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους γνωρίζουμε ότι ο αρχιτεκτονικός χαρακτήρας της Μονής είναι φρουριακός. Ένα μεγάλο κτηριακό συγκρότημα που μπορούσε να αμυνθεί αν χρειαζόταν. Τα κτήρια της μονής έχουν εσωτερικό προσανατολισμό και είναι διανθισμένα από καμάρες και μεγάλα συνεχόμενα χαγιάτια. Η Μονή έχει και πέντε εκκλησίες, της Αγίας Παρασκευής, της Αγίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου, της Παναγίας της Πορταϊτίσσης, του Αγίου Νεκταρίου και του Όσιου Εφραίμ του Σύρου.
Πανηγυρίζει στις 26 Οκτωβρίου, μέρα κατά την οποία έρχεται πολύς κόσμος.
Ο Ναός Αγίου Ιωάννου ή Τιμίου Προδρόμου στο Άργος είναι τρίκλιτος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο. Κτίστηκε μετά το 1822 και περατώθηκε το 1829. Στην ίδια θέση υπήρχε προγενέστερος ναός, ήταν κατά την παράδοση ημι-υπόγειος, αφιερωμένος στην αγία Παρασκευή. Τους έκτιζαν έτσι, για να μην μπαίνουν έφιπποι οι Τούρκοι και τους βεβηλώνουν. Σ’ εκείνον τον παλιό ναό έγινε η δοξολογία και ορκίστηκαν οι πληρεξούσιοι της Α’ Εθνοσυνέλευσης τον Δεκέμβριο του 1821, στην αυλή του ναού άρχισαν τις εργασίες τους, που διακόπηκαν και συνεχίστηκαν στη Νέα Επίδαυρο.
Όταν έφτασε ο Ιωάννης Καποδίστριας στην επαναστατημένη Ελλάδα, ο νέος ναός δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα και ο κυβερνήτης ενίσχυσε το έργο οικονομικά. Γράφει σχετικά το πρακτικό της Δ’ Εθνοσυνελεύσεως του Άργους: «ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΙΣ ΙΘ’ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 3, 1829. Ανεγνώσθη έγγραφον της A.Ε. του Κυβερνήτου της Ελλάδος Ιωάννου Καποδίστρια, προβάλλον να δοθή η άδεια εις την Κυβέρνησιν να δώση χρηματικά βοηθήματα εις την ανεγειρομένην εκκλησίαν της κοινότητος του Άργους, ως και εις την μερικήν επισκευήν του ναού της Παναγίας (το σημερινό νεκροταφείο)».
Η χρηματική προσφορά είτε 3000, είτε κατ’ άλλους 20.000 φοίνικες, δόθηκε, όπως επιβεβαιώνεται και από την αφιερωματική μαρμάρινη επιγραφή στη δυτική πλευρά του εξωτερικού τοίχου του ναού. Εκεί διαβάζουμε:
«Ἡ πόλις τῶν Ἀργείων
τῷ Ἰωάννη Ἀντ. Καποδίστρια
εὐνοίας ἔνεκεν τῷ ἐν τεμένει
ΑΩΚΘ ́ (1829) μηνί Σεπτ.»
Ο ναός είναι ασφαλισμένος με σιδεριές, που τοποθετήθηκαν το 1912, επειδή είχε καταστεί ετοιμόρροπος από τον ισχυρό σεισμό του 1896. Το καμπαναριό έγινε το 1853 με δαπάνη του Δήμου. Δήμαρχος ήταν τότε ο Κωνσταντίνος Βώκος. Ο ναός ήταν καθεδρικός μέχρι το 1865, κατόπιν έγινε ο ναός του Αγίου Πέτρου. Όσο διάστημα διατελούσε ως μητροπολιτικός ο ναός του Προδρόμου, τελέσθηκαν εδώ οι επίσημες τελετές της έλευσης, της ορκωμοσίας και της ενηλικίωσης των βασιλέων Όθωνος και Γεωργίου Α’.
Στην καρδιά της παλιάς πόλης του Ναυπλίου, στην οδό Καποδιστρίου, βρίσκεται ο ιερός ναός του Αγίου Σπυρίδωνα, που έχει συνδεθεί με ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα της νεότερης Ελλάδας. Στην είσοδό του δολοφονήθηκε ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος, ο Ιωάννης Καποδίστριας, ενώ ερχόταν να εκκλησιαστεί, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, από τους γιούς του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Γεώργιο και τον Κωνσταντίνο.
Σύμφωνα με τη σωζόμενη κτητορική επιγραφή η εκκλησία κτίστηκε το έτος 1702, στην περίοδο της Β ́ Ενετοκρατίας, με δαπάνη των ορθόδοξων κατοίκων του Ναυπλίου. Πρόκειται για σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό με οκτάπλευρο τρούλο. Στην ανατολική πλευρά του εξέχει τρίπλευρη αψίδα, δίπλα στην οποία κτίστηκε το έτος 1853 το καμπαναριό.
Στον εξωτερικό τοίχο της εκκλησίας, σε ειδική γυάλινη προθήκη δίπλα στην είσοδο, φαίνεται το σημείο όπου σφηνώθηκε η μοιραία για τον Καποδίστρια σφαίρα.
Ο ναός εορτάζει στις 12 Δεκεμβρίου, την ημέρα του Αγίου Σπυρίδωνα, ενώ στις 4 Δεκεμβρίου γίνεται με μεγάλες τιμές η περιφορά της εικόνας της Αγίας Βαρβάρας.