Κατά την παραγωγή παίρνεται ως βάση το θέμα της πρωτότυπης λέξης και απ’ αυτό σχηματίζεται η παράγωγη. Ειδικότερα στην παραγωγή παρατηρούμε τα ακόλουθα:
1) Το θέμα της πρωτότυπης λέξης από το οποίο σχηματίζεται η παράγωγη σπάνια μένει ακέραιο και αμετάβλητο· συνήθως παρουσιάζονται σ’ αυτό διάφορες παθήσεις και μεταβολές. Π.χ.
δοῦλος (θ. δουλο-): δουλό-ω -ῶ το θέμα μένει αμετάβλητο
δοῦλος (θ. δουλο-): δουλ-εύω αποβολή του τελικού φθόγγου του θέματος
δουλόω -ῶ (θ. δουλο-): δούλω-σις έκταση του χαρακτ. ο σε ω (βλ. § 62, 7, β)
πέμπω (θ. πεμπ-): πομπ-ὸς τροπή του φων. ε σε ο (βλ. § 62, 6)
ῥήγνυμι (θ. ῥηγ-): ῥωγ-μὴ τροπή του φων. η σε ω (βλ. § 62, 6)
ἔχω (θ. σεχ-): σχ-έ-σις συγκοπή του φων. ε (βλ. § 62, 1).
2) Στο θέμα της πρωτότυπης λέξης (είτε αμετάβλητο είτε τροποποιημένο), για να σχηματιστεί μια παράγωγη λέξη, προσθέτεται κανονικά ορισμένο στοιχείο που λέγεται παραγωγικό πρόσφυμα. Π.χ.
ἀρόω -ῶ | (θ. ἀρο-): | ἄρο-τρο-ν | (παραγωγ. πρόσφυμα –τρο-) |
δοῦλος | (θ. δουλο-): | δουλ-εύ-ω | ( » » –ευ-) |
λύ-ω | (θ. λυ-): | λύ-σι-ς | ( » » –σι-) |
3) Στο παραγωγικό πρόσφυμα (-τρο-, -ευ-, -σι– κτλ.) προσθέτεται η νέα κατάληξη της παράγωγης λέξης (-ν, -ω, -ς κτλ.). Έτσι το παραγωγικό πρόσφυμα μαζί με την κατάληξη απαρτίζει ένα σύνολο που λέγεται παραγωγική κατάληξη: -τρον, -εύω, -σις κτλ.
4) Οι παράγωγες λέξεις μπορεί να είναι ουσιαστικά (γράψω – γραφεύς), επίθετα (γράφω – γραπτός), ρήματα (βασιλεύς – βασιλεύω) ή επιρρήματα (δίκαιος – δικαίως).
Α΄. Παράγωγα ουσιαστικά
Τα ουσιαστικά παράγονται α) από ρήματα: γράφ-ω: γραφεύς, β) από επίθετα: δίκαιος: δικαιοσύνη, γ) από άλλα ουσιαστικά: πόλις: πολίτης.
α) Ουσιαστικά παράγωγα από ρήματα
Τα ουσιαστικά που παράγονται από ρήματα σημαίνουν:
1) το πρόσωπο που ενεργεί. Παραγωγικές καταλήξεις τους είναι οι ακόλουθες:
-εὺς | γράφ-ω: γραφ-εύς, νέμ-ω: νομ-εύς, τίκτ-ω: τοκ-εὺς κτλ. |
-ὸς | τρέφ-ω: τροφ-ός, πέμπ-ω: πομπ-ός, ᾄδ-ω (θ. ἀειδ-): ἀοιδ-ὸς, τάσσ-ω (θ. ταγ-): ταγ-ός κτλ. |
-μὼν | ἡγέομαι –οῦμαι (θ. ἡγε-): ἡγε-μών, κήδ-ομαι (θ. κηδ-, κηδε-): κηδε-μὼν κτλ. |
-ὰς | φεύγ-ω (θ. φευγ-, φυγ-): φυγ-άς, νέμ-ω: νομ-ὰς κτλ. |
-της | ποιέ-ω -ῶ: ποιη-τὴς (θηλ. ποιή-τρια), αὐλέ-ω -ῶ: αὐλη-τὴς (θηλ. αὐλη-τρίς), ἐργάζομαι: ἐργά-της (θ. ἐργά-τις) κτλ. |
-τὴρ | καλέ-ω -ῶ (θ. καλε-, κλη-): κλη-τήρ, σῴζω: σω-τήρ (θηλ. σώ-τειρα) κτλ. |
-τωρ | λέγ-ω (θ. ῥη-, ῥη-θήσομαι): ῥή-τωρ, συλ-λαμβάνω (θ. λαβ-): συλ-λήπ-τωρ (θηλ. συλ-λήπ-τρια), πράττω (θ. πραγ-): πράκ-τωρ κτλ. |
2) την ενέργεια, το πάθος ή την κατάσταση: παραγωγικές καταλήξεις:
–σις | λύ-ω: λύ-σις, παύ-ω: παῦ-σις, γεύ-ομαι: γεῦ-σις, κρού-ω: κροῦ- σις· στέφ-ω: (στέφ-σις=) στέψις, τρέφ-ω: (τρέφ-σις =) θρέψις λαμβάνω (θ.λαβ-, ληβ-): (λῆβ-σις =) λῆψις· μείγνυμι: (μεῖγ-σις =) μεῖξις, ψύχ-ω: (ψῦχ-σις =) ψῦξις· αἴρ-ω (θ. ἀρ-): ἄρ-σις, καθαίρω (θ. καθαρ-): κάθαρ-σις, ἐγείρομαι (θ. ἐγερ-): ἔγερ-σις, κλίνω: κλί-σις, κρίνω: κρί-σις· γεννά-ω -ῶ: γέννη-σις, δρά-ω -ῶ: δρᾶ-σις, αἰτιά-ομαι -ῶμαι: αἰτία-σις, ὁρά-ω -ῶ: ὅρα-σις· αἱρέ-ω -ῶ: αἵρε-σις, ποιέ-ω -ῶ: ποίη-σις· δηλό-ω -ῶ: δήλω-σις, ἀρό-ω -ῶ: ἄρο-σις· ἁλίσκομαι (θ.ἁλω-): ἅλω-σις, χρή-ομαι -ῶμαι (θ. χρη-): χρῆ-σις· ἵ-στη-μι (θ. στη-, στᾰ-): στά-σις, τί-θη-μι (θ. θη-, θε-): θέ-σις, ἀφ-ί-η-μι (θ. ἡ-, ἑ): ἄφ-ε-σις, ἐν-ί-η-μι: ἔν-ε-σις, δί-δω-μι (θ. δω-, δο-): δό-σις κ.ά. |
-σία | δοκιμάζω: δοκιμα-σία, ἐργάζομαι: ἐργα-σία, θύ-ω: θυ-σία, ξηραίνω: ξηρα-σία, σημαίνω: σημα-σία, ὑγραίνω: ὑγρα-σία κ.ά. |
-ὴ | γράφ-ω: γραφ-ή, ἀμείβ-ω: ἀμοιβ-ή, πέμπ-ω: πομπ-ή, θάπτ-ω: ταφ-ή, στρέφ-ω: στροφ-ή, φυλάττω (θ. φυλακ-): φυλακ-ή, σφάτ- τω (θ. σφαγ-) σφαγ-ή, ταράττω (θ. ταραχ-): ταραχ-ή, ἀρήγ-ω (= βοηθῶ): ἀρωγ-ή κ.ά. |
-ὰ | (όταν προηγείται ρ): ἀγείρω (θ. ἀγερ-): ἀγορ-ά, φθείρω (θ. φθερ-): φθορ-ά, χαίρω (θ. χαρ-): χαρ-ὰ κ.ά. |
-ία | μαίνομαι (θ. μαν-): μαν-ία, ἀγγέλλω: ἀγγελ-ία, ὁμιλέ-ω: ὁμιλ-ία, μαρτυρέ-ω -ῶ: μαρτυρ-ία κ.ά. |
–εία | (ιδίο)ς από ρήματα σε –εύω): ἀριστεύω: ἀριστεία, βασιλεύω: βασιλεία, δουλεύω: δουλεία, θεραπεύω: θεραπεία, κολακεύω: κολακεία, λατρεύω: λατρεία, μαντεύω: μαντεία, παιδεύω: παιδεία κ.ά. (Σε τέτοια παράγωγα η κύρια παραγωγική κατάληξη είναι -ία (όπως στα προηγούμενα)· αλλά η κατάληξη αυτή μαζί με το προηγούμενο φωνήεν του θέματος παρουσιάζεται σαν –εία: βασιλε-ία – βασιλεία.) |
-ος | (αρσ. της β΄ κλίσης): τρέμω: τρόμ-ος, τρέπω: τρόπ-ος, ψέγω: ψόγ-ος· πλέω: πλό-ος – πλοῦς, ῥέ-ω: ῥό-ος – ῥοῦς κ.ά. |
–μὸς | ἀγείρω (θ. ἀγερ-): ἀγερ-μός, δέω – δῶ (= δένω), (θ. δεσ-): δεσμός, ὀδύρομαι: ὀδυρ-μός, σείω (θ. σεισ-): σεισ-μός |
-(ε)τός | τρυγά-ω -ῶ: τρυγη-τός, κωκύω: κωκυ-τός, κόπτω: κοπ-ετός, νείφει (= χιονίζει· από θ. νιφ-): νιφ-ετός, πήγ-νυμι (θ. πηγ-, παγ-): παγ-ετός, τίκτω (θ. τεκ-, τοκ-): τοκ-ετός, ύω (= ρίχνω βροχή, βρέχω): ὑ-ετὸς κ.ά. |
3) το αποτέλεσμα της ενέργειας: παραγωγικές καταλήξεις:
-μα | βουλεύω: βούλευ-μα, ἱδρύω: ἵδρυ-μα, μηνύω: μήνυ-μα· πταίω (θ. πταισ-): πταῖσ-μα, χρίω (θ. χρισ-): χρῖσ-μα· τιμάω -ῶ: τίμη-μα, ποιέω -ῶ: ποίη-μα, ζημιόω -ῶ: ζημίω-μα· βλέπω: βλέμ-μα, τρίβω: τρῖμ-μα, γράφω: γράμ-μα· πλέκω: πλέγ-μα, πράττω (θ. πραγ-): πρᾶγ-μα, ὀρύττω (θ. ὀρυχ-): ὄρυγ-μα· πλάττω (θ. πλαθ-): πλάσ-μα· ἀγγέλλω: ἄγγελ-μα, σφάλλω: σφάλ-μα, καθαιρώ: κάθαρ-μα, ὑφαίνω (θ. ὑφαν-): ὕφασ-μα, τέμνω (θ. τεμ-, τμη-) τμῆ-μα, βαίνω (θ. βα-, βη-): βῆ-μα κ.ά. |
-μη | γράφω: γραμ-μή, ῥήγνυ-μι (θ. ῥηγ-, ῥωγ-): ῥωγ-μή· φη-μί: φή-μη, γι-γνώ-σκω: γνώ-μη κ.ά. |
-ος | (ουδ. γ΄ κλίσ.): λανθάνω (θ. λαθ-): λάθ-ος, πάσχω (θ. παθ-): πάθ-ος, ψεύδομαι: ψεῦδ-ος κ.ά. |
4) το όργανο ή το μέσο μιας ενέργειας: παραγωγικές καταλήξεις:
-τρονή -θρον | ἀρόω -ῶ: ἄρο-τρον, πλήττω (θ. πληγ-): (πλῆγ-τρον =) πλῆκ-τρον, σείω (θ. σεισ-): σεῖσ-τρον, σημαίνω (θ. σημαν-): σήμαν-τρον, σκήπτω (= στηρίζω): σκῆπ-τρον, φοβέω -ῶ: φόβη-τρον· κλείω: κλεῖ-θρον κ.ά. (Πολλά τέτοια παράγωγα στον πληθυντικό σημαίνουν αμοιβή για τη σχετική ενέργεια: διδάσκω: δίδακ-τρα, λύω: λύ-τρα, τρέφω: θρέπ-τρα (= αμοιβή για την τροφή) κ.ά.) |
-τραή –θρα | ξύω (θ. ξυσ-): ξύσ-τρα, χέω (θ. χυ-, πβ. ἐ-χύ-θην): χύ-τρα· ἀποβαίνω (θ. βα-): ἀπο-βά-θρα κ.ά. |
-τήρ | ζώννυμι (θ. ζωσ-): ζωσ-τήρ, καίω (καυ-): καυ-τήρ, λάμπω: λαμπ-τήρ, λούω: λου-τήρ, νίπτω: νιπ-τήρ κ.ά. |
-τηρία | βαίνω (θ. βα-): βα-κ-τηρία κ.ά. |
-τήριον | πίνω (θ. πο-): πο-τήριον, ἐγείρω (θ. ἐγερ-): ἐγερ-τήριον, αἰσθάνομαι (θ. αἰσθε-): αἰσθη-τήριον κ ά. |
-ανον | γλύφω (= σκαλίζω): γλύφ-ανον, δρέπω: δρέπ-ανον κ.ά. |
-άνη | σκάπτω: σκαπ-άνη, χέω (= χύνω): χο-άνη κ.ά. |
-όνη | ἄγχω (= σφίγγω το λαιμό, πνίγω): ἀγχ-όνη, πείρω (= τρυπώ) (θ. περ-): περ-όνη κ.ά. |
-ίς | (γεν. –ίδος) γράφω: γραφ-ίς, γλύφω: γλυφ-ίς, προβόσκω: προβοσκ-ὶς κ.ά. |
-εὺς | σφάττω (θ. σφαγ-): σφαγ-εὺς (= ξίφος), τέμνω: τομ-εὺς (= όργανο με το οποίο κόβομε) κ.ά. |
5) τον τόπο όπου γίνεται μια ενέργεια· παραγωγικές καταλήξεις:
-τήριον | βουλεύω: βουλευ-τήριον, δικάζω: δικασ-τήριον, ἐργάζομαι: ἐργασ-τήριον, ὁρμάομαι -ῶμαι: ὁρμη-τήριον κ.ά. |
-τρα | ὀρχέομαι -οῦμαι: ὀρχήσ-τρα, παλαίω: παλαίσ-τρα κ.ά. |
-τρον | θεάομαι -ῶμαι: θέα-τρον, λέχ-ομαι (ποιητ. = κοιμοῦμαι): λέκ-τρον (= κλίνη) κ.ά. |
-θρον | βαίνω (θ. βα-): βά-θρον, ῥέω (θ. ῥεε-): (ῥέε-θρον =) ῥεῖθρον. |
(πηγή)