Ετυμολογία
Φιλαυτία < φίλαυτος< φίλος+ἑαυτοῦ
Ουσιαστικό
φιλαυτία, η θηλυκό
Η υπερβολική αγάπη για τον εαυτό μας, που συνεπάγεται την αδιαφορία για τις ανάγκες των άλλων
Φιλαυτία < φίλαυτος< φίλος+ἑαυτοῦ
φιλαυτία, η θηλυκό
Η υπερβολική αγάπη για τον εαυτό μας, που συνεπάγεται την αδιαφορία για τις ανάγκες των άλλων