Ετυμολογία
τσάρος< βουλγαρική (tsar) ή ρωσική царь < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική цѣсарь (tsěsarĭ) < λατινική Caesar
Ουσιαστικό
τσαρος, ο αρσενικό
1. Η λέξη τσάρος είναι ο τίτλος του βασιλέως ή αυτοκράτορος στους Σλάβους. Προέρχεται από την απόδοση της λατινικής λέξης “Καίσαρ” (Caesar) στα σλαβικά. Αν και δεν έφεραν όλοι αυτόν τον τίτλο, τον χρησιμοποιούμε στις δυτικές γλώσσες όταν θέλουμε να αναφερθούμε γενικά στους:
- Βούλγαρους βασιλείς από το 10ο έως το 15ο αιώνα.
- Σέρβους Αυτοκράτορες
- Ρώσους βασιλείς και αυτοκράτορες από το 16ο έως την κατάργηση της μοναρχίας. Ο Μέγας Πέτρος (αρχές 18ου αι.) αντικατέστησε τον τίτλο τσάρος με το αυτοκράτορας, όμως ο παλαιός τίτλος παρέμεινε κυρίαρχος στην καθημερινή χρήση στους περισσότερους λαούς του κόσμου.