Ετυμολογία
διάνοια < διά + νόος (νοῦς).
Ουσιαστικό
διάνοια, η θηλυκό
1. η σκέψη, το μυαλό, ο νους: η πνευματική δύναμη του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται και να σκέφτεται
2. (καταχρηστικά) ο πολύ έξυπνος άνθρωπος, αυτός που έχει μεγάλη διάνοια.