Ετυμολογία

ευφημισμός< ευ + φημίζω (φημί = λέω) + -ισμός

Ουσιαστικό

ευφημισμός, ο αρσενικό

1. σχήμα λόγου στο οποίο αντικαθίσταται μια αρνητικά φορτισμένη λέξη, με μια άλλη που έχει εντελώς αντίθετη σημασία, π.χ. «Ειρηνικός Ωκεανός» αντί «τρικυμιώδης», «γλυκάδι» αντί «ξίδι».
2. κατ’ ευφημισμό(ν), όταν χρησιμοποιούμε για κάποιον ή για κάτι ένα θετικό χαρακτηρισμό που όμως δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα: Aυτός είναι κατ΄ ευφημισμόν άνθρωπος, για κτηνώδη άνθρωπο.

Ο ευφημισμός στην αρχαιότητα ήταν μια πρακτική δια της οποίας οι άνθρωποι πίστευαν ότι εξευμένιζαν την οργή των θεών των ποταμών, των λιμνών, των δασών και κατ’ εξοχήν των θαλασσών. Παρότι ήξεραν ότι μια θάλασσα π.χ. ήταν τρικυμιώδης, για να μην το λένε, το αρνητικό, και εξοργίζουν τον θεό -όπως πίστευαν- της περιοχής, το έλεγαν με θετικό τρόπο. Πλέον, με τον ευφημισμό αποφεύγουμε να πούμε κάτι αρνητικό, λέγοντας αντίθετα το θετικό του αλλά με έναν τόνο στη φωνή που πιστοποιεί ότι το λέμε ειρωνικά και για να μην πούμε την αλήθεια.