καρτέρι < αρχαία ελληνική καρτερέω / καρτερῶ
καρτέρι ουδέτερο
1. ενέδρα: το να περιμένω κάποιον για να του κάνω κακό. 2. (κατ’ επέκταση) ο τρόπος όπου στήνεται η ενέδρα.