Ετυμολογία
πρόγονος < πρό + γόνος
Ουσιαστικό
πρόγονος, ο, η αρσενικό, θηλυκό
1. Αυτός από τον οποίον καταγόμαστε. Επειδή οι άνθρωποι γεννούν ο ένας τον άλλον, συνδημιουρώντας με τον Θεό, έτσι και πρόγονός μας λέγεται όποιος μεσολάβησε για να γεννηθούμε εμείς.