Ετυμολογία
ὑπακούω < (ὑπό) ὑπ- + ἀκούω
(υπο-) πρόθημα που δηλώνει
1. κάτω από
Ουσιαστικό
υπακοή
1. το να ακολουθώ τις εντολές, πειθαρχώ στις διαταγές κάποιου.
2. στη ζωή της εκκλησίας η υπακοή σε σωστό πνευματικό είναι ο δρόμος για την αγιότητα, κατά τον λόγον του Κυρίου «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ·» (Λουκ. ι΄ 16).