Ετυμολογία
εύπλαστα < εύπλαστος + -α < εὖ + πλάσσω (πλάθω καλά, όμορφα)
Επίρρημα
εύπλαστα
που μπορεί να πλαστεί εύκολα, που μετασχηματίζεται εύκολα
εύπλαστα < εύπλαστος + -α < εὖ + πλάσσω (πλάθω καλά, όμορφα)
εύπλαστα
που μπορεί να πλαστεί εύκολα, που μετασχηματίζεται εύκολα