Ετυμολογία
ταγάρι < μεσαιωνική ελληνική ταγάριον, υποκοριστικό του ταγή
Ουσιαστικό
ταγάρι ουδέτερο
1. υφασμάτινος σάκος, συνήθως πολύχρωμος, που κρεμιέται από τον ώμο≈ συνώνυμα: τορβάς
2. σακίδιο με την τροφή των ζώων για τάισμα≈ συνώνυμα: ταΐστρα, τάγιστρο
3. ο αφελής, είσαι ταγάρι και σε έχουν πάρει στο ψιλό