Ετυμολογία
κόγχη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κόγχη (αρχαία σημασία κέλυφος, κοχύλι)
Ουσιαστικό
κόγχη θηλυκό
1. (αρχιτεκτονική, θρησκεία) ημικυκλική εσοχή σε τοίχο κτίσματος ή ναού, που έχει κυρίως διακοσμητικό χαρακτήρα
2. (ανατομία) (οστέινη συνήθως) κοιλότητα του σώματος※ Η μικροσκοπική εξέταση αποκάλυψε όμως κάποια αδιόρατα σημάδια στην οφθαλμική κόγχη που πρέπει να δημιουργήθηκαν από μακρόχρονη επαφή.
3. (γεωλογία) είδος κοιλώματος κοντό σε κορυφή βουνού