Search
Close this search box.

Ετυμολογία

φιλονικώ< φίλος + νίκη (στα αρχαία φιλονικέω -ῶ)

Ρήμα

1. τσακώνομαι, μαλώνω με κάποιον
2. μ’ αρέσει να επικρατώ με τις απόψεις μου επάνω σ’ άλλους, ακόμη και φίλους.
3. αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι

Η φιλονικία, όπως λέει και η ίδια λέξη, αφορά την προσπάθεια κάποιου να επικρατήσει επί των άλλων, ακόμη και επί των φίλων του (νικώ τους φίλους μου). Μεταγενέστερα κατέληξε να σημαίνει καυβγαδίζω, αφού για να επικρατήσει κάποιος επί των φίλων του και να υπερισχύσει η άποψή του, α αναγκαστεί να καυγαδίσει. Ωστόσο, ο ταπεινός άνθρωπος αποφεύγει τη φιλονικία, όπως μας δίδαξε και ο Ίδιος ο Χριστός.
Ακόμη, το ρήμα αυτό χρησιμοποιείτο σε αγώνες αθλητικούς όπου φίλοι αγωνίζονταν για το βραβείο και ο ένας νικούσε τον άλλον. Εκεί είχε θετική σημασία.