Search
Close this search box.

Ετυμολογία

φθορά< φθείρω (< ἐλεῶ < ἔλεος) + -σύνη

Ουσιαστικό

φθορά, η θηλυκό

1. η σταδιακή υλική ζήμια, που οδηγεί στον θάνατο
2. μεταφορικά η σταδιακή μείωση κύρους
3. στη βυζαντινή μουσική φθορές ονομάζονται τα μουσικά σημάδια που δείχνουν αλλαγή ήχου σε ένα κείμενο

Η φθορά είναι μία λέξη η οποία περιγράφει την μεταπτωτική κατάσταση του κόσμου όλου και εμφανίζεται σε πολλά τροπάρια αναστάσιμα όπου οι υμνωδοί της Εκκλησίας μας ομολογούν ότι η Ανάσταση του Χριστού μάς έσωσε από τη φθορά, δηλαδή την κατάληξη στον θάνατο (πνευματικό και σωματικό), το αναπόφευκτο τέλος όλων των ανθρώπων της Παλαιάς Διαθήκης, δικαίων και αδίκων. Με την Ανάστασή Του, όμως, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μάς άνοιξε την θύρα του Παραδείσου και την οδό που οδηγεί στην αφθαρσία μέσα από τα άχραντα μυστήριά Του. Άρα, η λέξη φθορά έχει βαθύ θεολογικό και δογματικό υπόβαθρο στην εκκλησία μας και δεν είναι απλώς η αλλοίωση της ύλης.